Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Σε ένα περιβάλλον οικονομικής και κοινωνικής κρίσεως, ρευστότητας και αβεβαιότητας, στην Ελλάδα και διεθνώς, οι Έλληνες πολίτες προσέρχονται σήμερα στις κάλπες, προκειμένου, όπως ελπίζεται, με νηφαλιότητα (αλλά και με οργή για όσους ευθύνονται για τη σημερινή κατρακύλα του τόπου) να επιλέξουν όχι μόνο αυτούς θα τους κυβερνήσουν, αλλά και την κατεύθυνση προς την οποία θέλουν να πορευτούν στα επόμενα χρόνια, τα οποία, κατά κοινή ομολογία, θα είναι εξίσου δύσκολα, αν όχι δυσκολότερα, με αυτά που πέρασαν.
Το πολιτικό τοπίο παραμένει το ίδιο θολό, όσο ήταν και πριν την προκήρυξη των εκλογών, καθώς το εκλογικό σώμα (σύμφωνα με τις μυστικές μετρήσεις που είχαν στη διάθεσή τους τα κομματικά επιτελεία) εξακολουθούσε, μέχρι την τελευταία στιγμή, να είναι δύσπιστο και αναποφάσιστο, σε ένα πολύ μεγάλο τμήμα του, με αποτέλεσμα να είναι απολύτως δυσχερής η οποιαδήποτε ασφαλής πρόβλεψη για το σημερινό αποτέλεσμα.
Οι περισσότεροι αναλυτές, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, εκτιμούσαν, μέχρι την τελευταία στιγμή, ότι αν οι εκλογές του 2007 είχαν χαρακτηριστεί ως «οι εκλογές του καναπέ» και οι εκλογές του 2009 ως «οι εκλογές του «λεφτά υπάρχουν»», οι σημερινές βουλευτικές εκλογές ίσως να αποδειχθούν (υπό σοβαρές προϋποθέσεις) ως αυτές που θα οδηγήσουν στο τέλος του δικομματισμού, τουλάχιστον όπως τον γνωρίσαμε τα τελευταία 38 χρόνια και αυτό με τη σειρά του πιθανόν να οδηγήσει ακόμη και σε ριζική αναδιάταξη του υπάρχοντος ελλαδικού πολιτικού σκηνικού, το οποίο, όπως παραδέχονται ακόμη και οι βασικότεροι εκφραστές του έχει χρεοκοπήσει, αφού πρώτα επέφερε τη χρεοκοπία της Ελλάδος και της κοινωνίας της, σκηνικό στο οποίο πιθανώς θα προστεθεί, με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και η ναζιστική «Χρυσή Αυγή».
Ο ΠΑΝΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΥ
Οι δύο θεωρούμενοι ως βασικότεροι διεκδικητές της πρωθυπουργίας, δηλαδή ο έχων, ούτως ή άλλως, προβάδισμα (σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις) Αντώνης Σαμαράς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος (που παρέλαβε από τον Γιώργο Παπανδρέου ένα «διαλυμένο μαγαζί») αν κρίνει κανείς από τη σφοδρότητα των επιθέσεων που εξαπέλυαν ο εις κατά του άλλου, αλλά κυρίως ο μεν προς τα δεξιά του, ο δε προς τα Αριστερά του, πιστοποιούσαν τη σοβαρή αδυναμία τους, αφενός να συσπειρώσουν τις κομματικές τους βάσεις και να ανακόψουν τις διαρροές τους προς άλλους (όχι κατ’ ανάγκη όμορούς τους) χώρους, αφετέρου δε να πείσουν τους αναποφάσιστους ότι αυτοί που, ως κομματικοί σχηματισμοί, φέρουν το μέγιστο μερίδιο ευθύνης για το σημερινό κατάντημα της χώρας, θα είναι και πάλι αυτοί που θα οδηγήσουν τον τόπο σε ένα φωτεινό ξέφωτο.
