Προσπαθώ για μια ακόμη φορά να καταλάβω αν οι ηγέτες των χωρών της Ευρώπης και του κόσμου (και εν προκειμένω οι ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας, δηλαδή ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί και η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, που συναντήθηκαν προσφάτως στο Παρίσι) είναι κατώτεροι των περιστάσεων, όπως εκτιμούν οι περισσότεροι αναλυτές, ή αν βαδίζουν επί τη βάσει συγκεκριμένου σχεδίου.
Και το λέω αυτό γιατί δεν είναι δυνατόν άπαντες να βλέπουμε ότι βαδίζουμε προς τον γκρεμό και οι ηγέτες του κόσμου να μην το αντιλαμβάνονται και να μην παίρνουν μέτρα που, αν μη τη άλλο, θα βελτιώσουν τη σημερινή άθλια κατάσταση.
Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος είναι βαθιά και δεν θεραπεύεται ούτε με γιατροσόφια και ασπιρίνες, αλλά κυρίως δεν θεραπεύεται αν οι πολιτικοί, οι οποίοι (υποτίθεται ότι) θα λάβουν αποφάσεις για τις κοινωνίες τους, να προσποιούνται ότι δεν καταλαβαίνουν.
Οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν, όπως προείπαμε, ότι οι πολιτικοί ηγέτες είναι κατώτεροι των περιστάσεων, αλλά υπάρχουν και εκείνοι οι αναλυτές οι οποίοι φρονούν πως οι πολιτικοί μας ταγοί, ως εντολοδόχοι, σε τελική ανάλυση, όχι αυτών που τους εξέλεξαν (δηλαδή των λαών και των κοινωνιών) αλλά αυτών που τους στηρίζουν (δηλαδή των τραπεζιτών και των μεγάλων εταιριών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) βαδίζουν βάσει ενός σχεδιασμού για ανακατανομές (φυσικά μεταξύ των ιδίων των κεφαλαιοκρατών) του παγκόσμιου πλούτου.
Και αυτές οι ανακατανομές, που δεν θα είναι χωρίς κόστος για μεγάλα τμήματα του υπάρχοντος κεφαλαίου (τα οποία θα πρέπει να καταστραφούν) έχουν ως βασική προϋπόθεση μια άγρια λιτότητα για τις κοινωνίες, λιτότητα μακράς διαρκείας, λιτότητα παντού στον κόσμο.
Την ίδια δε στιγμή διαπιστώνουμε και άλλα διάφορα, επίσης αντιφατικά.
Εν Ελλάδι, ισχυροί κεφαλαιούχοι είτε φοροδιαφεύγουν κατά σύστημα και κατ΄ εξακολούθηση, είτε επενδύουν σε ακίνητα στην αλλοδαπή, εξάγοντας, ταυτόχρονα, τα χρήματά τους σε φορολογικούς παραδείσους, ενώ την ίδια στιγμή ισχυρότεροι απ’ αυτούς κεφαλαιούχοι (για παράδειγμα στην Ιταλία) ζητούν (όχι φυσικά κινούμενοι μόνο από ένα καλώς εννοούμενο πατριωτικό καθήκον) να στηρίξουν την οικονομία της χώρας τους.
Στις ΗΠΑ ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής Γουόρεν Μπάφετ ζήτησε από τους πλούσιους Αμερικανούς να πληρώνουν περισσότερους φόρους, δηλαδή ζήτησε από την κυβέρνηση Ομπάμα να υποχρεώσει τους πλούσιους της πατρίδας του να πληρώνουν περισσότερους φόρους.
Μάλιστα σε πρόσφατο άρθρο του στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» ο κ. Μπάφετ, με προσωπική περιουσία 50 δισ. δολάρια, υποστήριξε ότι τα πιο πλούσια μέλη της αμερικανικής κοινωνίας δεν συμβάλλουν στο βαθμό που τους αντιστοιχεί στην εξυγίανση της οικονομίας.
Στην Ιταλία, 24 Ιταλοί μεγαλοεπιχειρηματίες, από τις ισχυρότερες εταιρείες της γειτονικής χώρας (όπως της Τod΄s, του πετρελαϊκού γίγαντα Εni, της Salvatore Ferragamo, της Ρirelli και της Ιtalcementi) τόνισαν πως «αν η Ιταλία χρειάζεται τη βοήθειά μας, εμείς είμαστε εδώ» και σημείωσαν ότι ήδη «περίπου το 50% του δημόσιου χρέους της Ιταλίας βρίσκεται σε ιταλικά χέρια».
