Ο πρωθυπουργός Γιώργος Α. Παπανδρέου, σε μια από τις τελευταίες (και είναι πάνω από 10) συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής των χωρών – μελών της Ευρωζώνης και υπό την αφόρητη πίεση που δέχεται από τους δανειστές και τους «εταίρους» της χώρας να τηρήσει τα όσα έχει δεσμευθεί να πράξει (ως προϋπόθεση για τους δυσβάσταχτους δανεισμούς της Ελλάδος) τόνισε στους υπουργούς του πως «τώρα είναι η ώρα, με μεγαλύτερη ορμή, να ανοίξουμε όλο και περισσότερο την ατζέντα των μεγάλων θεμάτων και των μεγάλων αλλαγών».
Κι αυτές οι αλλαγές, που προοιωνίζονται νέα κλιμάκωση της επιθέσεως στα δικαιώματα και στα εισοδήματα των πολιτών, αλλαγές πολλές εκ των οποίων περιλαμβάνονται στο διαβόητο Μνημόνιο και στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, αλλά δεν έχουν προχωρήσει (και εξ αυτής της αργοπορίας δέχεται η κυβέρνηση των Αθηνών «άγρια κατσάδα» από τους πιστωτές της Ελλάδος) θα πρέπει, σύμφωνα με τον έξωθεν υποδειχθέντα σχεδιασμό και υπό το άγρυπνο βλέμμα των εκ Βρυξελλών τοποτηρητών της χώρας, να υλοποιηθούν, κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, μέχρι το τέλος Αυγούστου.
Άλλωστε, όπως έχουμε, ήδη, γράψει κατ’ επανάληψη στην «Ε», ο στόχος αυτών των «αλλαγών» (που παρουσιάζονται ως προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του χρέους) είναι η διασφάλιση φθηνότερης εργατικής δυνάμεως (έχουμε μιλήσει για «ταϊβανοποίηση» της εργασίας στην Ελλάδα) η επιτάχυνση των αναδιαρθρώσεων και των ιδιωτικοποιήσεων, η εκποίηση δημόσιας περιουσίας σε ξένους μονοπωλιακούς ομίλους και όλα αυτά εμπεριέχουν - σε τελική ανάλυση- το σοβαρό κίνδυνο αφελληνισμού επιχειρήσεων του ελληνικού δημοσίου, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και η «γερμανική απόβαση», δηλαδή η έλευση Γερμανών επενδυτών στη χώρα, στις αρχές του επόμενου μηνός.
Υπενθυμίζεται ότι λίγες ημέρες μετά τις αποφάσεις των Βρυξελλών (για τις οποίες συνεχίζει να πανηγυρίζει η Αθήνα) χιλιάδες εργαζόμενοι βγήκαν από τη λίστα των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, ξεκινούν οι απολύσεις και η περιβόητη (με προτροπή και της ΝΔ) «εργασιακή εφεδρεία» για χιλιάδες εργαζόμενους (θα χαρακτηρίζονται ως «πλεονάζον προσωπικό») στις ΔΕΚΟ και το δημόσιο, προχωρά η απελευθέρωση των λεγόμενων κλειστών επαγγελμάτων, αίρονται τα εμπόδια στις άδειες επιχειρήσεων και ξεκινά η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας και οι ιδιωτικοποιήσεις.
ΑΝΤΙΠΕΡΙΣΠΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση προκειμένου αφενός μεν να μπορέσει «να περάσει» τα μέτρα τα οποία απεργάζεται (με την υπόδειξη των δανειστών και των «εταίρων») αφετέρου δε να πείσει ότι η χώρα δεν τελεί υπό καθεστώς περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας, συνεχίζει να κάνει αντιπερισπασμούς: Δηλαδή, επιμένει στους πανηγυρισμούς για το συμβιβασμό των Βρυξελλών (αποκρύπτοντας φυσικά την ουσία που συνίσταται στο ότι φορτώνει νέα χρέη και δεινά για πολλά χρόνια στις πλάτες των πολιτών) και αξιοποιεί τη θερινή ραστώνη («τα μπάνια του λαού», όπως έλεγε κάποτε ο πατήρ Παπανδρέου), ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, τα «σεβόταν» - και ταυτόχρονα προωθεί, με διαδικασίες εξπρές, όλο το πακέτο των λεγομένων «αλλαγών» και ιδιωτικοποιήσεων.
