ΕΙΝΑΙ δεδομένο ότι στη βάση όλων, βρίσκεται η κρίση της πολιτικής, η οποία τροφοδοτεί και τις άλλες: οικονομική, κρίση των θεσμών, κοινωνική και πολιτισμική, κρίση ακόμη της δημοκρατίας.
Η κρίση της πολιτικής διατρέχει όλη την ελληνική κοινωνία, χωρίζοντας κόμματα, κοινωνικές ομάδες και απλούς πολίτες σε δύο –ας μου επιτραπεί- «στρατόπεδα» που διακρίνονται από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα πράγματα:
- Από τη μια οι θιασώτες της πολιτικής προσέγγισης, υπερασπίζονται βεβαίως την άποψη ότι όλα είναι θέμα πολιτικής, εν ολίγοις ότι μπορεί να έχεις χρέη και ελλείμματα, αν αυτό πιστεύεις ότι επιτάσσει το συμφέρον της κοινωνίας.
- Από την άλλη οι υπερασπιστές της οικονομικής και πιο ορθολογιστικής θέσης, αντικρούουν: δεν μπορεί να ζεις με δανεικά, ακόμη κι αν αυτά διοχετεύονται σε εκείνους που πραγματικά τα έχουν ανάγκη.
* * *
ΣΤΗΝ Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, η εποχή της προσέγγισης των πραγμάτων με πολιτικούς και μόνο όρους, άρχισε να υποχωρεί τη δεκαετία του ΄80.
Τελευταίος Έλληνας πολιτικός αυτής της «σχολής» ο Ανδρέας Παπανδρέου. Εφαρμοστής μιας ουσιαστικής –τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της πρωθυπουργίας του- πολιτικής υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικά εισοδημάτων. Ταυτόχρονα όμως και …άνετος δανειολήπτης, γεγονός που σήμαινε ότι η διοχέτευση πόρων προς τους «μη έχοντες», δεν έγινε αποκλειστικά και μόνο μέσω μιας ουσιαστικής αναδιανομής πόρων (από τους πλουσιότερους προς τους φτωχότερους). Ως προς τούτο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί και «σοσιαλιστική». Απλά, η ρητορεία κάλυψε σε σημαντικό βαθμό, την αστοχία του εγχειρήματος, πετυχαίνοντας όμως το επιδιωκόμενο: ο κόσμος να βλέπει και να νιώθει στην τσέπη του τις εισροές από τις κοινοτικές επιδοτήσεις και τις πάσης φύσεως αυξήσεις μισθών και επιδομάτων, αδυνατώντας όμως να αντιληφθεί ή μη θέλοντας να δει τις θεαματικές –αλλά επικίνδυνες, όπως αποδείχτηκε- επιδόσεις στο δημόσιο χρέος.
Βεβαίως, πέρα από την αποπροσανατολιστική ρητορική, υπάρχει μια ακόμη «πληγή», η οποία σιγά-σιγά μετατράπηκε σε γάγγραινα, του όλου εγχειρήματος: η έκρηξη της διαφθοράς και του πελατειακού συστήματος. Δύο παράγοντες που δημιούργησαν ένα τέρας, αδηφάγο και σπάταλο, το οποίο συνεχίζει να κατατρώει πόρους χωρίς να δίνει λογαριασμό…
* * *
ΣΗΜΕΡΑ, ενώ η πολιτική ζωή δεν υστερεί σε υπερασπιστές της «πολιτικής σχολής», εντούτοις βρίθει αποφάσεων που φέρουν σφραγίδα της «στενής» οικονομικής έως οικονομίστικης προσέγγισης. Με αποκορύφωμα τα μέτρα του Μεσοπροθέσμου, θα έλεγε κανείς ότι οι πολιτικοί κυβερνώντες δεν σκέφτονται και φυσικά δεν δρουν πολιτικά. Απλά υπολογίζουν, κρατώντας κομπιουτεράκια.
Στο όνομα της τιθάσευσης των δεικτών του ελλείμματος και του χρέους, ουσιαστικά συμπεριφέρονται ως απλοί μπακάληδες: τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξυδο. Η όποια φαντασία τους στην πολιτική εξαντλείται στο πώς θα μαζέψουν φόρους, η περιβαλλοντική διάσταση υπηρετεί μόνο εισπρακτικούς κανόνες, η καθημερινή τους πράξη κινείται στο από πού θα κόψουμε και ποιους θα φορολογήσουμε.