Οι δε βίαιες επιθέσεις τους (με λαϊκισμούς, απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς και εκτός λογικής επιχειρήματα) κατά του ΣΥΡΙΖΑ (ο οποίος, για πρώτη φορά στην νεότερη ελληνική ιστορία, με την προγραμματική του θέση για σχηματισμό «κυβέρνησης της Αριστεράς» αποδείκνυε ότι η Αριστερά έχει πρόταση εξουσίας και δεν αποτελεί μόνο χώρο υποδοχής της οργής και της διαμαρτυρίας των πολιτών) δείχνουν, αν μη τι άλλο, την αμηχανία και κατά πολλούς τον πανικό, που ενυπάρχει στην εγχώρια και την ευρωπαϊκή ελίτ, που βλέπουν να βουλιάζουν οι εκλεκτοί τους, υποστηρικτές των αδιέξοδων μνημονιακών επιλογών.
ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΠΙΕΣΕΙΣ
Γιατί, αν οι σημερινές κάλπες στην Ελλάδα οδηγήσουν (αν και κάτι τέτοιο μοιάζει πολύ δύσκολο, κυρίως λόγω της επίμονης αρνήσεως του ΚΚΕ και της ΔΗΜΑΡ στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ) σε μια τέτοια πολιτική εκδοχή, δηλαδή σε μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», σε συσχετισμό με τα όσα τεκταίνονται στην Εσπερία (ιδιαίτερα στη Γαλλία, την Ιβηρική Χερσόνησο, την Ολλανδία και τη Ρουμανία) ίσως (και υπό σοβαρές προϋποθέσεις, διόλου ευκαταφρόνητες και ούτε εύκολες, αφού ομιλούμε για καπιταλιστικές κοινωνίες) να αλλάξουν δεδομένα, ισορροπίες και συσχετισμούς στον ευρωπαϊκό χάρτη.
Βεβαίως, ούτε η διαφαινόμενη επικράτηση του Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία, συνιστά «επανάσταση», ούτε η οργή των ευρωπαϊκών κοινωνιών, μπορεί να ανατρέψουν με μιάς την υφιστάμενη κατάσταση, αλλά αν αλλάξουν τα δεδομένα στην Ελλάδα (που είναι το «πειραματόζωο του νεοφιλελευθερισμού») αν η ελληνική και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες εξέλθουν από το λήθαργο στον οποίο έχουν περιαχθεί, τότε υπάρχει μια κάποια (έστω και νεφελώδης) ελπίδα να ανακοπεί η συνεχιζόμενη κατρακύλα της γηραιάς ηπείρου στην ύφεση και τον Καιάδα της λιτότητας.
Δεν είναι τυχαίο ότι πέραν των εκβιασμών και των απειλών τους (έστω και καλυμμένα) «εταίροι» και δανειστές παρακολουθούσαν όλο το προηγούμενο διάστημα με αμηχανία και ανησυχία τις ελλαδικές πολιτικές εξελίξεις, τονίζοντας πως είναι «εθνική αναγκαιότητα» η δημιουργία κυβερνήσεως όσο το δυνατόν πιο ευρείας συναινέσεως και κατά την προτίμησή τους από την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, τα οποία έχουν συνυπογράψει και δεσμευτεί στη συνέχιση της αδιέξοδης για τις κοινωνίες (αλλά όχι για τις επιχειρηματικές και οικονομικές ελίτ) βάρβαρης μνημονιακής πολιτικής.
ΚΑΤΑΡΡΕΕΙ Ο ΔΙΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΣ;
Με βάση τα δεδομένα των τελευταίων 48 ωρών, η υπέρβαση του ψυχολογικού ορίου του 50%, αθροιστικά από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, φαινόταν αμφίβολη, ουδείς δεν γνωρίζει πως θα κινηθούν τελικώς οι αναποφάσιστοι, αν δηλαδή θα επιλέξουν να ξεφύγουν από αυτό το οποίο παραδοσιακά ψήφιζαν ή αν θα κάνουν άλλες επιλογές.