Ακόμη, όπως έχουμε επισημάνει εγκαίρως από τις στήλες της «Ε», «δείχνει τα δόντια» του αυταρχισμού της, χτυπώντας με τις δυνάμεις ασφαλείας διάφορες κινητοποιήσεις, ενισχύει το καταστατικό οπλοστάσιο της ΕΛΑΣ, ενώ «αξιοποιεί» κάθε παράγραφο των νόμων (με τη βοήθεια και των δικαστικών αρχών) για να «σπάσει» απεργίες και κινητοποιήσεις.
Κι αυτό το κάνει με κάθε ευκαιρία και όχι μόνο σε περιπτώσεις, όπως αυτή με τους ταξιτζήδες, οι ακραίες κινητοποιήσεις των οποίων, όπως συνομολογούν οι περισσότεροι, βλάπτουν το καλώς εννοούμενο δημόσιο συμφέρον.
Ταυτόχρονα δε η κυβέρνηση ετοιμάζεται να χρησιμοποιήσει το θεσμό του δημοψηφίσματος (ως «ένα νέο και σημαντικό εργαλείο για την εμβάθυνση της δημοκρατίας μας», όπως λέει ο πρωθυπουργός) με προφανή στόχο την εκτόνωση των λαϊκών αντιδράσεων, σε θέματα σημαντικά μεν, αλλά μικρότερης σημασίας, σε σχέση με τη λαίλαπα των μέτρων που κατακρημνίζουν δικαιώματα και εισοδήματα, μέτρα για τα οποία η λαϊκή οργή και δυσαρέσκεια γράφεται να παλαιότερα των υποδημάτων της.
ΥΠΟ ΞΕΝΗ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ
«Πιστεύω βαθιά ότι η αποκατάσταση της εθνικής μας κυριαρχίας περνάει μέσα από μεγάλες δημοκρατικές αλλαγές για τη δημιουργία μιας πολιτείας, που εγγυάται δικαιώματα, ανακατανέμει δίκαια τον παραγόμενο πλούτο, τον αξιοποιεί σωστά και ορθολογικά ώστε να παρέχει εργαλεία και να διασφαλίζει δυνατότητες σε κάθε πολίτη», τόνιζε πριν περίπου ένα χρόνο ο πρωθυπουργός Γιώργος Α. Παπανδρέου, παραδεχόμενος ουσιαστικά ότι η χώρα ζει υπό καθεστώς περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας.
Την ίδια επισήμανση, ότι, δηλαδή, η Ελλάδα τελεί υπό καθεστώς περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας, έκαναν προσφάτως ο επικεφαλής της Ευρωζώνης Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και ο πολύς υπουργός των Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αν και η πρώτη η οποία το είχε σπεύσει να το επισημάνει ήταν η Άννα Μπενάκη – Ψαρούδα, όταν, ως πρόεδρος της Βουλής, στις 8 Φεβρουαρίου του 2005, ανακοίνωνε στον Κάρολο Παπούλια την εκλογή του ως Προέδρου της Δημοκρατίας.
«Η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα προωθηθεί με την ψήφιση, ενδεχομένως, και της συνταγματικής συνθήκης, τα εθνικά σύνορα και ένα μέρος της εθνικής κυριαρχίας θα περιορισθούν χάριν της ειρήνης, της ευημερίας και της ασφάλειας στη διευρυμένη Ευρώπη, τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη θα υποστούν μεταβολές, καθώς θα μπορούν να προστατεύονται, αλλά και να παραβιάζονται από αρχές και εξουσίες πέραν των γνωστών και καθιερωμένων και πάντως, η δημοκρατία θα συναντήσει προκλήσεις και θα δοκιμασθεί από ενδεχόμενες νέες μορφές διακυβέρνησης», είχε τονίσει τότε η κα Μπενάκη.
