Η μεταλλαγή είναι βίαιη και ριζική. Μας θίγει όλους. Μέσα σε δυο χρόνια αφήσαμε βίαια τη μακαριότητα του καταναλωτικού ευδαιμονισμού, με δανεικά. Και βρεθήκαμε αντιμέτωποι με δημόσιο χρέος που πρέπει να εξοφληθεί μέχρι το... 2042! Αυτό συμφωνήθηκε. Άρα, η αρχική σκέψη δεν είναι σωστή. Δεν θίγονται όλοι, αφού δεν θίγονται μεσήλικες και ηλικιωμένοι αλλά μόνο όσοι θα ζουν μέχρι τότε: οι νέοι...
Αν, μέχρι εδώ, διαφαίνεται κάποιο ίχνος ενοχικού αυτοσαρκασμού, είναι σωστό. Δεν βοηθάει όμως. Γιατί το πρόβλημα, η αναζήτηση γενικεύεται πλέον. Το εξατομικευμένο ερώτημα «Ποιος είμαι; Πού πάω;» επεκτείνεται στο «Ποιοι είμαστε; Πού πάμε;». Σε δύσκολους καιρούς, σαν αυτούς που περνάμε, η δεύτερη ερωτηματική στάση επιβάλλεται, υπερισχύει της πρώτης. Ηθελημένα ή αθέλητα. Και απαιτεί συλλογική, δηλαδή πολιτική απάντηση.
Αυτή η «αναζήτηση νοήματος ζωής», όπως συνηθίζει, επίμονα και διεισδυτικά, να την αναλύει ο κ. Χ. Γιανναράς, οδηγεί σε αναζήτηση της σημερινής μας ταυτότητας. Μιας ταυτότητας που δεν ορίζεται μόνο από εθνοφυλετικές παραμέτρους αλλά και από σύγχρονες κοινές δράσεις: πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές. Με τον σύντομο σχολιασμό που ακολουθεί, σε δυο αντιθέσεις, ή ακριβέστερα αντιφάσεις, επιχειρείται μια προσέγγιση στον προβληματισμό.
Η πρώτη
Από τη μια εκδηλώνεται μια θαυμαστή, μια εκπληκτική αυθόρμητη ανταπόκριση του λαού στη ανάγκη στήριξης (ή και... διάσωσης) δυσπραγούντων, φτωχών, άστεγων. Και μάλιστα, με διακριτικότητα, ταπεινά και με σεμνότητα! Αυθεντική αλληλεγγύη!
Από την άλλη, θα μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη και δεν θα συγχωρεθεί ποτέ, μα ποτέ, η εικόνα ηλικιωμένων, άρρωστων και ανάπηρων, που εκλιπαρούσαν ένα χαρτί προτεραιότητας, σε δήμους της Αθήνας, για να ξεπεράσουν την... γραφειοκρατία.
Αυτή η εικόνα του κράτους-θύτη με θύματα πολίτες του, μας ακολουθεί-λες και είναι εθνική κατάρα-από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Η ακριβής «διάγνωση» της παθολογίας είναι του Κορνήλιου Καστοριάδη:
[Βλέπουμε επίσης ότι οι πολιτικές κατατάξεις και διαιρέσεις είναι σχετικές με τα πρόσωπα των «αρχηγών» και όχι με ιδέες, με προγράμματα, ούτε καν με «ταξικά συμφέροντα. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό είναι η στάση απέναντι στην εξουσία. Στην Ελλάδα, μέχρι και σήμερα, το κράτος εξακολουθεί να παίζει τον ρόλο του ντοβλετιού, δηλαδή μιας αρχής ξένης και μακρινής, απέναντι στην οποία είμαστε ραγιάδες και όχι πολίτες. Δεν υπάρχει κράτος νόμου και κράτος δικαίου, ούτε απρόσωπη διοίκηση που έχει μπροστά της κυρίαρχους πολίτες. Το αποτέλεσμα είναι η φαυλοκρατία ως μόνιμο χαρακτηριστικό. Η φαυλοκρατία συνεχίζει την αιωνόβια παράδοση της αυθαιρεσίας των κυρίαρχων και των «δυνατών»: ελληνιστικοί ηγεμόνες, ρωμαίοι ανθύπατοι, βυζαντινοί αυτοκράτορες, Τούρκοι πασάδες, κοτζαμπάσηδες, Μαυρομιχάληδες, Κωλέτης, Δηλιγιάννης...] .
