Από τον Δημήτρη Λώλη
Είχαμε αναφέρει σε προηγούμενο κείμενό μας, ότι για να έχει ορθολογικότερη βάση το ερώτημα, τι παράγουμε και γιατί δεν παράγουμε σαν χώρα μια σειρά αγροτικά προϊόντα, θα πρέπει να αναρωτηθούμε επίσης, αν σήμερα αξιοποιούνται πλήρως και αποτελεσματικά οι διαθέσιμοι πόροι και συντελεστές που σχετίζονται με την αγροτική παραγωγή, στα πλαίσια πάντα μιας αειφορίας.
Έτσι σήμερα θέλω να σταθώ στην αξιοποίηση-χωροθέτηση της γης σε σχέση και με την αειφορική ανάπτυξη του αγροτικού τομέα. Κύρια αφορμή ήταν η επισήμανση που μου έκανε εξαίρετος συνάδελφος, που υπηρετεί σε Δήμο της Περιφερειακής Ενότητας Λάρισας, ότι στο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο πρώην Καποδιστριακού Δήμου, δεν προβλέπεται, σε ολόκληρα Δημοτικά Διαμερίσματα-χωριά, η δυνατότητα δημιουργίας κτηνοτροφικών μονάδων, ή ακόμη σε άλλα, προβλέπονται πολύ περιορισμένες περιοχές εγκατάστασης.
Η χωροταξική ακρότητα, κατά την άποψή μου, ολόκληρα Δημοτικά Διαμερίσματα (τώρα Τοπικές Κοινότητες) στο θεσσαλικό κάμπο, με παράδοση στην κτηνοτροφία, να αποκλείονται από τη δυνατότητα λειτουργίας κτηνοτροφικών μονάδων, είναι συνέχεια της ουτοπικής θέσης του περιφερειακού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου αν/ξης Θεσσαλίας, σύμφωνα με το οποίο καθορίζονται μόνο τέσσερις πάρα πολύ περιορισμένες ζώνες, όπου οι κτηνοτροφικές δραστηριότητες θα ασκούνται κατά προτεραιότητα. Ίσως οι συντάκτες - μελετητές των δύο σχεδίων να είναι οι ίδιοι.
Βλέπουμε δηλαδή στο περιφερειακό χωροταξικό, που μεταφέρεται και στα πολεοδομικά των δήμων, μια τάση σχετικής απομόνωσης της ζωικής παραγωγής, παρ’όλον ότι υπάρχει σ’ αυτό η εύστοχη και σαφής διατύπωση ότι: «Ο Θεσσαλικός κάμπος, είναι και πρέπει να παραμείνει, μία από τις σημαντικότερες γεωργικές περιοχές της χώρας, στις οποίες υπάρχουν προϋποθέσεις άσκησης αποτελεσματικής γεωργίας. Η αειφόρος διαχείριση του φυσικού αυτού πόρου, αποτελεί πρώτη προτεραιότητα όχι μόνο περιφερειακής αλλά και εθνικής σημασίας».
Πρέπει όμως να πούμε ότι για να υπάρχει αποτελεσματικότητα και αειφορία του αγροτικού τομέα, η φυτική παραγωγή θα πρέπει να συνυπάρχει με τη ζωική, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεδομένου δε, ότι η χώρα μας είναι ελλειμματική σε κτηνοτροφικά προϊόντα, στα πλαίσια ενός σχεδιασμού, θα πρέπει να προνοήσουμε, ώστε να μειωθούν τα ελλείμματα και όχι να αυξηθούν.
Εξάλλου η συγκέντρωση της κτηνοτροφίας σε περιορισμένο χώρο μειώνει την ανταγωνιστικότητά της, ενώ δημιουργεί προβλήματα επιδημιολογικά για τα ζώα και προβλήματα στο περιβάλλον. Από την άλλη πλευρά, η τυχόν δυνατότητα παραγωγής Προϊόντων Ονομασίας Προελεύσεως (ΠΟΠ), Προϊόντων Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ) σχετίζονται με ορισμένες περιοχές της Περιφέρειας, ενώ η παραγωγή οικολογικών προϊόντων απαιτεί μικρές πυκνότητες ζωικού πληθυσμού.
Επίσης ο περιορισμός της μονοκαλλιέργειας του βαμβακιού και η ανάπτυξη πολλών καλλιεργειών και ειδικότερα των ψυχανθών, που είναι πολύ φιλικά στο περιβάλλον, θα γίνει ευκολότερα με την ισόρροπη ανάπτυξη φυτικής και ζωικής παραγωγής σ’ όλη την Περιφέρεια. ΣΥΜΠΛΗΡΟΥΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Αν δούμε τη θέση της κτηνοτροφίας από κοινωνικοοικονομικής πλευράς και των επιπτώσεων στο περιβάλλον πρέπει να επισημάνουμε τα εξής:
-Οι κτηνοτρόφοι μένουν, σχεδόν πάντα, μόνιμα στις έδρες των κτηνοτροφικών τους εκμεταλλεύσεων, που είναι μικροί ή μεσαίοι οικισμοί σ’όλη την Περιφέρεια και που διαφορετικά θα ερήμωναν.
-Η παρουσία κτηνοτροφίας, κατά κανόνα, είναι θετική στο περιβάλλον, αυξάνει την βιοποικιλότητα και βελτιώνει την επισκεψιμότητα μιας περιοχής.
-Τα προβλήματα που παρουσιάζονται ορισμένες φορές από την παρουσία κτηνοτροφικών μονάδων εντός ή πλησίον οικισμών ή άλλων ευαίσθητων περιοχών, μπορούν να αντιμετωπισθούν άριστα με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, που θα μπορούσε για ορισμένες περιοχές ειδικού ενδιαφέροντος να προβλέψει και ειδικότερους όρους.
