Από τον Αστέριο Ροντούλη
Στο διάβα της πολιτικής μας ιστορίας, υπήρξαν πολλοί που ισχυρίζονταν ότι τα δημοψηφίσματα αποτελούν μια φενάκη της δημοκρατίας. Ευτυχώς, η άποψη αυτή δεν οδήγησε ούτε στην ηθική απαξίωση, αλλά ούτε και στη θεσμική απαξίωση των δημοψηφισμάτων. Δεν οδήγησε στην ηθική απαξίωση, καθόσον η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών θεωρεί το δημοψήφισμα ως ένα κάστρο της δημοκρατίας ακόμη και σήμερα. Επίσης, δεν οδήγησε στην θεσμική απαξίωση καθόσον το Σύνταγμά μας στο άρθρο 44 παράγραφος 2 προβλέπει ρητά τα δημοψηφίσματα.
Όμως ως έθνος, αντιμετωπίσαμε την εξής de facto κατάσταση σε σχέση με τα δημοψηφίσματα: Εάν εξαιρέσουμε την περίοδο της επταετίας, σε μια περίοδο εβδομήντα ετών διεξήχθησαν μόλις δύο δημοψηφίσματα, με συχνότητα δηλαδή ένα κάθε τριάντα πέντε χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι είχαμε μια εκ των πραγμάτων απαξίωση του θεσμού του δημοψηφίσματος. Όμως, ποιοι λόγοι οδήγησαν σ’ αυτήν την πρακτική;
Δύο είναι οι θεσμικές κερκόπορτες που οδήγησαν στην πρακτική της εγκατάλειψης του θεσμού αυτού. Η πρώτη θεσμική κερκόπορτα έχει να κάνει με τον μηχανισμό πρόκλησης ενός δημοψηφίσματος και η δεύτερη κερκόπορτα αφορά στη διατύπωση του ερωτήματος και των πιθανών απαντήσεων, που τίθενται στην κρίση του ελληνικού λαού.
Βάσει των ισχυόντων θεσμών, αυτός που προκαλεί το δημοψήφισμα είναι η κυβερνώσα παράταξη, ουσιαστικά ο πρωθυπουργός. Δηλαδή, έχουμε ένα θεσμό λαϊκής κυριαρχίας που, όμως, μετατράπηκε ουσιαστικά σε θεσμό ενός πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος. Επίσης, όσον αφορά στον σχεδιασμό του ερωτήματος και των απαντήσεων στο δημοψήφισμα, που είναι πασιφανές ότι διαμορφώνει ουσιαστικά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, δηλαδή τη βούληση των πολιτών, και πάλι ελέγχεται πλήρως από την κυβερνώσα πλειοψηφία.
Επομένως, για να κλείσουν οι κερκόπορτες που αλώνουν τον θεσμό του δημοψηφίσματος, πρέπει οι διαδικασίες να γίνουν δημοκρατικότερες. Συγκεκριμένα, πρέπει να δοθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στο σύνολο των κομμάτων της αντιπολίτευσης, στο 30% των βουλευτών, στο 50% των περιφερειακών ή δημοτικών συμβουλίων η δυνατότητα πρόκλησης δημοψηφισμάτων. Βεβαίως, μπορεί να προκαλείται ένα δημοψήφισμα και με το θεσμό της λαϊκής πρωτοβουλίας, στη βάση της συλλογής συγκεκριμένου αριθμού υπογραφών από το σώμα των πολιτών.
Επιπροσθέτως, στο ζήτημα του ερωτήματος και των απαντήσεων του δημοψηφίσματος, μπορεί να υπάρξει μια εναλλακτική προσέγγιση, ώστε να προκύπτει αβίαστα η πραγματική βούληση των πολιτών. Η Κυβέρνηση, βεβαίως, πρέπει να έχει το δικαίωμα να θέτει το κεντρικό ερώτημα, αλλά, όσον αφορά στις επιλογές επί των οποίων θα πρέπει να τοποθετηθούν οι πολίτες, μπορεί να γίνεται μια αξιολογική κρίση επί των προτάσεων που θα καταθέτουν τα κοινοβουλευτικά κόμματα, καθώς και συλλογικότητες υψηλού κύρους, όπως ο Άρειος Πάγος ή η Ακαδημία Αθηνών, κ.ά.
Μεγάλη βαρύτητα πρέπει απαραιτήτως να δοθεί και στα λεγόμενα τοπικά δημοψηφίσματα. Ως γνωστόν, στο άρθρο 216 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων προβλέπεται η διενέργεια τοπικών δημοψηφισμάτων, κάτι το οποίο δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ, διότι δεν υπήρξε το απαιτούμενο Προεδρικό Διάταγμα. Γιατί, λοιπόν, να μην μπορεί η πλειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου ή του περιφερειακού συμβουλίου ή μια τοπική λαϊκή πρωτοβουλία πολιτών με συγκεκριμένο αριθμό υπογραφών να προκαλεί δημοψηφίσματα για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων; Είναι καιρός να αναλάβουν οι τοπικές κοινωνίες πρωτοβουλίες και να συμμετάσχουν στη λήψη αποφάσεων, ώστε να χτίσουμε μια συμμετοχική κουλτούρα που θα μας οδηγήσει με υπευθυνότητα στην ανατροπή παλαιοκομματικών αντιλήψεων και αγκυλώσεων.
Εν κατακλείδι, είναι φανερό ότι η «ολόψυχη» διάθεση της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να φέρει στην επικαιρότητα τον «ιερό» θεσμό του δημοψηφίσματος μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Αποτελεί βεβαιότητα ότι η Κυβέρνηση προσπαθεί μέσω του δημοψηφίσματος να νομιμοποιήσει πολιτικές της επιλογές που υποθήκευσαν το μέλλον της χώρας και καταβαράθρωσαν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Υποψίες έχουν γεμίσει, δικαιολογημένα, το μυαλό των Ελλήνων, οι περισσότεροι των οποίων ομολογούν ότι η ανεύθυνη Κυβέρνηση «πνέει τα λοίσθια» και ο μόνος τρόπος που έχει μείνει, για να ανασάνει ο τόπος, είναι η προσφυγή στις κάλπες!
* Ο Αστέριος Ροντούλης είναι βουλευτής Λάρισας του ΛΑ.Ο.Σ.