Η... λίστα είναι ανοιχτή, μπορεί να συμπληρωθεί εύκολα.
Η δεύτερη
Από τη μια η ελεύθερη, έως και καταχρηστική ορισμένες φορές, δυνατότητα και δικαίωμα της ειρηνικής συλλογικής έκφρασης που δηλώνει αίτημα, διαμαρτυρία, οργή, αδικία κ.λπ. Αξίζει να υπενθυμιστεί σε νεότερους, που δεν γνώρισαν τη στέρηση αυτής της δυνατότητας, ότι είναι ένα από τα βασικά στοιχεία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας... Και μόνον αυτής!
Από την άλλη 100 αστυνομικοί τραυματίες από βάνδαλους, μόνο στην τελευταία έκρηξη βαρβαρότητας. Αξίζει κάποια τιμή σ’ αυτούς τους νέους ανθρώπους που διακινδυνεύουν, συχνά-πυκνά. Ίσως μπορέσουν να μας εξηγήσουν και τον υπουργικό γρίφο: «Καλύτερα σπασμένα μάρμαρα παρά σπασμένα κεφάλια». Τα «κεφάλια» των ανεγκέφαλων κοστολογούνται πιο ακριβά από τα «κεφάλια» των αστυνομικών; Αυτά είναι άλλης φυλής; Άλλης ράτσας; Μήπως εχθροί... εξωγήινοι; Και, επιτέλους, τι παθαίνουν αυτοί οι άνθρωποι; Σκοντάφτουν στα σπασμένα μάρμαρα και... πέφτουν; Είναι πυρομανείς και ηδονίζονται με τις μολότοφ; Ή τους αρέσει η ξιφασκία με τα μυτερά ξύλινα κοντάρια; Γιατί λησμονείται ότι εκτελούν διατεταγμένη υπηρεσία, υπό πολιτικό έλεγχο;
Ο Κώστας Αξελός, ο διανοητής με την πλανητική σκέψη είχε γράψει ένα δοκίμιο, πριν μισό περίπου αιώνα: «Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας» (Εκδόσεις: «Νεφέλη», 2010). Ένα μικρό μόνο απόσπασμα από αυτό αποκαλύπτει, με εκπληκτική διορατικότητα, την ελληνική περιπέτεια της αναζήτησης ταυτότητας:
[Οι Νεοέλληνες, αντιθέτως, συλλογίζονται και δεν σκέφτονται, μιλούν πολύ και δεν έχουν συντεταγμένη γλώσσα, ρωτούν και απαντούν, αλλά χωρίς καμιά συνέχεια. Βαδίζουν πάνω σ’ ένα δρόμο αλλά δεν πορεύονται. Θα ακολουθήσουν ποτέ τη σχολή της σκέψης και, ξεπερνώντας τη σκέψη της σχολής, θα αποκτήσουν επίσης και μνήμη;].
(Μια άλλη ανάγνωση: η μνήμη μου με υποχρεώνει να σταθώ κριτικά απέναντι στο παρελθόν, χωρίς να διαγράφω τίποτα απ’ αυτό. Οφείλω να την προστατέψω, όμως, από επιλεκτικές σκιαμαχίες με φαντάσματα του παρελθόντος... ).
Είναι μάλλον φανερό ότι πρέπει να επιχειρήσουμε μια δύσκολη υπέρβαση αναζητώντας τη σημερινή μας ταυτότητα. Δυό από τα ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν: Με ποια συλλογική και συνδετική μνήμη περασμένων εμπειριών; Και, για ποιο κράτος, ποια έκφραση συλλογικής κυριαρχίας;
xatzis@hotmail.com