Από τον Δημήτρη Νούλα
Ο ελληνικός λαός σύντομα θα κληθεί να εκφράσει την πολιτική του προτίμηση στις κάλπες σε μια εκλογική αναμέτρηση που, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να εκληφθεί ως πολυτέλεια με δεδομένη την κρισιμότητα της περιόδου που διανύουμε.
Διότι τι χρείαν έχουμε άλλων επιχειρημάτων, όταν διαθέτουμε στο τιμόνι της χώρας έναν αξιόπιστο, ικανό και έμπειρο άνθρωπο, όπως είναι ο Λουκάς Παπαδήμος, ο οποίος διαθέτει πέραν των προαναφερθέντων στοιχείων και την αποδοχή των εταίρων αλλά και την εμπιστοσύνη του ελληνικού πληθυσμού σύμφωνα με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις;
Εν πάση περιπτώσει, όμως, φαίνεται ότι τα πράγματα έχουν δρομολογηθεί και ήδη άρχισαν οι πρώτες «κοκορομαχίες» είτε για κάποιους διορισμούς είτε για το άνοιγμα κάποιου επαγγέλματος είτε για κάποια διαφορά αντίληψης στην εφαρμογή κάποιου νομοσχεδίου σε μια περίοδο, μάλιστα, που όλοι και όλα μοιάζουν να είναι ίδια «ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ...».
Επειδή δε οι ιστορικές εποχές, σε αρκετές περιπτώσεις φαίνεται να μοιάζουν, θα μπορούσαμε να αντλήσουμε πολλά παραδείγματα από το παρελθόν από τα οποία προκύπτει ότι η φιλοδοξία των πολιτικών εκτρέπεται σε άμετρη ματαιοδοξία να άρχουν και –κυρίως- να διαχειρίζονται το «λουφέ» έστω κι αν αυτό προκαλεί τον διχασμό της κοινωνίας ή και την καταστροφή της πατρίδας.
Πιο συγκεκριμένα κι όπως έγραψε παλαιότερα στο «Βήμα» ο Μάριος Πλωρίτης: «Αν και σε ώρες κρίσιμων εθνικών ή εσωκομματικών προβλημάτων, φοριούνται επιδεικτικά τα άμφια της ενότητας, δεν παύει να κρύβεται πίσω τους το αντερί που λέγεται «Διαίρει και βασίλευε» και τότε, κατά τον Αθηναίο κωμικό ποιητή Κρατίνο, πρόδρομο του Αριστοφάνη: «Οταν πέφτει διχόνοια, κυβερνά ακόμα κι ο Ανδροκλής»».
Η σύγχρονη Ελλάδα έπεσε πολλές φορές θύμα αυτού του δόγματος («Διαίρει και βασίλευε») με δεδομένο ότι, αυτοβούλως, και από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους το πολιτικό της σύστημα, όποτε υφίστατο, δηλαδή οι κομματικοί του σχηματισμοί ονομάζονταν ή Γαλλικό ή Αγγλικό ή Ρωσικό κόμμα αντλώντας δύναμη και επιρροή έξωθεν δηλαδή από τις τότε «προστάτιδες» δυνάμεις. Η ανάληψη μάλιστα της κυβερνητικής εξουσίας από τέτοια κόμματα με επικεφαλής κάποιον «Ανδροκλή» συνέπιπτε συνήθως είτε με εθνικές καταστροφές (π.χ. ο ατυχής πόλεμος του 1897 ή η μικρασιατική καταστροφή) είτε με εμφύλιες διαμάχες και πολέμους που ήσαν εξίσου καταστροφικές.
Στις ημέρες μας, βέβαια, το ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν ανέχεται για πολύ «ψευδο-προφήτες» πολιντικάντηδες γι’ αυτό είτε εδώ είτε αλλού (βλ. Μπερλουσκόνι) απαιτεί και επιβάλλει την εκπαραθύρωσή τους και προωθεί προσωπικότητες (π.χ. Μόντι, Παπαδήμος) που έχουν τη γνώση και τα κότσια να προχωρήσουν σε βαθιές εκσυγχρονιστικές διαρθρωτικές αλλαγές, χωρίς άσκοπες τυμπανοκρουσίες, ώστε χώρες με σημαντικές θεσμικές υστερήσεις και δομικές στρεβλώσεις, όπως αυτές του ευρωπαϊκού νότου, να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις ενός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος ωσάν κι αυτό που επιτάσσει η παγκοσμιοποίηση.