Σύμφωνα, πάντως, με ορισμένους αναλυτές, όπως ο Άγγελος Στάγκος (στην «Καθημερινή») οι αντιδράσεις με αφορμή τέτοιου είδους δηλώσεις, όπως των κ. Γιούνκερ και Σόιμπλε, είναι «πλέον ακατανόητες έως υποκριτικές», καθώς – με βάση και την επισήμανση της κ. Μπενάκη, την οποία υπενθυμίζει ο αρθρογράφος – «η χώρα, μπαίνοντας με τη θέλησή της στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, συμβιβάστηκε ταυτόχρονα με την ιδέα του περιορισμού κυριαρχικών δικαιωμάτων της και επανειλημμένως έχει ταχθεί υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».
Και προσέθετε πως «κανείς από τους όψιμους Ηρακλειδείς της εθνικής κυριαρχίας δεν ανησυχούσε και δεν διαμαρτυρόταν για τους συμβιβασμούς στα εθνικά δικαιώματα, όταν έρρεε το χρήμα από τους κρουνούς των διαρθρωτικών και άλλων ευρωπαϊκών ταμείων (...) αλλά ο πόνος (...) έπιασε ορισμένους όταν φτάσαμε στη χρεοκοπία και απαιτείται πλέον η προώθηση μεταρρυθμίσεων στο Δημόσιο και στην οικονομία, που, προ πολλού, έπρεπε να είχαν γίνει. Τώρα δηλαδή που απειλούνται «κεκτημένα», προκλήθηκαν οι ανησυχίες και εμφανίστηκαν ελληνικές σημαίες στις διαδηλώσεις “αγανακτισμένων”».
Εν μέρει, ο αρθρογράφος της «Καθημερινής» έχει δίκιο, αλλά, όπως επισημαίνει ο πρέσβης Περικλής Νεάρχου (στο «Παρόν») η ευρωπαϊκή ιδέα «χρησιμοποιήθηκε ως Δούρειος Ίππος για την επιβολή, ως καθεστώτος, ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού, που παρουσιάσθηκε ως δήθεν αναπόφευκτος, για την κοινή ευρωπαϊκή αγορά και την ευρωπαϊκή οικοδόμηση».
Κατά τον Π. Νεάρχου «ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός υπονομεύει τις ισότιμες σχέσεις μεταξύ των χωρών - μελών και ενισχύει τις κυριαρχικές τάσεις των ισχυρότερων χωρών» και (με αφορμή τις αποφάσεις της Συνόδου της Ευρωζώνης) επισημαίνει ότι η εμμονή των δανειστών για «παροχή εκ μέρους της Ελλάδος εμπράγματων εγγυήσεων είναι μια άλλη όψη των άνισων σχέσεων και των ανατροπών, που φέρνουν οι συσχετισμοί ισχύος της αγοράς στο εσωτερικό της ΕΕ, η οποία αποτελείται, υποτίθεται, από ισότιμα μέλη».
Ο αρθρογράφος στο «Παρόν» σημειώνει ότι δηλώσεις, όπως αυτές των κ. Γιούνκερ και Σόιμπλε δείχνουν σαφώς ότι «είμαστε ακόμη πολύ μακριά από την ιδέα μιας ισότιμης πολιτικής ενώσεως, που προεβλήθη ως ιδεώδες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως».
Επισημαίνει δε ότι «το ξεπούλημα της εθνικής περιουσίας παρουσιάζεται ως απαραίτητος όρος για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους», αλλά «στην πραγματικότητα ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την καταστροφή του μοντέλου της μικτής οικονομίας της χώρας, την επιβολή ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού και την υφαρπαγή, σε τιμή μάλιστα ευκαιρίας, του εθνικού πλούτου της χώρας».
ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΤΑΓΗΣ
Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω και για την υλοποίηση της υποταγής της χώρας έχουμε ενώπιόν μας:
Πρώτον: «Γερμανική απόβαση» στην Ελλάδα το Σεπτέμβριο. Η κυβέρνηση Μέρκελ «σπρώχνει» Γερμανούς επιχειρηματίες να προχωρήσουν σε επενδύσεις στην Ελλάδα και (όπως επισημαίνει η «Καθημερινή») σύμφωνα με το Ινστιτούτο IWF, μετά το δεύτερο πακέτο βοήθειας προς τη χώρα, η γερμανική εμπλοκή θα αγγίξει, έστω και υπό τη μορφή εγγυήσεων, πάνω από 40 δισ. ευρώ, ποσό μεγαλύτερο από το ετήσιο γερμανικό έλλειμμα. Μάλιστα η κ. Μέρκελ έχει ζητήσει από τον υπουργό Οικονομίας Φίλιπ Ρέσλερ, να αναζητήσει την επαφή με τη βιομηχανία, ώστε «να δουν τι μπορούν να κάνουν για την Ελλάδα», ο δε Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών έχει κινηθεί, ήδη, στην ίδια κατεύθυνση. Το γερμανικό επενδυτικό ενδιαφέρον εντοπίζεται κυρίως στους τομείς της Ενέργειας, των Ανανεώσιμων Πηγών και των Δικτύων, των Τεχνολογιών της Πληροφορικής και των Τηλεπικοινωνιών καθώς και στους τομείς του Τουρισμού και των Μεταφορών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δείχνουν οι Γερμανοί για το ελληνικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και την περαιτέρω εμπλοκή τους στον τομέα της ενέργειας. Η γερμανική RWE έχει ενδιαφέρον για συνεργασία με τη ΔΕΗ, η Fraport προσβλέπει στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», η Daimler-Benz στην ΕΛΒΟ και η TUI σκέφτεται να δραστηριοποιηθεί αυτόνομα στον χώρο των ξενοδοχείων.
Δεύτερον: Αναμένονται επιτηρητές των Βρυξελλών, οι οποίοι θα γίνουν οι «σκιές» των υπουργών της κυβερνήσεως Παπανδρέου.
Δηλαδή, πρόκειται για μια «Δύναμης Κρούσης» (Task Force for Greece) με επικεφαλής το Γερμανό Χορστ Ράιχενμπαχ (μέχρι πρότινος αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας για την Ανοικοδόμηση και την Ανάπτυξη), τον οποίο το «Βήμα» αποκαλεί αντιβασιλέα, κάνοντας προφανώς αναγωγή στο Βαυαρούς αντιβασιλείς επί Βασιλείας Όθωνος, οι οποίοι, αντ’ αυτού, κυβερνούσαν την Ελλάδα...
Ομιλούμε, συνεπώς, για τη «σκιώδη κυβέρνηση» των Βρυξελλών, η οποία (υποτίθεται ότι) θα παρέχει τεχνική βοήθεια προς την ελληνική κυβέρνηση και θα παρακολουθεί την απορρόφηση και αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Η αντίληψη η οποία επικρατεί στους πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους είναι ότι θα πρόκειται, επί της ουσίας, για ένα σώμα Ευρωπαίων επιτηρητών των υπουργών, άποψη την οποία δεν αποδέχεται η κυβέρνηση, σύμφωνα δε με την «Ελευθεροτυπία», η οποία επικαλείται κυβερνητικό παράγοντα «είναι (μεν) απώλεια κυριαρχίας, αλλά και ένας τρόπος για να καμφθούν ισχυρές αντιδράσεις ομάδων συμφερόντων που καθυστερούν τις μεταρρυθμίσεις».
Ωστόσο, πέραν της ουσίας της υποθέσεως (η αναγωγή στους, επί Όθωνος, Βαυαρούς αντιβασιλείς, που κάνει το «Βήμα» είναι σαφής) υπάρχει και το διαδικαστικό ζήτημα, καθώς το τοπίο είναι θολό ως προς τους τρόπους της συνεργασίας μεταξύ των Υπουργείων και των τοποτηρητών. Μάλιστα κορυφαίος Υπουργός είχε πει προ μηνών (όταν ετέθη για πρώτη φορά το θέμα) ότι δεν θα δεχθεί μπάστακες στο Υπουργείο του.
Η ουσία όλων αυτών είναι πως η χώρα βαδίζει στο άγνωστο, τα εργασιακά και τα άλλα δικαιώματα συνεχώς συμπιέζονται και ουδείς, παρά τα περί του αντιθέτου διακηρυσσόμενα, είναι σε θέση να πει με (κάποια έστω στοιχειώδη) βεβαιότητα πότε η «έρημη χώρα» θα εξέλθει (αν εξέλθει) από το βαθύ πηγάδι.