Ο θριαμβευτής των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου 2009 Γιώργος Παπανδρέου (και μαζί του το ΠΑΣΟΚ) εξέπεμψαν (όπως και ο Κώστας Καραμανλής το 2004) με τα πρώτα δείγματα γραφής ισχυρό μήνυμα για διακυβέρνηση νέου τύπου-με φρεσκάδα και με στοιχεία σύγχρονου μάνατζμεντ- ικανής να οδηγήσει τη χώρα και την κοινωνία μας πιο κοντά στις αντιλήψεις, στη νοοτροπία και στη συμπεριφορά των πιο προηγμένων ευρωπαϊκών χωρών.
Διότι -όπως γράψαμε τότε στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ- «η Ελλάδα ή θα εναρμόνιζε τον βηματισμό της με τις πιο προηγμένες χώρες της Ε.Ε. ή θα μετατρέπονταν σε θλιβερό επαίτη κονδυλίων περιφέροντας, ως αρχοντοχωριάτισσα, τη νοοτροπία ιθαγενών βλαχοδημάρχων που δήθεν «όλα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν” αλλά επί της ουσίας ουδέν. Ή θα ανέπτυσσε τους τομείς με τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα ή θα λειτουργούσε ως παρίας που επικαλείται μονίμως περασμένα μεγαλεία».
Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στον Πηνειό-κοντεύουν περίπου δύο χρόνια- και η προσπάθεια εκσυγχρονισμού που υποτίθεται πως θα άρχιζε από εκείνη κιόλας τη στιγμή, με τον κ. Παπανδρέου επικεφαλής, παρέμεινε ημιτελής, με παλινωδίες και σκαμπανεβάσματα (π.χ. μισο-άνοιγμα επαγγελμάτων με ταυτόχρονο κλείσιμο του ματιού στις διάφορες συντεχνίες), με τη φοροδιαφυγή συνεχώς διαφεύγουσα, με τη Δημόσια Διοίκηση στους παραδοσιακούς της ρυθμούς, με τις δαπάνες να διογκώνονται, με το Ενιαίο Μισθολόγιο να αλλάζει συνεχώς μορφές, με το Ασφαλιστικό κάπως να προχωρά και με τον Α. Λοβέρδο να παλεύει με το γόρδιο δεσμό στο χώρο της Υγείας. Μόνο η μισθωτή εργασία, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, γνώρισε την «αποτελεσματικότητα» των κυβερνητικών επιλογών.
Εν τω μεταξύ, η Νέα Δημοκρατία σε βαθιά ενδοσκόπηση και αναζήτηση στρατηγικής για την ίδια (αλλά και για τη χώρα) προσπαθεί να «αναπνεύσει» ευρισκόμενη ανάμεσα στα πυρά του «συγκατοίκου» κ. Καρατζαφέρη και στα επαναλαμβανόμενα αιτήματα για συναίνεση του νέου αντιπροέδρου της κυβέρνησης.
Από την άλλη μεριά οι διάφορες εκφράσεις της Αριστεράς, διάγουν σε διαρκή εσωστρεφή προβληματισμό- παρά τις όποιες εξάρσεις- καθώς η πλήρης κυριαρχία των δυνάμεων του κεφαλαίου παγκοσμίως «θρυμμάτισε» τις παραδοσιακές ιδεολογίες προβάλλοντάς τες ως απλά ιδεολογήματα. Βέβαια, ούτε η σύγκρουση των δυνάμεων της εργασίας με το κεφάλαιο είναι απλό ιδεολόγημα ούτε, όμως, και η προσκόλληση σε παρωχημένες λογικές όπως π.χ. συμβαίνει με την υποστήριξη μιας από χρόνια «εξοφλημένης» φοιτητικής και καθηγητικής κομματικής νομενκλατούρας στα Πανεπιστήμια μπορεί να συνιστά ιδεολογικό μετερίζι.
Έστω και καθυστερημένα, λοιπόν, ο Γ. Παπανδρέου και ο Ε. Βενιζέλος στοιχηματίζουν-ακόμη μια φορά- με τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου (Τρίτη, 6-9-11) για λογαριασμό ολόκληρου του πολιτικού συστήματος τη δυνατότητά του να βγει από το τέλμα αφού βέβαια απέτυχε στις προσπάθειες αυτοκάθαρσης όπως προκύπτει και από τα πενιχρά αποτελέσματα των εξεταστικών επιτροπών.
