Από τον Κων/νο I. Παπακωνσταντίνου
Η μεγάλη επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940 πλησιάζει. Τον ερχομό της προαναγγέλλουν κανονιοβολισμοί. Οι άσφαιρες βολές, μας ξυπνούν από τα χαράματα. Μας θυμίζουν τις εύστοχες βολές, που πριν 70 χρόνια περίπου, δημιούργησαν ένα νέο Ελληνικό έπος. Χιλιάδες παλικάρια πρόταξαν τα στήθη τους. Στήθη φουσκωμένα από ιδανικά και ιδεώδη ακατάλυτα. Καρδιές που έπαλλαν δυνατά από πίστη στην Πατρίδα. Αίμα που χύθηκε, για να διαιωνίσει το Ελληνικό πνεύμα. Χιλιάδες κορμιά που χάθηκαν ή σακατεύθηκαν για να δείξουν παγκόσμια, τι θα πει ελευθερία, αξιοπρέπεια, συνέπεια, δικαιοσύνη και αρετή.
Αυτά έλεγα στο γέροντα Καθηγητή μου. Πολεμιστής κι αυτός της Αλβανίας, βαριά σακατεμένος.
Με κοίταξε λίγο λοξά και μελαγχολικά μου είπε: «Δε νομίζεις πως η παρέλαση τα τελευταία χρόνια, έχει κάποιο στοιχείο παρανοϊκό; Τουλάχιστον, μια αντίφαση και αντινομία, που σε κάνει να γελάς πικρόχολα;».
- Μα πώς; του είπα απορώντας σαν τότε, που ήμουν μαθητής του.
- Να έτσι μου λέει. Πρόσεξε και θα δεις. Πρώτα, πρώτα ο Στρατός. Ο Στρατός είναι ένα παράδειγμα ανισότητας.
Και τον βλέπουμε να παρευλάνει, μπροστά στους πολιτικούς, που υποτίθεται ότι επιδιώκουν την επιβολή της ισότητας. Η άτεγκτη ιεράρχηση, η αυστηρή πειθαρχία και η απόλυτη εξάρτηση, διαβαίνει μπροστά από ανθρώπους, που όλα αυτά τα χλευάζουν. Σήμερα όμως τα χειροκροτούν. Άσχετα που όλα αυτά, αυτοί οι ίδιοι τα υιοθετούν κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, όταν εντάχθηκαν σαν λόχος βουλευτών, υπακούοντας στα κελεύσματα του Κόμματος. Ακόμα θα δεις λεβέντες αρματωμένους σαν αστακοί με υπερσύγχρονα όπλα και να τα παρουσιάζουν σ’ αυτούς, που κόπτονται τάχα για την ειρήνη. Ορύονται στη Βουλή πως οι στρατοί και οι πόλεμοι είναι δημιουργήματα παραφρόνων. Αυτών που βάζουν τους λαούς να σκοτώνονται για να πλουτίσουν από τους εξοπλισμούς και παράλληλα από τον ανθρώπινο πόνο και τα ορφανά. Κι ενώ τα άρματά μας παρελαύνουν και τα εργοστάσια φτιάχνουν άλλα περισσότερα και καλύτερα, εμείς κάνουμε πορείες για την ειρήνη και τον αφοπλισμό.
Αλλά θλίβομαι και για πολλά άλλα, συνέχισε ο σεβαστός μου Καθηγητής. Εκεί στα χιονισμένα Αλβανικά βουνά, αφήσαμε ψυχές, σακατεμένα κορμιά, όνειρα και ελπίδες.
Γιατί φράξαμε το δρόμο στους Ιταλούς; Για μια καλύτερη πατρίδα. Και για καλύτερες μέρες. Ποια είναι η δύσμοιρη πατρίδα μας σήμερα; Και τι μέρες θλίψης και απόγνωσης περνάμε;
Πάνω από το χώρο της παρέλασης, θα πλανηθούν και αύριο οι ψυχές των ηρώων. Να δουν και να καμαρώσουν τα φιντάνια των απογόνων των. Τα άδολα νιάτα της Ελλάδας. Οι ψυχές όμως βλέπουν πιο καθαρά. Στη θέση των μικρών απογόνων τους βλέπουν μια άλλη παρέλαση. Των ηθικά ξεπεσμένων και κατακριτέων. Ανθρώπους, που όχι μόνον δεν δικαίωσαν τους ιερούς αγώνες του ’40, αλλά τους πρόδωσαν αναίσχυντοι. Φαντάζομαι πως οι πλανώμενες ψυχές των ηρώων του ’40 θα βλέπουν να περνούν οι μεσάζοντες και οι δωροδοκούντες.
Συμβολικά βέβαια πρόσωπα. Περνούν κι αντί να κλείνουν το κεφάλι στους επισήμους, κλείνουν το μάτι με σημασία, σαν να λένε: «Εντάξει, η δουλειά έκλεισε!» Ακολουθούν οι καταχραστές. Προηγούνται φυσικά τα «δίσ». Σαν να λέμε οι Μεγαλόσταυροι. Έπονται τα αργυρά μετάλλια δηλ. τα εκατομμύρια και τέλος τα διάσημα. Ακολουθούν Λόχοι και Διμοιρίες των «τυχερών» των δούλων του Θεού, τα «δωράκια», τα «πριμ», οι «παροχές». Μετά έρχονται οι ψεύτες και οι λαοπλάνοι παντός είδους. Προηγείται το «εύανδρον» τμήμα των πολιτικών. Σε τάξη οι κλέφτες, οι ιδιοτελείς, οι διεφθαρμένοι. Να και οι μεταποιητές και παραχαράκτες. Αυτοί έναντι πινακίου φακής αναλαμβάνουν να παραποιήσουν και να παραχαράξουν τα πάντα. Ιστορία και Παράδοση και Αλήθεια. Ακολουθούν οι μπροστάρηδες του λαού. Οι Δάσκαλοι, οι Παπάδες, οι Πρυτάνεις, οι Αθάνατοι της Ακαδημίας. Όλοι με σκυμμένο το κεφάλι. Φορτωμένοι από τύψεις. Έγιναν ανήμποροι ν’ αρπάξουν το φραγγέλιο και να τραβήξουν μπροστά για τη σωτηρία του λαού. Κι ακολουθεί ένας όχλος ατέλειωτος. Εμπρηστές, οικοπεδοφάγοι, χασισέμποροι κ.α. ρεμάλια. Να βλέπεις; Συνέχισε ο Καθηγητής. Περνούν τα θύματα του 40 με καρότσια και πατερίτσες. Κανένας δεν τους χειροκροτεί. Όμως τώρα ο λαός ξεσπά σε θυελλώδεις επευφημίες. Περνούν τα κορίτσια με τις παρδαλόχρωμες φορεσιές, τα έξωμα, τα εξώστηθα και τα εξώμηρα. Τα αγόρια σέρνουν τα βήματά τους βαριεστημένα. Να τελειώσει πια κι αυτή η παρέλαση! Να φίλε μου αυτήν την παρέλαση βλέπουν οι ψυχές που χάθηκαν για χάρη μας. Και σίγουρα θα απορούν και θα θλίβονται. Γι’ αυτό σου λέω, πως η παρέλαση έχει κάτι το παρανοϊκό.