«Μαύρος Ιούλης» είναι σίγουρα για τη μαρτυρική Κύπρο τούτος ο μήνας που διανύουμε. Είναι ο μήνας που συνδέεται με το τραγικότερο κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας της, την εισβολή και τη διχοτόμησή της, η οποία κρατάει μέχρι σήμερα το νησί διαιρεμένο και «πληγωμένο».
Τον ίδιο μήνα, χθες, η Κύπρος έζησε άλλη μια εθνική τραγωδία. Μικρότερης βέβαια εμβέλειας και τελείως άλλης μορφής, ωστόσο, μια «τραγωδία» είναι ένα αυτοτελές γεγονός και δεν προσμετράται συγκριτικά σε σχέση με μία άλλη. Η χθεσινή έκρηξη σε μονάδα, μετά από πυρκαγιά που προκάλεσε το θάνατο, αδιευκρίνιστου προς το παρόν αριθμού ανθρώπων και τον τραυματισμό 60 και πλέον, αποτελεί αναμφίβολα μία ακόμη «μαύρη» στιγμή για τη Μεγαλόνησο. Και, όπως μάθαμε από το ρεπορτάζ, στην ίδια αυτή μονάδα, μερικά χρόνια πριν, Ιούλιο μήνα πάλι, είχε καταπέσει το ελικόπτερο που επέβαινε ο διοικητής της μαζί με άλλους, με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο.
Το «πώς» και το «γιατί», τις παραλείψεις ή τα λάθη που έγιναν ώστε να προκύψει το χθεσινό τραγικό γεγονός, είναι άλλοι που θα τα εντοπίσουν (τουλάχιστον το ελπίζουμε) και θα αποδώσουν τις ανάλογες ευθύνες. Αν και βεβαίως όλα μπορεί να διορθωθούν και οι υπαίτιοι να τιμωρηθούν, αλλά οι ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν τόσο άδικα δεν πρόκειται πίσω να γυρίσουν.
Όμως, σε αυτό που θα ήθελα να σταθώ είναι ότι μερικές ώρες μετά το γεγονός, την παραίτησή τους δήλωσαν τόσο ο αρμόδιος υπουργός όσο και ο αρμόδιος ένστολος, οι οποίοι τυπικά φέρουν την πολιτική και στρατιωτική ευθύνη, εφόσον η μονάδα όπου συνέβη το γεγονός αποτελεί μέρος των αρμοδιοτήτων τους. Παραιτήσεις, που, για την ιστορία, έκανε αποδεκτές ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αν και τους ζήτησε - όπως η λογική επιτάσσει - να παραμείνουν στις θέσεις τους μέχρι να οριστούν οι αντικαταστάστες τους.
Με αφορμή αυτό το γεγονός, χρήσιμο θα ήταν να κάνουμε μια σύγκριση. Την έχουμε ξακανάνει βεβαίως κατά το παρελθόν με αφορμή τις παραιτήσεις πολιτικών προσώπων ανά τον κόσμο για διάφορα ζητήματα. Όμως στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για ένα «αδελφό», κατά κυριολεξία κράτος και για ανθρώπους με τους οποίους έχουμε πολλά κοινά όσον αφορά τον χαρακτήρα, τη νοοτροπία και γενικά τη «ρίζα» καταγωγής και ύπαρξης. Που σημαίνει ότι η σύγκριση αποκτά βαρύνουσα σημασία επειδή υπάρχουν (θεωρητικά τουλάχιστον, γιατί πρακτικά τα πράγματα δεν είναι έτσι) κοινά χαρακτηριστικά. Προσπαθώ λοιπόν να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που Έλληνας πολιτικός δήλωσε ότι «παραιτείται» του αξιώματός του, αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη που του αναλογεί για ζητήματα που εξ ορισμού ανήκαν στην αρμοδιότητά του. Ομολογώ ότι δεν μπορώ να θυμηθώ. Ή τουλάχιστον μπορώ να θυμηθώ κάτι περιπτώσεις λεονταρισμών του στιλ «αν χρειαστεί θα παραιτηθώ», που ποτέ δεν υλοποιήθηκαν ή, κάτι άλλες περιπτώσεις στις οποίες παραιτήσεις που υποβλήθηκαν δεν έγιναν αποδεκτές. Δίνοντας εντέλει την αίσθηση ότι όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα κακοστημένο «σκετς». Και αν, εν πάση περιπτώσει, μου διαφεύγει και κάποια περίπτωση «γνήσιας» παραίτησης, εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι πρόκειται για σπάνια έως ανύπαρκτο φαινόμενο στην Ελλάδα. Ο κόσμος να χαλάσει, η γη ολόκληρη να σειστεί, δεν ξεκουνιούνται από τις καρέκλες τους, μακάρι που να τους τραβάνε με βίντσι. Η πολιτική ευθιξία (κι άλλωστε αυτό μετά το Μνημόνιο έχουμε την ευκαιρία σε όλο το... μεγαλείο του να το διαπιστώσουμε), βρίσκεται σε μηδενικό σχεδόν επίπεδο σε αντίθεση με την προσκόληση στην εξουσία, η οποία «ζει και βασιλεύει». Γίνονται πράγματα και θάματα και οι πολίτες απορημένοι αναρωτιόμαστε «πώς» δεν βρίσκεται κανείς να αναλάβει την πολιτική ευθύνη. Πώς σφυρίζουν όλοι αδιάφορα καλυμμένοι πίσω από μεγαλοστομίες κωμικοτραγικού περιεχομένου.
Πάω στοίχημα ότι και η Ελλάδα ολόκληρη θα ανατιναζόταν, ένας, μα ένας δεν θα βρισκόταν να πει «αναλαμβάνω την ευθύνη». Όλοι θα έψαχναν τρόπους να τη ρίξουν την ευθύνη σε κάποιον άλλο. Σίγουρα πράγματα. Και όχι μόνο τον... Ιούλιο! Όλους τους μήνες του χρόνου, βεβαίως - βεβαίως.