Όπως είναι γνωστό, η απελευθέρωση της Θεσσαλίας έγινε το 1881 και ειδικότερα της Λάρισας την 31η Αυγούστου, ημέραν Κυριακήν, ύστερα βέβαια από μακροχρόνιες διπλωματικές ενέργειες και διαβουλεύσεις του τότε πρωθυπουργού Αλεξάνδρου Κουμουνδούρου και των Θεοδώρου Δεληγιάννη και Αλεξάνδρου Ραγκαβή, που διετέλεσαν υπουργοί Εξωτερικών, μάλιστα ο πρώτος διετέλεσε και πρωθυπουργός.
Οι Θεσσαλοί βέβαια τίμησαν τον Κουμουνδούρο, στήνοντας προτομές του, όπως και η Λάρισα με την προτομή του στην πλατεία, όμως στις πρώτες εκλογές που έγιναν το 1884, οι Θεσσαλοί δεν προτίμησαν το κόμμα του, αφού δεν ψήφισαν κανέναν βουλευτή του. Φάνηκαν έτσι αχάριστοι και όπως αναφέρει ο μακαρίτης δημοσιογράφος και πρύτανης της Ιστορίας της Λάρισας Θρασύβουλος Μακρής, όταν ο Κουμουνδούρος έμαθε το αποτέλεσμα των εκλογών στη Θεσσαλία, μούντζωσε και καταράστηκε τους Θεσσαλούς.
Επίσης οι Θεσσαλοί δεν τίμησαν τον μεγάλο εκείνο φιλέλληνα, τον Γλάστωνα, ο οποίος παρά τις αντιρρήσεις της Τουρκίας, κατόρθωσε να περιέλθη η Θεσσαλία στην Ελλάδα. Λησμονήσαμε εκείνο που είπε: «Ουδέποτε εν τω βίω μου ησθάνθην χαράν μείζονα της επί τη αναιμάκτω ενώσεως της Θεσσαλίας μετά της Ελλάδος». Και εδώ για την ιστορία πρέπει να σας πω ότι παλαιότερα είχε παρθεί απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου να ονομαστεί ο χώρος όπου σήμερα το 4ο Δημοτικό Σχολείο (που τότε ήταν ανοιχτός χώρος που άδειαζαν τα μονόκαρα μπάζα από θεμέλια διαφόρων οικοδομών) να ονομασθή πλατεία Γλάστωνος, αλλά τότε είχαμε ανάγκη από σχολεία και έτσι ματαιώθηκε η ονομασία.
Ο απελευθερωτικός στρατός με επικεφαλής τον στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο, κατέβηκε το βουνό «Όρθρη» (όπου τότε τα Ελληνοτουρκικά σύνορα) και μέσω Τρικάλων μπήκε στη Λάρισα από την Πύλη Τρικάλων (λέμε πύλη γιατί εκεί τερμάτιζε η πόλη και υπήρχε φυλάκιο Δημοτικού φόρου, που ο Δήμος εισέπραττε φόρο για τα πάσης φύσεως προϊόντα που εισήγαντο στην πόλη, διαπύλια τέλη, όπως τα ονόμαζαν τότε) και που βρισκόταν όπου σήμερα το 404 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, η είσοδος δε του στρατού έγινε με ενθουσιώδη και θερμή υποδοχή, όπως τέτοια είχε γίνει το μεσημέρι του Σαββάτου 30 Αυγούστου, όταν η επιτροπή αξιωματικών ήλθε από τα Τρίκαλα για να κανονίσει τα της παραδόσεως της πόλης και τα της υποδοχής και για τον πανηγυρισμό γενικά δούλεψαν το χριστιανικό στοιχείο της Λάρισας και η Επιτροπή των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) που φιλοξενούντο στην πόλη.
Μετά την πατριωτική και ενθουσιώδη υποδοχή και βέβαια μετά την αποχώρηση του τουρκικού πληθυσμού για τον οποίον, όπως αναφέρεται η τουρκική κυβέρνηση, διέθεσε διά την μεταφοράν των γυναικοπαίδων και αποσκευών 300 φορτηγές άμαξες και 2.000 ζώα, ο στρατηγός Σούτσος παρέλαβε και τυπικά τη Διοίκηση της πόλης από τον Τούρκο στρατιωτικό Διοικητή Χιντέτ- Πασά και στο Διοικητήριο, που ήταν στην Κεντρική Πλατεία (τότε Θέμιδος-κάηκε το 1905) υψώθηκε μεγάλη Ελληνική σημαία, όπως και από τους κατοίκους σε σπίτια και μαγαζιά. Μάλιστα όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος-ιστορικός Μακρής, όταν ο παραπάνω Χιντέτε-Πασάς περνούσε τη γωνία Κύπρου και Παπαναστασίου, που τότε ήταν ζαχαροπλαστείο, σκεπάστηκε στο πεζοδρόμιο από μια μεγάλη σημαία που την ώρα εκείνη κρεμούσε ο ζαχαροπλάστης ονόματι Σαρανταένας, οπότε θυμωμένος ο Τούρκος του είπε «Ιστέκα μπρε τζάνουμ να περάσω πρώτα και ύστερα βάλε ντέκα (δέκα) παντιέρες (σημαίες)».
