Του Βασίλη Μίχου
Εδώ και χρόνια έχει επικρατήσει η ιδέα ότι ανάπτυξη θεωρείται είτε η δημιουργία θέσεων εργασίας, είτε η είσοδος ξένων επενδυτικών κεφαλαίων για την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών μιας χώρας. Στην ουρά αυτής της ιδέας ήλθε να προστεθεί και το ότι σε χώρες σαν τη δική μας δεν μπορεί να γίνει ανάπτυξη χωρίς την πάση θυσία ιδιωτικοποίηση των δημόσιων οργανισμών κοινής ωφελείας –που ήδη, εσφαλμένα, αντιμετωπίζονται ως εταιρίες.
Οπωσδήποτε ο παράγων «δημιουργία θέσεων εργασίας» (υπό την έννοια της μείωσης έως εξαλείψεως της ανεργίας) είναι θεμελιωδώς σημαντικό στοιχείο για την ευημερία μιας κοινωνίας. Συχνά όμως η επίκληση αυτού του παράγοντα υπονοεί (ή και τροφοδοτεί οραματικά) αποκλειστικά την ιδέα της μισθωτής εργασίας, παραβλέποντας το γεγονός ότι η συσσώρευση του παραγόμενου πλούτου δεν αφορά τους μισθωτούς αλλά τους εργοδότες τους. Που σημαίνει ότι όταν οι εργοδότες δεν ζουν και δραστηριοποιούνται στον ίδιο τόπο, στο πλαίσιο του ίδιου κοινωνικού συνόλου, τότε αυτό το κοινωνικό σύνολο –παρά τη διασφαλισμένη εργασία- οδηγείται σε απόλυτη εξάρτηση, μαρασμό και φτώχεια αφού ο πλούτος που παράγει διαρκώς μεταναστεύει προς όφελος άλλων κοινωνικών συνόλων. Σε μία τέτοια εκδοχή η «ανάπτυξη» είναι απατηλή, αλλά και οι θέσεις εργασίας προσωρινές.
Με την ίδια ακριβώς λογική δεν είναι ανάπτυξη η παράδοση της εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων σε επενδυτές γενικά και ξένους επενδυτές ακόμη χειρότερα. Ακραίο αλλά όχι εκτός πραγματικότητας παράδειγμα: εάν οι έχοντες την εκμετάλλευση του πόσιμου ύδατος και της ενέργειας κρίνουν εμπορικά (και όχι μόνο) συμφέρουσα τη διοχέτευσή τους στη διεθνή αγορά, τι δυνατότητες ζωής θα περισσεύουν τάχα για ένα λαό, που ενδεχομένως να χαίρεται την θέα των τρεχούμενων νερών αλλά χωρίς το δικαίωμα να ξεδιψάσει; Ενώ, αποδεικνύεται επιχείρημα μόνο για ιθαγενείς ο όρος της ιδιωτικοποίησης ως αφετηρίας ανάπτυξης όταν: ο ΟΤΕ ιδιωτικοποιήθηκε πωλούμενος στην κρατική γερμανική εταιρία τηλεπικοινωνιών, το λιμάνι του Πειραιά στην κρατική κινέζικη Cosco, ο δε κατ’ εξοχήν ενδιαφερόμενος για την αγορά του ΟΣΕ είναι η κρατική γαλλική εταιρία σιδηροδρόμων.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η συζητούμενη αυτές τις ημέρες πώληση του Υ/Σ παραγωγής ρεύματος «Πλαστήρα» της ΔΕΗ. (Η οποία σημειωτέον δεν υπήρξε ποτέ προβληματική, αντιθέτως ήταν και παραμένει κερδοφόρος). Το έργο της ΔΕΗ υπήρξε πάντα δημόσιου χαρακτήρα, δεδομένου ότι αφενός στο θέμα της διανομής τα δίκτυά της επεκτάθηκαν με βάση τις ανάγκες και όχι την προσδοκία κατανάλωσης (ορεινά χωριά, νησιά κ.λπ.) αφετέρου δε τα υδροηλεκτρικά της έργα είχαν πάντα πολυδύναμο στόχο (παραγωγή ρεύματος, αποταμίευση νερού, ύδρευση, αρδεύσεις, τουρισμός). Η απώλεια του δημόσιου χαρακτήρα των μονάδων της σημαίνει και τη μετακύλιση του ελέγχου των νερών στους επενδυτές, οι οποίοι ως νέοι φεουδάρχες θα καθορίζουν έτσι τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, που γεννήθηκαν μεν ελεύθεροι, αλλά ανυποψίαστοι οδηγούνται σε καθεστώς υποτέλειας.
Η πώληση αυτής της μονάδας θα σημάνει νέες θέσεις εργασίας; Όχι, αντιθέτως αυτές μπορεί και να μειωθούν. Θα σημάνει ανάπτυξη υπό την έννοια της δημιουργίας μιας καινούργιας παραγωγικής δραστηριότητας με τα κεφάλαια που θα επενδυθούν; Επίσης όχι, διότι η μονάδα υφίσταται ήδη. Άρα η πώληση γίνεται διότι η ελληνική πολιτεία είναι πλέον ευάλωτη στην εκβιαστική υφαρπαγή του δημόσιου πλούτου του ελληνικού λαού (και η ΔΕΗ φτιάχτηκε με τον ιδρώτα αυτού του λαού, και όχι με δανεικά και επιχορηγήσεις) αφού επιμένει να προτιμά ένα τέτοιο ξεπούλημα αντί να περιορίσει τη σπάταλη συντήρηση ενός εκτρωματικού δημόσιου τομέα που δημιουργήθηκε με αποκλειστικό σκοπό την στήριξη του πολιτικού της προσωπικού.
Από τις πολιτικές δυνάμεις, άλλες ευαγγελίζονται τέτοιες «αποκρατικοποιήσεις» –αφού, βέβαια, πρώτες δίδαξαν το διαγούμισμα του κράτους- και επομένως τώρα συμπράττουν χωρίς να αισθάνονται πως πρέπει να απολογηθούν, άλλες συμπράττουν επικαλούμενες την ανάγκη διασφάλισης των μισθών και λοιπών δαπανών του δημοσίου (στρατιές «ιδιωτών» συμβούλων κ.λπ.) –ενώ εκεί ακριβώς βρίσκεται και το πρόβλημα, και τέλος οι υπόλοιπες καταγγέλλουν μεν το ξεπούλημα αποφεύγουν όμως να μιλήσουν για την αιτία που οδηγεί τη χώρα σ’ αυτό –μιας και δεν θεωρείται αριστερό να ζητήσεις να παραμείνουν στο δημόσιο μόνο όσοι χρειάζονται πραγματικά και οι υπόλοιποι να αποχωρήσουν ελαφρύνοντας έτσι τις δημόσιες δαπάνες, γλιτώνοντας έτσι το δημόσιο πλούτο, περιορίζοντας, τέλος, έτσι την ανεργία και την αναδουλειά που μαστίζει την κοινωνία.
Και οι πολίτες; Παρακολουθούν εγκλωβισμένοι...