Του Βασίλη Μίχου
Παντελής έλλειψη φαντασίας, αν μη τι άλλο! Διότι για να μιλήσει κανείς για επίγνωση της καταστάσεως, για διάθεση στροφής στη σοβαρότητα, για κάποια «τσίπα επάνω τους», ούτε λόγος. Η ουσιαστική έναρξη της προεκλογικής περιόδου αφήνει ήδη γεύση νέων δόσεων απογοήτευσης και θυμού σε ένα ήδη απογοητευμένο και θυμωμένο λαό, αφού είναι ολοφάνερο ότι ακολουθείται η ίδια παλιά συνταγή της κοκορομαχίας, του κενού λόγου με αρειμάνιο ύφος, της δημιουργίας πλαστής επικαιρότητας, της απύθμενης ανευθυνότητας.
Βλέποντας κι ακούγοντας τον κ. Μιχελάκη να εκπροσωπεί επισήμως τη Ν.Δ., ποιος δεν αναρωτιέται για το από ποιας δεκαετίας την κατάψυξη εμφανίστηκε ξαφνικά στο σήμερα; Ποιος δεν θυμώνει με τον τόσο υποτιμητικό για τη μνήμη των Ελλήνων και αντιαισθητικά οργίλο, λόγο του; Ποιος δεν νιώθει απογοήτευση για ένα κόμμα που επιλέγει να εκπροσωπείται με τέτοιο τρόπο, για έναν αρχηγό που προφανώς εκφράζεται απολύτως από το ύφος και τον λόγο του προσώπου, που ο ίδιος όρισε να τον εκπροσωπεί; Απογοήτευση που προκαλείται κι από αυτόν τον ίδιο τον αρχηγό που τεχνηέντως στρουθοκαμηλίζει, προτάσσοντας άπιαστες αυτοδυναμίες, αποφεύγοντας έτσι να τοποθετηθεί με καθαρότητα για τις πραγματικές προθέσεις του στη διαμόρφωση του μετεκλογικού τοπίου.
Πιθανώς να δικαιούται το ΠΑΣΟΚ να υποστηρίζει ότι την περίοδο που πέρασε ήταν αυτό και οι βουλευτές του που σήκωσαν με διάρκεια και συνέπεια το βάρος των επαχθών αποφάσεων. Είναι όμως αυτό αρκετό για την αναβάπτισή του, ως κόμματος και ως πολιτικού προσωπικού; Αφήνοντας στην άκρη τη βαθύτατη ιδιοτέλεια που υποκρύπτει η επιλογή των επαχθών μέτρων για όλους αντί των διαρθρωτικών αλλαγών του δημόσιου τομέα, θεωρεί η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ότι η κοινωνία είναι έτοιμη να αποδεχθεί –έστω και εκβιαζόμενη- ένα κόμμα βγαλμένο από τα παλιά, με ένα προσωπικό που κούρασε, τουλάχιστον, τους πάντες μ’ αυτή την ιδιότυπη πασοκική λογική που διέπει τη συνολική του στάση;
Διότι η πρώτη –με τη σημειολογική αξία που εμπεριέχει ως τέτοια- κίνηση του νέου προέδρου αυτό ακριβώς φανερώνει: όσο συμπαθής και να είναι η κ. Γεννηματά, δεν παύει να εκπροσωπεί την αναποτελεσματικότητα σε θέσεις ευθύνης και την οικογενειοκρατία που τόσο ταλάνισε τη χώρα. Η τοποθέτησή της στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας συμβολίζει την αγωνιώδη –αλλά και απροκάλυπτη- διάθεση της ηγεσίας να διασωθεί το «παλιό» απέναντι σε ένα παλλαϊκό αίτημα ριζικής ανανέωσης. Ο πολίτης δικαιολογημένα απογοητεύεται, θυμώνει, απελπίζεται.
Τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολιτεύσεως έχουν από καιρό στήσει χορό ανευθυνότητας ελπίζοντας ότι ως πιράνχας θα ξεκοκαλίσουν τα δύο (τέως;) μεγάλα. Με τις απαραίτητες καντρίλιες. Η νουνεχής και ηπίων τόνων ΔΗΜΑΡ αίφνης, αφού επί μακρόν προσπάθησε να κρατήσει ισορροπίες μεταξύ των παραδοσιακών αριστερών αγκυλώσεων και μιας ρεαλιστικής στάσης, αναδεικνύει ιδιαιτέρως ευαίσθητα ανακλαστικά στα δημοσκοπικά ευρήματα και ελίσσεται με αξιοπρόσεκτη ευκολία στην προσπάθειά της να γίνει ο κύριος υποδοχέας των δυσαρεστημένων του ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, κατέβασε τους τόνους στοχεύοντας προφανώς στην ίδια δεξαμενή.
Στον αντίποδα αυτών, το ΚΚΕ προβάλλει τελευταίως μία εξόχως δογματική φυσιογνωμία επιδιώκοντας προφανώς την απομάκρυνση κάθε πιθανότητας να δημιουργηθεί πλειοψηφία μικρών κομμάτων στη Βουλή, μη τυχόν και αναγκασθεί να εμπλακεί σε άβολες γι’ αυτό συζητήσεις. Ενώ ο χώρος της ακροδεξιάς, της σκέτης δεξιάς και της κεντροδεξιάς θυμίζει, για την ώρα, τον «γύρο του θανάτου» των λούνα-παρκ.
Εύκολα αναρωτιέται ο πολίτης: η Ελλάδα βυθίζεται σε μία πρωτοφανή δίνη, η Ευρώπη ολόκληρη βρίσκεται προ του κινδύνου μίας πρωτοφανούς αποδόμησης, ο κόσμος ολόκληρος βιώνει μία πρωτοφανή αμφισβήτηση της πολιτικής τάξης, για όλα αυτά πότε θα αρθρωθεί πολιτικός λόγος συγκεκριμένος και υπεύθυνος από τους πολιτικούς μας; Ούτε και τώρα δεν θα βγουν από την αυτάρεσκη ομφαλοσκόπησή τους; Αδιόρθωτοι μέχρι τέλους...