Από τον Βασίλη Μίχο
Η αυξημένη αποχή στις εκλογές του 2009 και του 2010 και οι αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις από τότε μέχρι σήμερα καταδεικνύουν την απαξίωση του πολιτικού προσωπικού της χώρας από σημαντικότατη μερίδα του ελληνικού λαού. Η απαξίωση αυτή, εκδηλώνεται μεν στην παρούσα περίοδο με ιδιαίτερα έντονο τρόπο, έχει όμως τις ρίζες της αρκετά βαθιά στις τελευταίες δεκαετίες.
Ήδη μετά την πρώτη τετραετία της μεταπολίτευσης, και κυρίως στους χώρους που αποτέλεσαν στη συνέχεια τους πόλους του δικομματισμού, άρχισε η κυοφορία ενός φατριασμού –ψευδεπίγραφα ιδεολογικής βάσης- που συγκροτούνταν με σκοπό την κομματική ανάδειξη και επικράτηση προσώπων όχι κατ’ αξία κοινωνική και πολιτική αλλά στη βάση της συμμετοχής σε κλειστά συστήματα αλληλοϋποστήριξης. Συνέπεια της κατάστασης αυτής υπήρξε η σταδιακή αποτελμάτωση στην παραγωγή πολιτικής σκέψης και ο περιορισμός της «πολιτικής» στην τέχνη του εκλέγεσθαι και μόνο, ασκούμενη πλέον ως επί το πλείστον όχι από τους αρίστους της κοινωνίας αλλά από καταλλήλως ανελισσόμενα στελέχη των κομματικών μηχανισμών.
Τα αποτελέσματα γνωστά: υπουργοί (και πρωθυπουργοί) που δεν είχαν διαχειριστεί ποτέ ούτε περίπτερο, φιλοδοξούσαν να διαχειριστούν χώρα ολόκληρη. Επόμενο ήταν η πολιτική να χάσει τη δεσπόζουσα θέση της στην κοινωνία, αφού δεν διέθετε την ικανότητα να καθοδηγεί τις εξελίξεις, και να περιορισθεί σε έναν αγώνα αυτοσυντήρησης που ως κύριο μέσο χρησιμοποίησε το λεγόμενο πελατειακό σύστημα. Ορατό και ανεκτό (μέσα στην απαξίωσή του) από την κοινωνία όσο επικρατούσαν συνθήκες ευμάρειας, το σύνολο αυτό έγινε αυτοστιγμεί απαράδεκτο αμέσως μόλις η κοινωνία συνειδητοποίησε ότι και τα μέτρα που λαμβάνονται λόγω της κρίσης –παρά την ολέθρια αυστηρότητά τους- αλλά και η κριτική που η κάθε πλευρά της αντιπολίτευσης ασκεί στα μέτρα αυτά διέπονται από την ίδια τη λογική του πελατειακού συστήματος, γι’ αυτό εξάλλου –τα μέτρα- αποδεικνύονται και ατελέσφορα.
Ο συνδυασμός της απαξίωσης του πολιτικού προσωπικού αφενός και της όλης κατάστασης εις την οποία έχει περιπέσει η χώρα αφετέρου προκάλεσαν, όπως ήταν φυσικό, αισθήματα απογοήτευσης και οργής στο σύνολο της κοινωνίας. Αισθήματα τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν αφετηρία συντεταγμένων πολιτικών αλλαγών και να εκτονωθούν δημιουργικά στις εκλογές, εάν ο πολίτης διέβλεπε τη δυνατότητα επιλογών που θα απαντούσαν στη ρίζα όσων διαισθάνεται ως αιτίες της ενδογενούς κρίσεως που βιώνει η χώρα. Αντιθέτως, σήμερα αισθάνεται εγκλωβισμένος από ένα πολιτικό σύστημα που δεν του δίνει την παραμικρή διέξοδο. Αυτή η αίσθηση εγκλωβισμού αποτυπώνεται εκτενώς και στις δημοσκοπήσεις με την πορεία αποδοχής ή/και αποδυνάμωσης που διαδοχικά εμφανίζει κάθε κόμμα, κυρίως δε τα πρωτοεμφανισθέντα από τις εκλογές και μετά. Η εικόνα μπορεί ασφαλώς να παρομοιασθεί με πλήθος εγκλωβισμένων σε βυθιζόμενο πλοίο που τρέχουν προς όποια κατεύθυνση ακούν κάθε φορά πως υπάρχει έξοδος σωτηρίας και διαρκώς απογοητεύονται.