Ο στρατός στρατοπαίδευσε πρόχειρα. Το ορειβατικό πυροβολικό μέσα στον περιφραγμένο τότε χώρο του Φρουρίου. Το πεδινό πυροβολικό στο χώρο του Αλκαζάρ. Το Ιππικό στην συνοικία «Σάλια», δίπλα στον Πηνειό, εκεί όπου σήμερα το κτίριο του Τεχνικού Επιμελητηρίου και το πεζικό έκανε καταυλισμό στον προ του Φρουρίου και του Μύλου του Παππά ανοιχτό τότε χώρου, πλην του 5ου Συντάγματος Πεζικού που στρατονίστηκε σε ένα μεγάλο διώροφο οίκημα του Τούρκου Ζαφούρ-μπέη, που ήταν προ της κατάληψης Πολιτικός Διοικητής της Λάρισας.
Οι αξιωματικοί διέμεναν στο μοναδικό της εποχής ξενοδοχείο, που ήταν πίσω από την Εθνική Τράπεζα, όπου όπως αναφέρει πάλι ο ιστορικός Θρ. Μακρής, οι Λαρισαίοι τους φιλοξένησαν και παρέθεσαν γεύμα και δείπνον «Καθ’ ο (όπως ακριβώς γράφει) οι φιλοξενούμενοι εγεύθησαν των περίφημων πεπονίων της Μπάκραινας (Γυρτώνης), των τιμπί-μπαντίκ σταφυλών (ποικιλία σταφυλιών) του Καζακλάρ (Αμπελώνος) και του ονομαστού της Ραψάνης μέλανος οίνου. Να σημειωθεί ότι στο 3ήμερο του πανηγυρισμού πάρα πολλοί στρατιώτες φιλοξενήθηκαν σε σπίτια Λαρισαίων, γιατί τους θεωρούσαν σαν αδέλφια τους και ότι η Επιτροπή της πόλης διέθεσε στους στρατιώτες πολλά αρνιά, 2000 οκάδες κρασιού και μεγάλη ποσότητα τσιγάρων και καπνού.
Να πως περιγράφει τη μεγάλη ημέρα της απελευθερώσεως ο Θρ. Μακρής το 1947.
«H ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ»
«Εξημέρωσε τέλος η μεγάλη της απελευθερώσεως ημέρα, η Κυριακή, 31η Αυγούστου 1881, και η Λάρισσα με την Ελληνικήν και εορτάσιμον όψιν της ευρίσκεται από βαθείας νυκτός επί ποδός. Προ του Μητροπολιτικού, πενιχροτάτου τότε, ναού του Αγίου Αχιλλίου, εστήθη υπερύψηλος και πλατύτοξος αψίς, διακεκοσμημένη με κλάδους ημέρου δάφνης μετά ροδόχρωα άνθη της, και με ελληνικάς σημαίας και τοιαύτας των προστατίδων Δυνάμεων, ετέρα δε ομοία εις την Πύλην Τρικκάλων (όπου νυν το μέγα Στρατιωτικόν Νοσοκομείον), δι’ης θα εισήρχετο ο Στρατός.
Ο μακαρίτης νεαρός τότε φαρμακοποιός Κωνσταντίνος Αστεριάδης (αδελφός του ιατρού και επί σειράν ετών δημάρχου Αχιλλέως Αστεριάδου, πατήρ δε του νυν φαρμακοποιού Αγαμ. Αστεριάδου), φορών ωραίαν φουστανέλλαν εξήλθε μετ’άλλων νέων μέχρι της παρά το Βαϊσλάρ θέσεως «Νταούλια» ή «Τσατάλη» και υπεδέχθη Λόχον, εισελθόντα και παραλαβόντα την πόλιν παρά του Διοικητού αυτή όστις μετά των λοιπών Τούρκων ανωτέρων διοικητικών υπαλλήλων διηυθύνθη διά της όπισθεν του ερειπωμένου ήδη ναΐσκου του Αγ. Βησσαρίωνος οδού (προ της νυν Γενικής Ασφαλείας) προς την γέφυραν, όπου ιππεύσας ώδευσεν εκείθεν προς τον Τύρναβον.
