Στον Ελληνα συχνά αρέσει, καθισμένος μάλιστα σε δύο καρέκλες, να συζητάει για διάφορα θέματα οικογενειακά και επαγγελματικά, να κακογλωσσάει, να ζηλοτυπεί, να κουτσομπολεύει κ.λπ. αλλά και να μην αφήνει συζήτηση χωρίς ν΄ αναφερθεί και στα πολιτικά και πολλές φορές στα παγκόσμια ζητήματα, είτε βρίσκεται στο καφενείο, είτε στο ουζοπωλείο, είτε ακόμα όταν έχει καλεσμένους στο σπίτι, για να μην πω όπου βρίσκεται σε παρέα.
Και για το αληθές. Χθες εκεί που απολάμβανα το ποτό μου στο καφέ - στέκι μου ακούω έναν καθ΄ όλα σοβαρό κύριο ν΄ απευθύνεται στους ομογύρους του, που μεταξύ τσιγάρου και μέτριου καφέ τον παρακολουθούσαν ομιλούντα και να τους λέει: «Μωρέ κάνε μου εμένα κυβερνήτη, δώσμου τα γκέμια του κράτους και να δεις πως λύνονται όλα τα ζητήματα του κοσμάκη».
Θέλησε να συνεχίσει, αλλά τον διέκοψε ο λαχειοπώλης με το «Λαχεία κύριοι - τζακ ποτ στο Λαϊκό», τον οποίο ανάγκασε να φύγει με ένα αγριοκοίταγμά του και συνέχισε την κουβέντα του, που τη διέκοψε πάλι μια ζητιάνα με το «ελεήστε με τη φτωχή να πάρω λίγο ψωμάκι τα παιδιά μου». Την έριξε κι αυτή αγριεμένος μια ματιά και την εξαπέστειλε με «άντε στο καλό κυρά μου».
Σε λίγο όμως τον διέκοψε και το γκαρσόνι που είχε έρθει να μαζέψει τα ποτηροφλύτζανα από το τραπέζι. Εκεί δε που θύμωσε περισσότερο, που άναψαν τα αίματά του και βγήκε από τα ρούχα του, όπως λένε, ήταν όταν, μετά από λίγο, τη στιγμή δηλαδή που περίμενε ο «υποψήφιος μας κυβερνήτης» να δικαιωθεί από τους ομογύρους του και να αναγνωριστεί το πολιτικό του ταλέντο, διακόπηκε με την εισβολή στο καφενείο και το «πάρε κύριος» ενός πλασέ Κινέζου, φορτωμένου με διάφορα μικροπραγματάκια, από αυτούς που γέμισε τελευταία η αγορά μας και στον οποίο ξεθύμανε βρίζοντάς των τουρκιστί, με τη γνωστή μας λέξει. Αλλά τι να καταλάβει ο Κινέζος που όχι μόνο τουρκικά δεν ήξερε, αλλά ούτε και ελληνικά; Και απογοητευμένος πήρε το παλτό του και κλείνοντας με ορμή την πόρτα τράβηξε το δρόμο για το σπίτι του.