«Τι ενώνει τους Ιταλούς μεγιστάνες - εκτός από τον πατριωτισμό τους; Η δέσμευσή τους για αγορά κρατικών ομολόγων, συνοδεύεται από την πλήρη υποστήριξή τους στην πολιτική λιτότητας της κυβέρνησης του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και στα νέα μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και τη στήριξη της ανάπτυξης. Τι δεν περιλαμβάνει; Μα φυσικά αυξήσεις φόρων και ιδιαίτερα αυξήσεις φόρων για τα υψηλά εισοδήματα. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος που αρέσει τόσο στους Ιταλούς πολυεκατομμυριούχους, με πρώτο κερδισμένο τον ίδιο τον κροίσο ιταλό πρωθυπουργό», γράφει το «Βήμα».
Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση Παπανδρέου, η οποία δεν μπορεί να καυχηθεί ότι έχει κάνει ο,τιδήποτε στον τομέα της καταπολεμήσεως της φοροδιαφυγής, συνεχίζει τις ικεσίες προς το μεγάλο κεφάλαιο και κυρίως τους Ελληνες εφοπλιστές «να φέρουν πίσω τα λεφτά τους» για επενδύσεις.
Αξίζει να θυμίσουμε πως όταν, πριν από 18 μήνες, εκδηλωνόταν η κρίση στην Ελλάδα, οι Ελληνες μεγαλοκεφαλαιούχοι δεν στήριξαν τα ελληνικά ομόλογα αλλά, αντίθετα, σήκωσαν τα χρήματά τους (περισσότερα από 50 δισ. ευρώ) από τις ελληνικές τράπεζες και τα πήγαν στο εξωτερικό.
Πολλοί δε εξ αυτών αγόρασαν ακίνητα στο Μayfair και στο Chelsea του κεντρικού Λονδίνου και στο προάστιο Ηampstead της βρετανικής πρωτεύουσας, όπως έγραψε ο βρετανικός Τύπος.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που φρονούν πως για τους Ελληνες κεφαλαιούχους ισχύει το «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε...», καθώς παραδοσιακά, Ελληνες επιχειρηματίες μετέφεραν στο εξωτερικό το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους και ελάχιστα εξ αυτών πήγαν σε επενδύσεις εν Ελλάδι.
Και αυτό γιατί, εκτός των άλλων, ορισμένοι εξ αυτών, κρατικοδίαιτοι στην πλειονότητά τους, είναι κοντόθωροι και έχουν ως στόχο τη συσσώρευση κερδών και τη δημιουργία περιουσίας σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Φυσικά δε δεν ισχύει απολύτως η δικαιολογία που προβάλλεται από τους δικούς μας κεφαλαιούχους ότι οι ιταλικές επιχειρήσεις έχουν διεθνή δραστηριότητα, τεράστια κερδοφορία και επιχειρούν σε μια χώρα που δεν βρίσκεται σε ύφεση ή ότι υπάρχει (για τους δικούς μας) πρόβλημα με τη ρευστότητα των τραπεζών, που έχουν κλείσει τις στρόφιγγες στη δανειοδότηση.
Διότι και όταν υπήρχε ρευστότητα, πολλοί εκ των εγχωρίων κεφαλαιούχων κινούνταν με την προαναφερθείσα πρακτική: Τα λεφτά έξω και καμία επένδυση στην Ελλάδα. Το ίδιο δε έπρατταν και πράττουν οι εκπρόσωποι του ελληνικού εφοπλισμού που «είναι ο ισχυρότερος στη Γη», όπως λένε χαρακτηριστικά αρμόδιοι παράγοντες, τους οποίους επικαλείται το «Βήμα».
«Στην αστική τάξη του τόπου δεν υπάρχει ούτε πνευματικότητα ούτε πατριωτισμός. Τι έκαναν οι ισχυροί εδώ; Έβγαλαν τα λεφτά στο εξωτερικό! Δεν υπάρχουν σήμερα αστοί σαν τους Μπενάκηδες, για παράδειγμα. Οι Μπενάκηδες πολέμησαν στην πρώτη γραμμή του πολέμου, ενώ θα μπορούσαν να το αποφύγουν», εκτιμά ο γνωστός συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης.