Από τον Ντίνο Αυγουστή
Γρηγόρης Πιερή Αυξεντίου. Γεννήθηκε στην κατεχόμενη σήμερα Λύση στις 22 Φεβρουαρίου 1928. Εκεί που γεννήθηκε και ο Παύλος Λιασίδης, ο αγαπημένος του ποιητής. Ερωτευμένος με την Ελλάδα. Μικρός λαμβάνει μέρος σε θεατρική παράσταση της οποίας οι εισπράξεις στέλνονται για ενίσχυση του αγώνα στη μητέρα Ελλάδα. Κύριος πρωταγωνιστής, ο Γρηγόρης, σε μια βιωματική εκτέλεση, υποδύεται τον ρόλο του Εθνομάρτυρα Κυπριανού.
Είχε έντονη την αίσθηση για κοινωνική δικαιοσύνη. Είχε πλούσια αθλητικά προσόντα, έπαιζε ποδόσφαιρο και ήταν πιστός οπαδός της «Ανόρθωσις». Έρχεται στην Ελλάδα για να γίνει φιλόλογος. Προσπαθεί να εισέλθει στην Σχολή Ευελπίδων, κάτι που άρεσε περισσότερο στον πατέρα του, ο οποίος δεν έβλεπε με καλό μάτι τη φιλοσοφική. Γράφει την έκθεση ιδεών στη δημοτική γλώσσα και απορρίπτεται. Γίνεται έφεδρος αξιωματικός και υπηρετεί στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να τον προάγει σε μόνιμη θέση ανθυπολοχαγού. Πικραμένος επιστρέφει στην Κύπρο. Πρώτα εργάζεται σε γεωργικές εργασίες και ύστερα ως οδηγός, μεταφέροντας εργάτες στην αγγλική βάση της Δεκέλειας. Μυήθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α. τον Ιανουάριο του 1955.
Το πρώτο του περίστροφο το αγόρασε ο ίδιος ο πατέρας του. Με την ευχή να το τιμήσει στα βουνά της Κύπρου. Αρχικά υπηρετεί στον Πενταδάκτυλο, αργότερα στο Τρόοδος, για να καταλήξει στην περιοχή Μαχαιρά. Την πρώτη νύχτα του αγώνα χτυπά τον κρατικό ραδιοσταθμό. Η ταυτότητά του γίνεται γνωστή στους Αγγλους που τον επικηρύσσουν με το ποσό των 250 λιρών. Αργότερα το ποσό αυξάνεται στις 5.000 λίρες. Διαισθανόμενος τον κλοιό του θανάτου να πλησιάζει, παντρεύεται μυστικά στις 10 Ιουνίου 1955, στην κατεχόμενη σήμερα Ιερή Μονή της Αχειροποιήτου, τη συγχωριανή του Βασιλική. Με δανεικούς αρραβώνες, στεφάνι καμωμένο από κληματόβεργες και κλωνάρια ελιάς, παρέα με το όπλο του, την στρατιωτική του στολή και λιγοστούς αντάρτες της Ε.Ο.Κ.Α. Καλή λευτεριά να μου ευχηθείς πάτερ, απάντησε στον ιερέα που ευχήθηκε στους νεόνυμφους να ζήσετε. Έκλαψε ο Γρηγόρης, όταν το επόμενο πρωί έπρεπε να αποχωρισθεί τη Βασιλική.
Τις επόμενες μέρες φθάνει στο νησί προκειμένου να καταστείλει τον αγώνα ο σκληρός στρατάρχης Χάρτινγκ. Ο Γρηγόρης τον υποδέχεται με εκρήξεις που τον τρομάζουν. Κατατρεγμένος όσο κανένας άλλος από την προδοσία: «Όπου κι αν πάω η προδοσία με καταδιώκει», έγραφε με κάθε ευκαιρία ο ίδιος ο Αυξεντίου.
Στα βουνά, όπου επικηρυγμένος αναγκάζεται ν’ ανεβεί, συνεχίζει τον αγώνα που ονειρευόταν: «...Την λευτεριά μας, το ιδανικό των ιδανικών μας, την υπόγραψα κι εγώ όχι μόνο σε χαρτί, μα φορώντας την τιμημένη στολή του Έλληνα φαντάρου και θα την υπογράψω οποιαδήποτε στιγμή το ζητήσει η Κύπρος μας και με το αίμα μου, όπως κάθε Κύπριος. Δεν είναι θαύμα η εξύψωση των ταπεινών, των χωρίς ιδανικά ανθρώπων, σε αγωνιστές. Αυτός είναι ο Έλληνας!».
Βγαλμένος από τα βάθη της Ελληνικής ιστορίας, βροντοφωνάζει ξανά το «Μολών Λαβέ» του Λεωνίδα. Εκεί στις κακοτράχαλες πλαγιές του ορεινού συμπλέγματος της Μονής Μαχαιρά. Έχει συντροφιά άλλους τέσσερις αγνούς αγωνιστές. Θέλει, όμως, να πεθάνει μόνος. Δίνει μια ανεπανάληπτη μάχη που κρατά καθηλωμένη για πολλές ώρες ολόκληρη τη σιδηρόφρακτη βρετανική μηχανή. Οι Αγγλοι αδυνατώντας να τον εξοντώσουν τον καίνε ζωντανό. Έπεσε μαχόμενους ηρωικά για την ΕΝΩΣΗ της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα.
Ήταν Κυριακή 3 Μαρτίου του 1957. Ο ήλιος είχε δύσει για τα καλά, όταν έφθανε στη Λύση το μαύρο μαντάτο. Το ραδιόφωνο των αποικιοκρατών μετέδιδε: «Δυνάμεις Ασφαλείας, που ενεργούσαν κατόπιν πληροφοριών, εφόνευσαν σήμερον την μεσηβρίαν εις περιοχήν παρά την Μονή Μαχαιρά, τον επικηρυγμένο διά ποσού 5.000 λιρών γνωστό υπαρχηγό της Ε.Ο.Κ.Α. και πρώην αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού, τρομοκράτη Γρηγόριο Αυξεντίου...».
Το καρβουνιασμένο σώμα του Γρηγόρη αναγνώρισε πρώτος ο πατέρας του στο στρατιωτικό νοσοκομείο Λευκωσίας: «Απ’ τις χοντρές ελληνικές κοκκάλες του», όπως είπε, «κι από κείνο το χρυσό κωσταντινάτο που άχνιζε στον κόρφο του». Από τον φόβο λαϊκών εκδηλώσεων οι Αγγλοι θάβουν το καμένο σώμα του Αυξεντίου στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, στις 4 Μαρτίου 1957, στον χώρο που είναι γνωστός σήμερα ως «Φυλακισμένα Μνήματα». Έτσι, ο Γρηγόρης Αυξεντίου με τη θυσία του επισφραγίζει τον αγώνα του για την ελευθερία της Κύπρου, περνώντας στην αθανασία και στην άφθαρτη μνήμη της ιστορίας επονομαζόμενος επάξια από τον Κυπριακό Λαό ως «ο Σταυραετός του Μαχαιρά». Η ελληνική Πολιτεία, έστω και καθυστερημένα, το 2002, τον τίμησε, προάγοντας αναδρομικά στον βαθμό του αντιστρατήγου.