Η πολιτική βάση του εγκλωβισμού είναι επίσης υπαρκτή και συνίσταται στο ότι ενώ το 75% περίπου του εκλογικού σώματος παραμένει σταθερά υπέρ της αταλάντευτης ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, η γραμμή αυτή εκφράζεται αποκλειστικά από εκείνους τους πολιτικούς χώρους που θεωρούνται και υπεύθυνοι για το κατάντημά της, το δε πολιτικό τους προσωπικό είναι σήμερα το πλέον φθαρμένο και απαξιωμένο στη συνείδηση των πολιτών.
Είναι φοβερά επικίνδυνο να φθάσει το εκλογικό σώμα έτσι εγκλωβισμένο στις εκλογές. Διότι αν μη τι άλλο οι εκλογές θεωρούνται –και πρέπει να είναι- και η βαλβίδα ασφαλείας για την εκτόνωση του συλλογικού θυμού ή της συλλογικής απογοήτευσης. Αλίμονο εάν δεν λειτουργήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Η επόμενη μέρα θα είναι για την χώρα εφιαλτική.
Υπάρχει διέξοδος; Τα τελευταία δυόμισι χρόνια –χρόνια έντασης της κρίσης και πρωτοφανών θυσιών του λαού- τα πολιτικά κόμματα δεν έδειξαν να έχουν τη θέληση (ή την αρετή;) να υπερβούν εαυτά, να επισημάνουν τις αγκυλώσεις του συστήματος και να προχωρήσουν σε μία γενναία και κατ’ ουσία επαναστατική αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, ώστε να μη δημιουργηθούν αυτά τα βάρη, ώστε να μην ξεπουληθεί η χώρα. Προφανώς εάν συνεχίσουν στον ίδιο δρόμο, και η περίπτωση αυτή είναι η πιθανότερη διότι πιστεύουν ότι οι πολίτες –έστω και βαρυγκωμώντας- θα τους ξαναψηφίσουν, διέξοδος δεν υπάρχει. Η χώρα θα ξεπουληθεί, οι πολίτες θα εξαθλιωθούν και η συμπιεσμένη αγανάκτηση θα οδηγήσει σε έκρηξη ταραχών ανεξέλεγκτων.
Μόνη ελπίδα διεξόδου, αυτή τη στιγμή και στο χρόνο προς τις εκλογές, είναι κάποιες εκ των πολιτικών ηγεσιών να πάρουν την ευθύνη και έναντι των βουλευτών τους και των κομματικών τους μηχανισμών και έναντι της χώρας και να προχωρήσουν με επαναστατική διάθεση αφ’ ενός μεν στην διακήρυξη ενός προγράμματος συγκεκριμένης και άμεσης αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα με αντίτιμο όχι την ελάφρυνση των βαρών αλλά την σωτηρία του δημόσιου πλούτου της χώρας και αφ’ ετέρου στη συγκρότηση ενισχυμένων ποιοτικά ψηφοδελτίων ώστε να δώσουν πειστικά την δυνατότητα αλλαγής πολιτικού προσωπικού.
Κυρίως όμως πρέπει όλοι όσοι ζητήσουν την ψήφο του λαού να μπορούν να απαντήσουν ευθέως στο ερώτημα: είναι ηθικό ο άνεργος του ιδιωτικού τομέα να επιβαρύνεται με το χαράτσι για να αμείβεται είτε ο «ιδιώτης» επιτήδειος σύμβουλος είτε ο υπεράριθμος υπάλληλος του δημόσιου τομέα;