Αγαπητή Ελευθερία,
Ένας αγρότης κάποτε πουλούσε κουταβάκια. Έφτιαξε μια πινακίδα και όπως έβαζε το τελευταίο καρφί αισθάνθηκε κάποιον να του τραβά το μανίκι. Γύρισε και είδε ένα μικρό αγόρι. «Κύριε θέλω να αγοράσω ένα κουταβάκι» είπε το αγόρι. Ο αγρότης σκέφτηκε λίγο και απάντησε. Ξέρεις αυτά τα κουταβάκια είναι από πολύ σπουδαίους γονείς και στοιχίζουν πολλά χρήματα. Το αγόρι χαμήλωσε το κεφάλι για ένα λεπτό. Μετά, έβγαλε από την τσέπη του μερικά κέρματα τα έδωσε στον αγρότη και ρώτησε. Έχω αυτά τα χρήματα. Φτάνουν για να πάρω το κουταβάκι;
Ο αγρότης δεν μίλησε. Ξαφνικά το αγόρι είδε μια γούνινη μπαλίτσα να έρχεται προς το μέρος τους, ακολουθώντας με μεγάλη δυσκολία τα άλλα κουταβάκια που ήταν πιο μπροστά απ’ αυτό. Σέρνονταν και αγωνίζονταν για να τα φτάσει. Αυτό θέλω είπε το αγόρι. Μα δεν μπορεί να το πάρεις αυτό, είπε ο αγρότης. Δεν θα μπορεί ποτέ να τρέξει και να παίξει όπως τα άλλα κουταβάκια, δεν το βλέπεις. Το αγόρι έσκυψε και σήκωσε το μπατζάκι του παντελονιού του αποκαλύπτοντας δύο ατσάλινες λάμες να συγκρατούν το πόδι του, και να καταλήγουν σ’ ένα ειδικό παπούτσι. Βλέπετε κύριε, ούτε κι εγώ μπορώ να τρέξω καλά. Και θα χρειαστεί στη ζωή του κάποιον να το καταλαβαίνει. Ο αγρότης τότε με δάκρυα στα μάτια έσκυψε πήρε το κουτάβι και το απόθεσε στην αγκαλιά του αγοριού. Πόσο κάνει ρώτησε ο μικρός; Τίποτα δεν κάνει είπε ο αγρότης, ευχαριστώ πολύ είπε ο μικρός.
Νικόλαος Σισκόπουλος, μέλος Α’ ΚΑΠΗ