Διότι είναι επιτακτική ανάγκη οι θεσμικές υστερήσεις και τα διαρθρωτικά μας προβλήματα που θυμίζουν τριτοκοσμικό τοπίο να θεραπευθούν επειγόντως με συντονισμένες εκσυγχρονιστικές προσπάθειες και να αποτελέσουν την ευκαιρία απελευθέρωσης της κοινωνίας μας από χρόνιες δυσλειτουργίες και εκφυλισμούς.
Άλλωστε δεν απαιτείται για όλα αυτά καμιά, δομικού χαρακτήρα, κοινωνική επανάσταση. Απαιτείται πολύ απλά ο αστικός εκσυγχρονισμός μας. Ο οποίος ουδέποτε ολοκληρώθηκε σ’ αυτό τον τόπο. Είτε από τον Ελ. Βενιζέλο μετά το Γουδί είτε από τον Κ. Σημίτη σε μια από τις πιο γόνιμες και παραγωγικές περιόδους διακυβέρνησης της Ελλάδας.
Γιατί δεν μπορεί π.χ. η χώρα να συνεχίζει να σέρνεται στους σκοτεινούς λαβυρίνθους της παραοικονομίας ενώ ήδη συμπλήρωσε 30 χρόνια ως πλήρες μέλος της οικογένειας των πιο αναπτυγμένων ευρωπαϊκών κρατών. Και διότι είναι αναμφίβολη η συμβολή της (παραοικονομίας) στη διαφθορά του πολιτικού μας συστήματος (υπόγειες χρηματοδοτήσεις κομμάτων και πολιτευτών) κάτι που μπορεί σε μεγάλο βαθμό να θεραπευθεί με μια σειρά παρεμβάσεων (π.χ. με νέο εκλογικό νόμο και μείωση του αριθμού των βουλευτών).
Ούτε η Δικαιοσύνη μπορεί να αποτελεί κομματικό εξάρτημα και παραγγελιοδόχο παραπολιτικών κέντρων. Γι’ αυτό και θα πρέπει να πάψει πλέον να διορίζεται και να ελέγχεται η ηγεσία της από την εκάστοτε κυβέρνηση. Αυτά τα δύο-δηλαδή παραοικονομία και δικαιοσύνη -αν διορθωθούν συνιστούν από μόνα τους «επανάσταση» που θα απελευθερώσει δημιουργικές δυνάμεις και θα εμπνεύσει εμπιστοσύνη στο σύστημα.
«Επανάσταση» θα αποτελούσε ακόμη για την κοινωνία μας το να αποφασίσουν τα κόμματα να αυτοκαταργηθούν κλείνοντας όλα τα παλιά «τεφτέρια» και να ξαναδημιουργηθούν με νέα υλικά και κυρίως να λειτουργούν με διαφάνεια και αξιόπιστο θεσμικό έλεγχο. Ώστε να απαλειφθεί ο ασφυκτικός κομματισμός που υπονομεύει κάθε έννοια αξιοκρατίας. Αυτά δεν είναι κόμματα πλέον αλλά εκφυλισμένα παράκεντρα εξωθεσμικών παρεμβάσεων που αλλοιώνουν την ουσία της δημοκρατίας.
Επιπροσθέτως, ως κοινωνία, χρειαζόμαστε εργαλεία ικανά να αναδείξουν τις αρετές μας και να αμβλύνουν ή να απαλείψουν τις γνωστές αδυναμίες μας σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. Τέτοια εργαλεία είναι: η Παιδεία/εκπαίδευση και η αξιοκρατία.
Ένα αναπτυγμένο και ευέλικτο εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να επηρεάσει θετικά και τα άλλα συστήματα και υποσυστήματα ώστε να διαχειρισθούμε με επιτυχία τη μεταβιομηχανική εποχή της γνώσης και των πληροφοριών.
Με την αξιοκρατία παντού το σύστημα κινείται πάντοτε προς τα εμπρός ενώ η ημετεροκρατία και ο κομματισμός το καθηλώνουν.
Η χώρα μας αξιοποιώντας τα πολλά συγκριτικά της πλεονεκτήματα έχει όλες τις δυνατότητες να ανθίσει στην οικονομία, στις τέχνες και στα γράμματα και στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο να κερδίσει τη μάχη της ευημερίας αρκεί να απαλλαγεί από παλαιοκομματικές πρακτικές και να κάνει σύγχρονες επιλογές. Τότε θα διαμορφωθούν και οι όροι για ένα καλύτερο και προπαντός ασφαλέστερο μέλλον ικανό να υπερβαίνει ακόμη και τις μεγάλες υπερ-εθνικές κρίσεις.
Ο Δημήτρης Νούλας είναι χημικός