Εις δεξιά της αψίδος στηθείσαν εξέδραν ανέρχονται αι μαθήτριαι (υπό την διδασκάλισσαν τότε μακαρίτιδα Αμαλίαν Κ. Παπασταύρου) λευκά ενδεδυμέναι κρατούσαι μικράς σημαίας και άνθη, εις την αριστερά δε της αψίδος άλλην εξέδραν τοποθετούνται, φέροντες επί του στήθους χιαστί κυανολεύκους ταινίας και σημαίας εις τας χείρας, υπό την διδασκάλισσάν των Ζωήν Σπαούλαν καλούμενην, οι μαθηταί, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγετο και ο χαράσσων τας γραμμάς ταύτας.
Εις την πύλην καταφθάνει μετ’ ολίγον ο αοίδιμος Μητροπολίτης Νεόφυτος Πετρίδης (αποβιώσας τον Σεπτέμβριο του 1896), συνοδευόμενος του εν Τυρνάβω εξάρχου του Παναγίου Τάφου αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Δροσινά, και σύμπαντος του ιερού της πόλεως κλήρου, όλοι φέρουν πολυτελείς στολάς.
Μετά την όπισθεν του Μητροπολίτου τοποθέτησιν του ιερού Κλήρου, προσήλθον και κατέλαβον δεξιά τούτου θέσιν πάντες οι προύχοντες Λαρισσαίοι, η στιγμή είναι ιερά, και το εθνικόν αίσθημα εκσπά εις ταχείς και ζωηρούς της καρδιάς παλμούς. Και όταν μετ’ ολίγον ο Στρατός επλησίασεν, όλοι δακρύουσιν, ενώ συγχρόνως εκσπώσιν εις ουρανομήκεις ζητωκραυγάς, εν συνεχεία των οποίων διέρχεται κατά πρώτον τμήμα ευσταλών ευζώνων, το οποίον διευθύνεται προς την μακαρίτιδα γέφυραν, προς χαιρετισμόν των τελευταίων αναχωρούντων Τούρκων.
Προηγούνται επί λευκών ίππων και με τας επισήμους στρατιωτικάς στολάς των οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων, ακουλουθεί η Μουσική του Στρατού, έπονται οι σαλπισταί και είτα ελαφρώς κυματίζουσα η Σημαία και ο αρχηγός της καταλήψεως Σούτσος, επί λευκού μεγαλοσώμου ίππου. Απερίγραπτος ο επικρατήσας την στιγμήν εκείνην πανζουρλισμός, φέσια κατέρυθρα ξεσκίζονται και πετώνται εις τον αέρα, οι μαθηταί και οι μαθήτριαι ζητωκραυγάζοντας υψώνουσι και κινούσι δαιμονιωδώς τας σημαίας, ρίπτοσιν άνθη, και μετ’ολίγον άδουσιν ωραίον εμβατήριον, εις την απελευθερωθείσαν Θεσσαλίαν αφιερωμένον.
Ο Στρατηγός Σούτσος κατελθών του ίππου, ασπάζεται το Ευαγγέλιον και την δεξιάν του Μητροπολίτου, η δε διδασκάλισσα Αγγελική Σκόρδα με ηχηράν φωνήν προσφωνεί τον Στρατηγόν τον οποίον και στεφανώνει δι’ εκ δάφνης στεφάνου.
Το πλήθος έξαλλον δεν παύει διατόρως ζητωκραυγάζον, οι δε κατά σειράν ιστάμενοι υδροφόροι (σακατζήδες) προσφέρουσι νερό εις τους κουρασμένους και καθίδρους στρατιώτας. Ενώ δε ο κόσμος προχωρεί συνοδεύων τον στρατόν, ακούεται διαλαλουμένη η πρώτη εκδοθείσα την ημέραν εκείνην εν τη πόλει μας εφημερίς «Αστήρ της Θεσσαλίας» γενομένη ανάρπαστος υπό του πλήθους.
Πάντες κατευθύνονται εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν, όπου μετά την δοξολογίαν ψάλλεται υπό του καλλιφώνου πρωτοψάλτου Μιχαλάκη Γαλανίδου (πατρός του πρότινος θανόντος δικηγόρου Δημητρίου Γαλανίδου) διά πρώτην φοράν ο Πολυχρονισμός του αειμνήστου Βασιλέως Γεωργίου του 1ου. Ο Στρατός παρουσιάζει όπλα, η Μουσική ανακρούει ειδικόν εμβατήριον και ο Μητροπολίτης μετά σύντομον ενθουσιωδέστατον λόγον ζητωκραυγάζει υπέρ του Έθνους, του Στρατού του Στρατηγού Σούτσου, όστις κατόπιν διευθύνεται μετά του Επιτελείου του εις το Διοικητήριον, εις τον εξώστην του οποίου είχεν υψωθή από της προτεραίας υπερμεγέθης Σημαία».
Συνέπεια της απελευθερώσεως, η Λάρισα κατέστη ορμητήριο του Ελληνικού Στρατού και απετέλεσε το προπύργιο εξορμήσεως για την απελευθέρωση της Ηπείρου.