Θεωρούμε δηλαδή ότι η κτηνοτροφία μπορεί να υπάρξει σ’όλη την Περιφέρεια, χωρίς σύγκρουση και με το αναπτυξιακό μοντέλο της ήπιας τουριστικής ανάπτυξης. Αντίθετα μάλιστα μπορεί να το ενισχύσει, αν συνδυασθεί με την παραγωγή τοπικών κτηνοτροφικών προϊόντων. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τις μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις κτηνοτροφικών προϊόντων.
Έτσι στο πλαίσιο ενός χωροταξικού σχεδιασμού η γεωργία πρέπει να θεωρείται μία με δύο αλληλοσυμπληρούμενες δραστηριότητες τη φυτική και τη ζωική παραγωγή.
Αν δεν θέλουμε λοιπόν, να παραμένει το ερώτημα γιατί δεν παράγουμε σαν χώρα και ιδιαίτερα κτηνοτροφικά προϊόντα, θα πρέπει οι Δήμοι, οι τοπικές κοινωνίες, οι υπηρεσίες να επανεξετάσουν τις όποιες υπερβολές στα πολεοδομικά σχέδια προκειμένου να πετύχουμε μια ισόρροπη γεωργική ανάπτυξη που την έχουμε σήμερα ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΑ ΠΑΡΚΑ
Συμπληρωματικά θα ’θελα να αναφερθώ και στα κτηνοτροφικά πάρκα. Σε μια δραστηριότητα, που έχει άμεση σχέση με τα προηγούμενα, δηλαδή με τη χωροθέτηση των κτηνοτροφικών μονάδων ενός χωριού ή μιας περιοχής και που προβλήθηκε και προβάλλεται ορισμένες φορές λίγο αόριστα, ως η λύση, για τη βιώσιμη ανάπτυξη της κτηνοτροφίας.
Κατά καιρούς έχουν περιγραφεί δύο επικρατέστερες εκδοχές κτηνοτροφικών πάρκων. Η μία το προσδιορίζει σαν ένα πολύ στενά περιορισμένο γεωγραφικά χώρο, με υποδομές σε δρόμους, δυνατότητα ηλεκτροδότησης, υδροδότησης και δυνατότητα κεντρικής διαχείρισης αποβλήτων και όπου η μια κτηνοτροφική μονάδα βρίσκεται δίπλα στην άλλη. Βέβαια αυτό το πάρκο δεν έτυχε αποδοχής και ήταν εύλογο μιας και η χωροθέτηση των μονάδων ενός χωριού της μιας δίπλα στην άλλη, έχει αρκετά μειονεκτήματα. Μειονεκτήματα που έχουν σχέση με την επιδημιολογία-υγιεινή των ζώων, και την αδυναμία αποτελεσματικής και ισόρροπης χρήσης όλων των βοσκήσιμων εκτάσεων του χωριού. Στις περιπτώσεις πάντως, που σ’ ένα χωριό δημιουργούνται περισσότερα του ενός πάρκα της ίδιας περίπου εκδοχής, με όχι όμως στενή και σε επαφή χωροθέτηση των μονάδων, υπάρχει αποδοχή και καλύτερη αποτελεσματικότητα στη διαχείριση των μονάδων και των βοσκοτόπων της περιοχής.
Συνήθως τα πάρκα αυτά αφορούσαν (ή αφορούν) μονάδες που ήταν μέσα ή κοντά σε οικισμούς και ήθελαν να μετεγκατασταθούν και οι κάτοχοί τους δεν διέθεταν κατάλληλη ιδιόκτητη έκταση.
Η δεύτερη εκδοχή πάρκου, αφορά την ολοκληρωμένη διαχείριση και αξιοποίηση με την κτηνοτροφία, μεγάλων εκτάσεων υπό μορφή κτηνοτροφικών ζωνών, στο πλαίσιο και περισσότερων του ενός χωριού. Στην περίπτωση αυτή εκτός της δημιουργίας των αναγκαίων τεχνικών υποδομών, μπορεί να προβλέπεται βελτίωση της βλάστησης, διαχείριση βόσκησης, συνεργασία στη παραγωγή και προμήθεια ζωοτροφών, βιολογική εκτροφή των ζώων του πάρκου, δίκτυο προώθησης προϊόντων, χώρους επισκεπτών, όπως και εκθετήρια προώθησης τοπικών προϊόντων. Η εκδοχή αυτή αφορά περιοχές, όπου κυριαρχεί η ζωική παραγωγή, έχει θετικά στοιχεία και φυσικά για να υπάρξει επιτυχία, απαιτείται το εγχείρημα να το αποδεχτούν και να το αγκαλιάσουν οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι της περιοχής.
Μεταξύ των δύο αυτών τύπων μπορεί να υπάρξουν και ενδιάμεσοι τύποι, αρκεί να σέβονται το περιβάλλον, να αξιοποιούν σωστά τους διαθέσιμους πόρους και να έχουν την αποδοχή των τοπικών κοινωνιών.
Συνήθως η ύπαρξη κτηνοτροφικών πάρκων δεν αποκλείει την εγκατάσταση μεμονωμένων μονάδων σε ιδιόκτητα αγροτεμάχια, όπου, εκτός των εγκαταστάσεων, μπορεί να υπάρχουν και καλλιέργειες κτηνοτροφικών φυτών για στήριξη της μονάδας.
* Ο Δημήτρης Λώλης είναι γεωπόνος