Θυμάμαι εκεί στις αρχές του αιώνα (πόσο μακριά ακούγεται ε;) που παρακολουθούσα, όπως και όλοι, από την τηλεόραση αυτά που γινόταν στην Αργεντινή. Τον κόσμο θυμωμένο και εξαθλιωμένο να έχει ξεχυθεί στους δρόμους, να φωνάζει, να συμπλέκεται με τις αστυνομικές δυνάμεις, να σπάει κιγκλιδώματα, να σαρώνει βιτρίνες μαγαζιών και σούπερ μάρκετ και να μπαίνει μέσα για πλιάτσικο. Γυναίκες να χτυπάνε τις κατσαρόλες και να βγαίνουν από τα σούπερ μάρκετ κρατώντας ως... «λάφυρα» του πλιάτσικου μακαρόνια, γάλα και ό,τι άλλο είχαν καταφέρει να αρπάξουν και να φωνάζουν ότι δεν έχουν να ταΐσουν τα παιδιά τους.
Αναρωτιόμουν τι πρέπει να περνάνε αυτοί οι άνθρωποι. Σε ποιο σημείο εξαθλίωσης και απελπισίας θα πρέπει να έχουν φτάσει για να συμπεριφέρονται με τον τρόπο αυτό και τι πρέπει να περνάει αυτή η χώρα, που τότε έμοιαζε ότι ποτέ δεν θα βγει από το λαβύρινθο της φτώχειας, της ανέχειας και της ανείπωτης θλίψης. Δεν φανταζόμουν βέβαια ποτέ, ως «θεατής» μιας κατάστασης που συνέβαινε τόσο μακριά από μας, ότι θα ’φτανε, λίγα χρόνια μετά, μια ώρα που και η Ελλάδα θα ακολουθούσε το ίδιο κακοτράχαλο μονοπάτι. Και βέβαια δεν φανταζόμουν ποτέ ότι αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης θα έφτανε να μας προειδοποιεί ή να μας «εκβιάζει» ότι η Ελλάδα θα γίνει Αργεντινή. Έστω και αν, και αυτό βεβαίως δεν είναι προς τιμήν του κ. Βενιζέλου, αναγκάστηκε να βγει η ίδια η διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, και να τον... βάλει στη θέση του, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει Αργεντινή και είναι μέλος μιας ισχυρής νομισματικής ένωσης και συνεπώς η «παρομοίωση» ήταν μάλλον ατυχής.
Βέβαια, για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, μπορεί η Αργεντινή να μην ανήκε σε καμία Ευρωζώνη, αλλά είχε άμεσα συνδεδεμένο το όνομά της με το δολάριο και, κατά μία έννοια, συμμετείχε σε μια ιδιότυπη «νομισματική ζώνη». Και επιπλέον εκεί, οι πολύ ολίγοι, κυριολεκτικά, κατέκλεψαν την ίδια τους τη χώρα χωρίς καμιά τύψη (αυτό έλειπε δα!) και χωρίς κανένα ενδιαφέρον για το τι θα γινόταν ο πληθυσμός αυτής της πραγματικά μεγάλης χώρας.
Σίγουρα οι διαφορές είναι πολλές, όμως και μεγάλες και σίγουρα τέτοιου είδους αναφορές από «υπεύθυνα» υποτίθεται χείλη, τα οποία, υποτίθεται και πάλι ότι αποσκοπούν στην... αφύπνιση πολιτών και πολιτικών, ούτε βοηθούν, ούτε αφυπνίζουν κανένα. Αντίθετα, μεγαλώνουν την οργή και το θυμό και εκθέτουν ακόμα περισσότερο (αν υποθέσουμε ότι υπάρχει «περισσότερο») τη χώρα στο εξωτερικό.
Προχθές η Λιάνα Κανέλη παορυσιάστηκε στο βήμα της Βουλής με ένα καρβέλι ψωμί και ένα μπουκάλι γάλα και κατέθεσε τον υπολογισμό ότι μια τετραμελής οικογένεια χρειάζεται το χρόνο 950 ευρώ (ίσως και κάτι παραπάνω) για να προμηθεύεται καθημερινά αυτά τα δύο διατροφικά προϊόντα μόνο, τα οποία θεωρούνται θεμελιώδη της καθημερινής διαβίωσης. Από τη θέση αυτή, πολύ καιρό πριν, μεταξύ αστείου και σοβαρού, είχαμε επισημάνει ότι τελικά θα καταλήξουμε να γίνουμε σαν τον «Γιάννη Αγιάννη». Θα κλέβουμε καρβέλια ψωμί και θα μας κλείνουν μέσα γι’ αυτό.
Χθες για μια ακόμη φορά συνεχίστηκαν τα αντικρουόμενα σενάρια περί χρεοκοπίας ή μη της Ελλάδας, την ίδια ώρα που υποβαθμιζόταν κάμποσες ελληνικές τράπεζες, το Χρηματιστήριο κατρακυλούσε και οι «Financial Times» σχολίαζαν, με το δικό τους τρόπο, το «μάταιο» των μέτρων που λαμβάνονται.
...Και αν ακόμη υποθέσουμε ότι κάποιος παρακολουθεί τα όσα καθημερινά συμβαίνουν με μια ψύχραιμη ματιά, όπως και τα ανακοινωθέντα της κάθε ημέρας που περιλαμβάνουν τις λέξεις «πτώχευση» και «μέτρα» σε μόνιμη βάση, δεν μπορεί παρά να αισθανθεί κύματα πανικού να τον καταλαμβάνουν.
Και από ένα σημείο και μετά, παρότι η ελληνική γλώσσα είναι τόσο πλούσια (είναι μάλλον και ο μόνος «πλούτος» που μας έμεινε παρότι φροντίζουμε συστηματικά να την κακοποιούμε και να τη μεταλλάσσουμε), είναι δύσκολο να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψει την κατάσταση. Είμαστε σε ελεύθερη πτώση και αλεξίπτωτο δεν υπάρχει.