Ωστόσο, από τις δημόσιες τοποθετήσεις των πολιτικών αρχηγών δεν φαίνεται να προκύπτει δυνατότητα σχηματισμού κυβερνήσεως συνεργασίας, αν και είναι βέβαιο ότι δανειστές και εταίροι θα ασκήσουν αφόρητες πιέσεις ώστε να εξασφαλιστεί η, κατ’ αυτούς, «πολιτική σταθερότητα», προκειμένου να εφαρμοστεί απρόσκοπτα το Μνημόνιο και φυσικά να περάσουν τον Ιούνιο μέτρα περί τα 12 δισ. ευρώ για τα έτη 2013-2014.
Καθοριστικό λόγο και ρόλο θα έχει αύριο, ο αρχηγός της ΝΔ Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος, με βάση τα γνωστά δεδομένα, θα λάβει πρώτος τη διερευνητική εντολή από τον Πρόεδρο Παπούλια.
Ο Αντώνης Σαμαράς σε όλη την προεκλογική περίοδο επέμεινε στη διεκδίκηση αυτοδυναμίας και απέρριπτε το ενδεχόμενο να συγκυβερνήσει «με το χθες», δηλαδή με το ΠΑΣΟΚ, προσπαθώντας δε να ανακόψει διαρροές προς τα δεξιά του, κινήθηκε με σκληρή (αλα Σαρκοζί) δεξιά ατζέντα, πλην, όμως, την κρίσιμη στιγμή και υπό το φόβο της «αστάθειας» (;) θα μετρήσουν πολλά στην τελική του απόφαση, κυρίως δε οι έσωθεν και έξωθεν πιέσεις και φυσικά οι εσωκομματικοί και κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί.
Ορισμένοι ισχυρίζονται πως αν η ΝΔ στο ποσοστό που θα συγκεντρώσει δεν γράφει μπροστά 3, τότε δεν αποκλείεται ο Α. Σαμαράς να βρεθεί αντιμέτωπος ακόμη και με εσωκομματική αμφισβήτηση.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος εμφανιζόταν ανοιχτός σε συνεργασίες, αλλά δεν αποσαφήνισε οριστικά αν θα αποδεχθεί ως πρωθυπουργό τον αρχηγό της ΝΔ, γνωρίζει δε πως αν συμβεί κάτι τέτοιο, πιθανότατα θα έχει εσωκομματικό πρόβλημα, κάτι που θα συμβεί, ούτως ή άλλως αν στο τελικό ποσοστό του ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχει μπροστά το 2.
Πολλοί λένε πως θα εξήρχετο από τη δυσχερή θέση αν αντιπρότεινε για πρωθυπουργό άλλο πρόσωπο από το χώρο της Κεντροδεξιάς, όπως για παράδειγμα τον αντιπρόεδρο της ΝΔ Σταύρο Δήμα, ενώ, με βάση προεκλογικές του αποστροφές, φαίνεται να έχει αποκλείσει από τη λίστα των υποψήφιων πρωθυπουργών τον Λουκά Παπαδήμο.
Ενδιαφέρον θα έχει η στάση του τρίτου κόμματος, εφόσον φτάσει ως εκεί η διερευνητική εντολή, καθώς το ΚΚΕ έχει δεσμευθεί ότι θα την επιστρέψει, ο δε επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας έχει εξαγγείλει προσπάθεια κυβερνητικής συνεργασίας με τα κόμματα της Αριστεράς, τα οποία, όμως, έχουν, ήδη, απορρίψει την πρό(σ)κληση.
Ο ΛΑΟΣ και η «Δημοκρατική Συμμαχία», αν εισέλθουν στη Βουλή, είναι βέβαιο ότι θα συζητήσουν το ενδεχόμενο συμμετοχής τους σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, υπό προϋποθέσεις, ο δε Φώτης Κουβέλης έχει δηλώσει ότι απορρίπτει το ενδεχόμενο συμμετοχής του σε συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ.
ΣΕΝΑΡΙΑ ΚΑΙ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ
Τα σενάρια που υπάρχουν για την 7η Μαΐου, με δεδομένο ότι ουδείς μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια το τι θα βγει από την κάλπη είναι περίπου τα εξής:
α.- Ο σχηματισμός αυτοδύναμης κυβερνήσεως, κάτι όμως, το οποίο ακόμη και αν καταστεί δυνατόν θα έχει οριακή κοινοβουλευτική πλειονοψηφία.
