Απορία πρώτη: τι «κόλλημα» είναι αυτό που έχουμε φάει σε τούτη τη χώρα με το έλλειμμα; Ή θα το μικραίνουμε (όχι εμείς οι κυβερνήσεις) για να φαίνεται μικρότερο από το πραγματικό ή θα το «φουσκώνουμε» για να φαίνεται μεγαλύτερο από το πραγματικό. Η κυβέρνηση Καραμανλή κατηγορήθηκε ότι το «μίκρυνε» - και βέβαια αυτή είναι μάλλον... συνήθης πρακτική γιατί όλα τα κράτη το κάνουν - και τούτη δω η κυβέρνηση αποκαλύπτεται ότι το «φούσκωσε» για να μπορέσει να περάσει τα μέτρα. Σε κάθε περίπτωση πάντως την αλήθεια για το «πόσο» ακριβώς είναι δεν μπορούμε να την πούμε. Και μεταξύ μας, αυτή δεν είναι και η μόνη αλήθεια που... δεν λέμε.
Απορία δεύτερη: γιατί η Πορτογαλία και η Ιρλανδία καταφέρνουν να εφαρμόσουν τα Μνημόνιά τους και να βλέπουν ήδη φως στο βάθος του τούνελ - παρότι εντάχθηκαν μετά από μας - κι εμείς πάμε από το κακό στο χειρότερο; Έκαναν καλύτερη διαπραγμάτευση από την αρχή και έχουν εξασφαλίσει καλύτερους όρους;
Αναμφίβολα, γιατί αυτό επισημαινόταν από την αρχή. Όμως, όσο «καλύτερα» και να ’ναι τα δικά τους «Μνημόσυνα» (όπως κατά λάθος είπε και ο Σαμαράς στην ομιλία του στη ΔΕΘ, αν και «γλώσσα λανθάνουσα την αλήθεια λέγει»), δεν παύουν να περιλαμβάνουν σωρεία επώδυνων μέτρων για τους λαούς και τις χώρες. Συνεπώς, η «λογική» εξήγηση είναι ότι «σύντροφοι στα... μνημόσυνα», δηλαδή οι Πορτογάλοι και οι Ιρλανδοί ό,τι λένε το κάνουν και δεν καταφεύγουν σε διάφορους «κομπογιαννιτισμούς» και λοιπές «πολιτικές πονηρίες», το αποτέλεσμα των οποίων είναι τα πράγματα να χειροτερεύουν διαρκώς και οι αιματηρές θυσίες των πολιτών επί δύο χρόνια κοντά, να πηγαίνουν χαμένες. Και έτσι να συνεχίζεται αμείωτη η αφαίμαξη και η εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας.
Χθες ο Μίμης Ανδρουλάκης σε άρθρο του επανέφερε μια πρόταση, η οποία έχει και κατά το παρελθόν διατυπωθεί, έχει και δημοσκοπικά αποτυπωθεί αλλά οι πολιτικοί κάνουν ότι κωφεύουν χαρακτηριστικά. Εκτός από το προφανές και επαναλαμβανόμενο αίτημα για εκλογές, κατέθεσε εκ νέου την πρόταση για κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Προσέξτε, όχι συνεργασίες μεταξύ των κομμάτων αλλά εθνικής ενότητας. Ανάλογη ερώτηση απηύθυνε και η «Ε» προς τον πρόεδρο της Ν.Δ., Αντώνη Σαμαρά, στη συνέντευξη Τύπου στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο ίδιος, λακωνικά και... βολικά, προτίμησε να κατατάξει την κυβέρνηση εθνικής ενότητας στην ίδια κατηγορία με τις κυβερνήσεις συνεργασίας και την «οικουμενική» του παρελθόντος, όπου βέβαια ήταν μια άλλη εποχή και τελείως άλλες συγκυρίες.
Πέρα από το ακριβές περιεχόμενο της πρότασης Ανδρουλάκη, έχει διατυπωθεί η πρόταση να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση όπου δεν θα συμμετέχουν κόμματα και πολιτικοί. Θα συμμετέχουν προσωπικότητες και τεχνοκράτες, οι οποίοι θα έχουν βεβαίως τη στήριξη των κομμάτων για να μπορέσουν να κάνουν τη δουλειά τους και οι οποίοι θα αναλάβουν για μία διετία προκειμένου να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο. Χωρίς να σκέφτονται το πολιτικό κόστος (γιατί ό,τι και να λένε οι πολιτικοί, μέσα στο κόστος των μέτρων συμπεριλαμβάνουν και το πολιτικό, γι’ αυτό άλλωστε συμβαίνει και ό,τι συμβαίνει με την παρούσα κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα) και χωρίς να ερίζουν για τις πελατειακές τους σχέσεις και τις ιδεολογικές τους... ανησυχίες.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν πλέον την πεποίθηση ότι η κρισιμότητα των καταστάσεων έχει ξεπεράσει τα κόμματα. Και, οπωσδήποτε, έχει ξεπεράσει τις πρακτικές των ελληνικών κομμάτων που επιμένουν να εφαρμόζουν, παρότι η Ελλάδα που ξέραμε μέσα σε 18 μήνες δεν υπάρχει πια. Άλλωστε μιλάμε για «μη σύγχρονα» κόμματα, ξεπερασμένα και με παθογένειες - όπως και το σύνολο του ελληνικού πολιτικού βίου - από τις οποίες δεν μπορούν ή δεν θέλουν να απαλλαγούν. Ή, καλύτερα και τα δύο μαζί.
Δεν είναι πλέον καθόλου μα καθόλου σίγουρο ότι μια εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία - μετά τις πρόωρες εκλογές που έτσι κι αλλιώς θα γίνουν - θα δώσει λύση στο πρόβλημα. Για τον απλούστατο λόγο, πλην όλων των υπολοίπων, ότι αυτοί που θα μείνουν «απέξω» δεν θα αφήνουν τους νέους κυβερνώντες να προχωρήσουν. Έστω και αν δεχθούμε ότι στην πράξη - και όχι στη θεωρία -θα έχουν καλύτερες προς εφαρμογή ιδέες.
Ίσως η επιλογή μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας να μην αποτελέσει πλέον επιλογή αλλά ανάγκη για την επιβίωση. Και γιατί όχι; Και το εις βάθος ξεκαθάρισμα του πολιτικού συστήματος, επιτέλους.