Αδίστακτοι αλλά και κυνικοί, μπορούν εύκολα να σε βιάζουν οικονομικά και ταυτόχρονα να σου ζητούν συγγνώμη. Κι όλο αυτό το ονομάζουν «σταθεροποίηση» και «εξορθολογισμό του συστήματος», μόνο που, επειδή ακριβώς όλα αυτά συνθέτουν μια μονοδιάσταστη πολιτική πρακτική, τελικά αποτυγχάνουν. Και τότε, ως ξεροκέφαλα όντα, επιμένουν να …τιμωρήσουν τους αριθμούς γιατί δεν συμφωνούν μαζί τους! Κυβερνήτες που τους τρομάζουν τα «σπρεντς» και οι αξιολογήσεις των διάφορων οίκων, αδιαφορούν όμως για τις στρατιές των ανέργων και τις αξιολογήσεις των πολιτών.
* * *
ΑΠΟ τη μια λοιπόν έχουμε και σήμερα, πολιτικούς λαοπλάνους, υποσχεσιολόγους, που δεν διστάζουν –τουλάχιστον να δηλώνουν- ότι θα χτυπήσουν το χέρι στο τραπέζι, ή να καλούν σε αμφιβόλου αποτελεσματικότητας πολιτικές συμπεριφορές (όπως π.χ. να απειλήσουμε τους Ευρωπαίους με …τη χρεοκοπία μας) και από την άλλη πολιτικούς-οικονομολόγους, «τσιράκια» ενός συστήματος το οποίο νοιάζεται μόνο για τα κέρδη και συμφέροντα των «κυρίων μετόχων», βλέπει μόνο αριθμούς και δείκτες και με δουλικότητα σπεύδει να υιοθετήσει και εφαρμόσει τις προσταγές των εντολέων τους.
Κάποιοι είναι βέβαιο ότι αναπολούν τους πρώτους καθώς δυστυχούν με τους έσχατους. Κάποιοι άλλοι, που βλέπουν μισογεμάτο το ποτήρι, πιστεύουν ότι τώρα «επιτέλους γινόμαστε κράτος», και δεν πειράζει, ας υπάρξει και ένα εκατομμύριο ανέργων.
* * *
…ΚΑΙ ο Έλληνας ταλαντεύεται: είχε μάθει να πηγαίνει διακοπές, ακόμη κι όταν τα οικονομικά του δεν του το επέτρεπαν. Με μια «πολιτική» απόφαση της στιγμής, έπαιρνε ένα δάνειο, το διασκέδαζε και μετά …έχει ο Θεός. Τώρα καλείται να πληρώσει ακόμη και για πράγματα για τα οποία –ατομικά τουλάχιστον- δεν ευθύνεται. Και εξεγείρεται.
Από την άλλη η ζωή δεν είναι μόνο μαθηματικά και υπολογισμοί. Έχει και την τρέλα της. Δεν μπορεί να δρας επιδιώκοντας πάση θυσία οι προϋπολογισμοί σου να έχουν πλεόνασμα, αδιαφορώντας για την κοινωνία. Διότι, εκτός του οικονομικού οφέλους, υπάρχει και το αγαθό της κοινωνικής δικαιοσύνης, απαράβατος όρος ομαλής λειτουργίας μιας κοινωνίας.
Αν λοιπόν το δίλημμα είναι να επιλέξουμε μεταξύ αποφάσεων που λαμβάνουν πολιτικοί και εκείνων που παίρνουν «λογιστές», δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει και κάτι άλλο: έχοντας ζήσει και την πρώτη σχολή και –τώρα- και τη δεύτερη, οφείλουμε να ομολογήσουμε ένα κοινό τους σημείο.
Τις συνέπειες, άμεσες ή ετεροχρονισμένες, πρόσκαιρες ή διαρκείς, τελικά τις πληρώνουν οι ίδιοι…
Μήπως λοιπόν οφείλουμε να ασχοληθούμε περισσότερο με το περιεχόμενο της πολιτικής, αντί να εκχωρούμε λευκές επιταγές, μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια; Διότι πλέον αποδείχτηκε και η ανικανότητα του πολιτικών και η αναλγησία εκείνων που σκέφτονται και δρουν με οικονομικούς και μόνο όρους.
Και δεν αρκεί πλέον η «καταδίκη» τους με μούντζες.