β.- Η δημιουργία κυβερνήσεως της ΝΔ, με ψήφο ανοχής από το ΠΑΣΟΚ, αλλά αυτό το σενάριο μπορεί να υλοποιηθεί αν το ποσοστό της ΝΔ είναι αρκετά ψηλό και η διαφορά της από το ΠΑΣΟΚ μεγάλη, αλλά όχι ικανή να οδηγήσει σε αυτοδυναμία. Όμως, στην περίπτωση αυτή δεν αποκλείονται (εφόσον «επιτραπεί» από τους δανειστές) νέες εκλογές εντός διμήνου.
γ.- Ο σχηματισμός κυβερνήσεως με κορμό τη ΝΔ και συμμετοχή ή στήριξή της από κόμματα, όπως ο ΛΑΟΣ, οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες», η «Δημοκρατική Συμμαχία», αν και με βάση την προεκλογική ρητορική του Πάνου Καμμένου αυτή η εκδοχή μοιάζει απίθανη και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα την θελήσει ο Αντώνης Σαμαράς.
δ.- Μια συγκυβέρνηση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, όχι με τον Λουκά Παπαδήμο ως πρωθυπουργό, ίσως, όμως, με το Σταύρο Δήμα ή ακόμη και με τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, όπως έχει δηλώσει ο Γιώργος Καρατζαφέρης.
ε.- Ο σχηματισμός κυβερνήσεως ευρύτερης συνεργασίας, με βασικούς πυλώνες τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, αλλά και άλλα κόμματα, όπως η ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη, ο οποίος προεκλογικά εμφανιζόταν αρνητικός.
στ.- Ο σχηματισμός κυβερνήσεως τεχνοκρατών, όπως στην Ιταλία, αν και μια τέτοια εξέλιξη θα καταδείξει την, πέραν πάσης αμφιβολίας, απαξίωση και ανικανότητα του πολιτικού συστήματος και
ζ.- Μια «Κυβέρνηση της Αριστεράς», όπως θέλει να ευελπιστεί ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά κι αυτή η εκδοχή μοιάζει δύσκολη, με δεδομένο τον αρνητισμό του ΚΚΕ και του Φώτη Κουβέλη, ενώ θα πρέπει να συμβούν «πράματα και θάματα» στη Βουλή ώστε να καταστεί δυνατή η υπερψήφισή της, ενώ η βιωσιμότητά της θα είναι απολύτως αμφίβολη.
ΕΡΧΕΤΑΙ ΘΥΕΛΛΑ
Ωστόσο, υπάρχει μια βεβαιότητα.
Στην Αθήνα πρέπει να υπάρξει κυβέρνηση (είτε αυτοδύναμη, είτε συνεργατική, είτε υπηρεσιακή) αφού το Μνημόνιο προβλέπει διαπραγματεύσεις με την Τρόικα για τα νέα μέτρα, που θα πρέπει να επικυρωθούν από τη Βουλή ως τον Ιούνιο, η δε χώρα θα πρέπει να εκπροσωπηθεί στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ τον ίδιο μήνα, όπου θα συζητηθεί η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, να προχωρήσει η ανακεφαλαιοποίηση και οι συγχωνεύσεις των τραπεζών, που έχουν, ήδη, καθυστερήσει και φυσικά να εκπροσωπηθεί στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, όπου θα συζητηθεί η ένταξη της ΠΓΔΜ στη Συμμαχία, με τη συνταγματική της ονομασία.
Τα πάντα τελούν υπό την αίρεση του αποψινού αποτελέσματος και της εκβάσεως των διερευνητικών εντολών που θα ακολουθήσουν.
Άλλωστε, παραμένει ανοιχτό (αν και οι έξωθεν πιέσεις θα είναι αφόρητες) το ενδεχόμενο οι διερευνητικές εντολές να αποβούν άκαρπες, οπότε η χώρα αναγκαστικά θα οδηγηθεί άμεσα σε νέες εκλογές και, ήδη, συζητείται το σενάριο αυτό να υλοποιηθεί στις 17 Ιουνίου.