Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης:
«Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί
πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας
να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες»
Τότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας, διά τις μέσα πληγές όπου δέχομαι διά τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν δύο επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη». Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω: Αδελφοί, με αδικείτε. Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιον αγαθόν πολύτιμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Μα και να το ΄χα, δεν το ‘δινα κανενός. Κι αν πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο». Έφυγαν αυτοί. Κι έκατσα σε μίαν πέτραν μόνος και έκλαιγα. Μισός άνθρωπος καταστάθηκα από το ντουφέκι του Τούρκου, τσακίστηκα εις τις περιστάσεις του αγώνα και κυνηγιέμαι και σήμερον. Κυνηγιώνται και άλλοι αγωνιστές πολύ καλύτεροί μου, διότι εγώ είμαι ο τελευταίος και ο χειρότερος. Και οι πιο καλύτεροι όλων αφανίστηκαν. Αυτοί που θυσίασαν αρετή και πατριωτισμόν, για να ειπωθεί ελεύθερη η Ελλάδα κι’ εχάθηκαν φαμελιές ολωσδιόλου, είπαν να ζητήσουν ένα αποδειχτικόν που να λέγει ότι έτρεξαν κι αυτοί εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος και Τούρκο δεν άφηκαν αντουφέκιγο. Πήγε να ΄νεργήσει η κυβέρνηση και βγήκαν κάτι τσασίτες και σπιγούνοι, που δουλεύουν μίσος και ιδιοτέλεια, και είπαν «όχι». Και είπαν και βρισιές παλιές διά τους αγωνιστές. Για να μην πάρουν το αποδειχτικόν, ένα χαρτί που δεν κάνει τίποτες γρόσια. Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, διά την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα. Θεέ, συχώρεσε τους παντίδους, που θέλουν να μας πάρουν τον αγέρα που αναπνέομεν και την τιμήν που με ντουφέκι και γιαταγάνι πήραμε. Εμείς το χρέος, το κατά δύναμιν, επράξαμεν. Και αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν. Και την Πατρίδα δεν την θέλουν Μητέρα κοινή. Αμορόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν. Γι’ αυτό περνούν και ρεθίζουν τον κόσμο με τέχνες και καμώματα. Και καζαντίσαν αυτοί πουγγιά και αγαθά και αφήκαν τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά εις την άκρην. Αυτοί είναι οι ανθρώπινοι λύκοι που φέραν δυστυχήματα και κίντυνον εις τον τόπον. Ας όψονται. Τότε που η Τουρκιά εκατέβαινε από τα ντερβένια και ολίγοι έτρεχαν με ολίγα ντουφέκια, με τριχές δεμένα, να πολεμήσουν, θέλοντας λευτεριάν ή θάνατον, οι φρόνιμοι ασφάλιζαν τις φαμελιές τους εις τα νησιά κι αυτοί τρέχαν εις ρεματιές και βουνά, μη βλέποντας ποτέ Τούρκου πρόσωπον. Κι όταν ακούγαν τα ντισμπάρκα των Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν δικήν τους την Πατρίδα και κυνηγούν τους αγωνιστές. Εγίναμε θηρία που θέλουν κριγιάτα (κρέατα) ανθρωπινά να χορτάσουν. Και χωρίζουν τον κόσμον σε πατριώτες και αντιπατριώτες. Αυτοί γίναν οι σημαντικοί της Πατρίδος και οι άλλοι να χαθούν. Δεν ξηγιώνται γλυκότερα να φυλάξωμεν Πατρίδα και να δούμε λευτερίαν πραγματικήν. Ρωμαίγικον δεν φτιάχνεται χωρίς άλλοι να θυσιάσουν αρετήν και πατριωτισμόν. Και χωρίς να πάψει η μέσα, η δική μας τυραγνία. Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον. Και εκάθησα και έκλαιγα διά τα νέα παθήματα. Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον. Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα: «Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθήστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ότι πολυτίμητον τζιβαρικόν έχομεν. Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. Μην αφήσετε, Αγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας». Ένας δικός μου αγωνιστής μου έφερε και μου διάβασεν ένα παλαιόν χαρτί, που έγραψεν ο κοντομερίτης μου Άγιος παπάς, ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Τον εκρέμασαν εις ένα δέντρον Τούρκοι και Εβραίοι, διότι έτρεχεν ο ευλογημένος παντού και εδίδασκεν Ελλάδα, Ορθοδοξία και Γράμματα. Έγραφεν ο μακάριος εκείνος ότι: «Ένας άνθρωπος να με υβρίσει, να φονεύσει τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, τον αδελφό μου και ύστερα το μάτι να μου βγάλει, έχω χρέος σαν Χριστιανός να τον συγχωρήσω.
Το να υβρίσει τον Χριστόν μου και την Παναγία μου, δεν θέλω να τον βλέπω». Αυτό το συγκεκριμένο απόσπασμα του Αγωνιστή Στρατηγού, πάντοτε είναι επίκαιρο. Πέραν από τις διδαχές και τις σοφιστείες του για το μεγάλο αγώνα της απελευθέρωσης του Έθνους, πέραν της Πατριωφροσύνης του και της Ορθόδοξης πίστης του, ο Μακρυγιάννης αποδείχτηκε πώς ήταν και σώφρονας πολιτικός. Αφοσιωτικά προσηλωμένος στα «Ιερά και Όσια» της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Κάτι που οι νεοέλληνες πολιτικοί, όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπόρεσαν στο ελάχιστο δυστυχώς! Να τον μιμηθούν ...
Και ν’ αντλήσουν από τις νουθεσίες του αλλά και από τα πολιτικά του βιώματα (αυτοθυσίας και ηρωισμού), νέες δυνάμεις ώστε να ανανήψει και να λυτρωθεί η Πατρίδα, που σήμερα παραπαίει σ’ όλα σχεδόν τα επίπεδα: της πολιτικής, κοινωνικής, εθνικής και οικονομικής της ζωής. Και το ερώτημα, που τίθεται: Άραγε, τούτες οι διαχρονικές παρεμβάσεις του μεγάλου αυτού Έλληνα! ανδρός (όπως και πολλών άλλων παλικαριών του χθές ...). Θα μπορέσουν – έστω και την ύστατη ώρα... - να ξυπνήσουν τις συνειδήσεις των σημερινών Ελλήνων, κυρίως των πολιτικών ταγών;
Η άποψή μας είναι ξεκάθαρη. Ότι, η Ελλάδα δεν κινδυνεύει από τους ξένους. Αλλά, από τους ίδιους τους Έλληνες πατριώτες της!...
Αφιέρωμα, στην εξέχουσα πολιτική
προσωπικότητα ενός μεγάλου ανδρός!
της Ελλάδας.