Οι επικείμενες, λοιπόν, εκλογές θα δοκιμάσουν την κρίση του ελληνικού λαού διότι παρά τα ανάλγητα μέτρα που απαιτεί η Α. Μέρκελ και ο Ν. Σαρκοζί οι Ελληνες παραμένουν σταθερά προσηλωμένοι στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας ελπίζοντας συνάμα και σε πολιτικές αλλαγές στην Ευρώπη (π.χ. εκλογή Ολάντ). Ταυτόχρονα αρνούνται να δώσουν αυτοδυναμία σε ένα από τα μεγάλα κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) που υποστήριζαν και υποστηρίζουν αυτή την ευρωπαϊκή πορεία καθώς τα συνδέει με τα φαινόμενα διαφθοράς και σήψης στα διάφορα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Το δίλημμα του εκλογικού σώματος εντοπίζεται κυρίως στο ότι με την ψήφο του επιθυμεί αφενός να διασφαλίσει την ευρωπαϊκή θέση της χώρας και να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες μη χρεοκοπίας και αφετέρου να τιμωρήσει αυτούς που θεωρεί ως βασικούς υπεύθυνους για την κατάντια μας. Αυτό δείχνουν άλλωστε τα υψηλά δημοσκοπικά ποσοστά του «Κανένα».
Ως εκ τούτου το δίλημμα στην προσπάθεια αναζήτησης στιβαρής ηγεσίας θα μπορούσε να απαντηθεί με την κάθοδο στις εκλογές του Λουκά Παπαδήμου πλαισιωμένου με προσωπικότητες πολιτικά ασυμβίβαστες, με γνώσεις και ικανότητες, διακεκριμένες στο επάγγελμα και την κοινωνική δράση. Όμως μια τέτοια εξέλιξη φαίνεται να σκοντάφτει στη σεμνότητα, στο πολιτικό ήθος, στον χαρακτήρα και τη συνέπεια του άνδρα σε αντίθεση με τον όποιο ηγετίσκο του κομματικού σωλήνα που ο Μάριος Πλωρίτης εμπνεόμενος από τον σεξπιρικό Γούλσι* θα περιέγραφε ως αρχομανή, διπλοπρόσωπο, μηχανορράφο, εκδικητικό, άπληστο για χρήμα και τιμές.
Από την άλλη πλευρά η προσωρινή δημοσκοπική ενίσχυση των μικρών κομμάτων, ακόμη και όσων εμφανίστηκαν πρόσφατα, σύντομα θα βρει το μέτρο της, διότι τα μεν παλαιότερα από αυτά είναι ταυτισμένα με την πορεία παρακμής του μεταπολιτευτικού συστήματος ενώ τα νεότερα δεν έδωσαν, τουλάχιστον έως τώρα, ισχυρό μεταρρυθμιστικό και εκσυγχρονιστικό μήνυμα με συγκεκριμένες δεσμεύσεις που θα συμπεριλαμβάνουν και το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη.
Σε τελική ανάλυση οι ψηφοφόροι θα αναζητήσουν σε κάθε ψηφοδέλτιο άφθαρτα πρόσωπα και κατά το δυνατό φορείς εκσυγχρονιστικών ιδεών, ικανά να οδηγήσουν το καράβι μακριά από τις ξέρες πάνω στις οποίες το έριξαν όλοι όσοι δεν διδάχθηκαν τίποτε από τις συνέπειες της αλκιβιάδειας** συμβουλής και της διχόνοιας γενικότερα, δηλαδή οι σύγχρονοι Ανδροκλείς.
Ο Δημήτρης Νούλας είναι Χημικός
*ο καρδινάλιος Γούλσι (Wolsey), αρχιεπίσκοπος της Υόρκης και πρωτοσύμβουλος του βασιλιά Ερρίκου Η΄.
** συμβούλευε τον Τισαφέρνη να κρατάει ισορροπία μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας στρέφοντας τη μία ενάντια στην άλλη όταν θα χρειαζόταν.