Αρκετός θόρυβος έγινε τελευταία για τις απολαβές των βουλευτών εντός και εκτός Βουλής. Η αφορμή δόθηκε από τις δηλώσεις δύο βουλευτών, ενός της Ν.Δ. και μιας του ΠΑΣΟΚ ότι «παραιτούνται» της χρήσης βουλευτικού αυτοκινήτου και των χρημάτων που δίνονται επιπλέον για τη συμμετοχή τους σε επιτροπές της Βουλής. Πολλοί ήταν εκείνοι που καταφέρθηκαν κατά των δύο βουλευτών οι οποίοι «τόλμησαν» να παρουσιάσουν ως υπερβολικό και υπερμέγεθες προνόμιο τις απολαβές των βουλευτών.
Αξίζει, λοιπόν, τον κόπο να αναρωτηθεί κάποιος ποιες είναι αυτές. Κατ’ αρχήν είναι υπερβολικός και υπερμεγέθης ο αριθμός τριακόσια (300) των βουλευτών. Αναλογικά με τον πληθυσμό είναι συντριπτικά μεγαλύτερος του αριθμού των Βουλευτών κάθε άλλης ευρωπαϊκής χώρας. Στη συνέχεια ας σημειωθεί ότι ο μηνιαίος μισθός του βουλευτή είναι περίπου 10.000 ευρώ μικτά. Απασχολεί ακόμη τρεις αποσπασμένους Δημόσιους Υπαλλήλους, έναν Επιστημονικό Σύμβουλο και έναν Αστυνομικό. Να μην κοστίζουν άραγε όλοι αυτοί καμιά δεκαπενταριά χιλιάδες ευρώ μικτά το μήνα;
Ύστερα έρχονται τα διάφορα εξτρά: Αμοιβή λόγω συμμετοχής στις διάφορες Επιτροπές της Βουλής, χρήση κρατικών αυτοκινήτων, ατέλειες στη χρήση τηλεφώνων, κινητών και σταθερών, FAX, τηλεγραφημάτων, ταχυδρομικών τελών, εισιτηρίων στα διάφορα συγκοινωνιακά μέσα, η προκλητική ασυλία, η εξοργιστική παραγραφή αδικημάτων κ.λπ.
Η υποκριτική και κουτοπόνηρη απάντηση σε όλα αυτά είναι ότι αν μειωθούν τα προνόμια αυτά δεν θα μπορούν να μπουν στη Βουλή τα παιδιά του λαού, αλλά μόνον τα πλουσιόπαιδα που έχουν λυμένα όλα τα βιοποριστικά τους προβλήματα και κάνουν πολιτική από χόμπι. Λες και δεν υπάρχουν τόσοι και τόσοι που κατακλύζουν τα έδρανα της Βουλής ανεπάγγελτοι, ανεκπαίδευτοι και ατάλαντοι, που μπαίνουν στη Βουλή φτωχοί και βγαίνουν ζάπλουτοι.
Αν όλα αυτά συνέβαιναν σε μια άλλη εποχή, ίσως να περνούσαν απαρατήρητα. Σήμερα, όμως, όταν η Ελλάδα έχει ήδη χρεοκοπήσει και ζητούνται από το λαό αιματηρές θυσίες, ακούγονται προκλητικά και εξοργιστικά. Σήμερα οι Έλληνες βιώνουν μια τραγωδία και, όπως κάθε τραγωδία, τελειώνει με τη νέμεση και την κάθαρση. Όταν επί δεκαετίες κυριαρχεί η κομματοκρατία, η κλεπτοκρατία, η πολιτική αυθάδεια πολλών και η ατιμωρησία, είναι επόμενο να λειτουργήσει η αυτοδικία. Η οποία εκδηλώνεται με διαφόρους τρόπους. Τα γιαουρτώματα, οι ξυλοδαρμοί και οι προπηλακισμοί των βουλευτών είναι μερικοί από αυτούς.
Είναι αλήθεια ότι δεν φτάνει κανείς εύκολα να εφαρμόσει το νόμο του Λιντς. Ωστόσο το εξαγριωμένο πλήθος ούτε συλλογίζεται, ούτε διαβουλεύεται. Σύμφωνα με τον Γουστάβ Λε Μπον ο όχλος δέχεται ή απορρίπτει τις ιδέες χονδρικά, χωρίς να ανέχεται ούτε συζήτηση ούτε αντιλογία. Σε κάθε περίπτωση η προσέγγιση της συμπεριφοράς του όχλου με αστυνομικούς όρους είναι δύσκολη. Η ανωνυμία μέσα στο πλήθος και η διάχυση της ατομικής ευθύνης ελευθερώνουν τα ένστικτα και μεταμορφώνουν το άτομο σ’ ένα εύπιστο και παρορμητικό πλάσμα, ικανό για κάθε ακρότητα.
Είναι, λοιπόν, χρέος των πολιτικών να καταλάβουν αυτό που έλεγε ο Ισοκράτης εδώ και τόσους αιώνες: Το της πόλεως ήθος ομοιούται τοις άρχουσι. Οφείλουν να αναθεωρήσουν τον αξιακό τους κώδικα, να δείξουν πρώτοι αυτοί ότι συμμετέχουν στην παλαική προσπάθεια να ξεπεραστεί η κρίση παραιτούμενοι από ένα μέρος των προνομίων τους, να δείξουν μεγαλοκαρδία και γενναιοδωρία. Δεν ταιριάζει στους ταγούς ενός λαού να φέρονται σαν συντεχνία. Οφείλουν να είναι «γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν είναι πτωχοί, παλ’ εις μικρόν γενναίοι, πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε», όπως μας θυμίζει ο Καβάφης.
Ο Γιάννης Μήτσιου είναι Φυσικός – Νομικός