Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Παρατείνεται, όπως όλα δείχνουν, το δράμα της, ευρισκόμενης στα πρόθυρα εκρήξεως, ελληνικής κοινωνίας, καθώς μπορεί οι δανειστές να συμφώνησαν στη διετή επιμήκυνση του χρόνου δημοσιονομικής προσαρμογής, κάτι που απαιτεί πρόσθετη χρηματοδότηση, αλλά προς το παρόν δεν έχουν δώσει το «πράσινο» φως για την εκταμίευση της δόσεως των 31,5 δισ. ευρώ, τα οποία, σύμφωνα με την κυβέρνηση, μπορεί να φτάσουν τα 44 δισ., αφού το Eurogroup της περασμένης εβδομάδος δεν έλαβε συγκεκριμένη απόφαση και περιορίστηκε στην έκφραση της πολιτικής του στηρίξεως στις προσπάθειες της κυβερνήσεως των Αθηνών.
Ωστόσο, το πρόβλημα που εκ νέου έχει αναδειχθεί, είναι η ισχυρή διαφωνία μεταξύ της Ευρώπης (δηλαδή της Γερμανίας) και του ΔΝΤ (το οποίο απηχεί, εν πολλοίς, τις αμερικανικές θέσεις) ως προς τη «βιωσιμότητα» του ελληνικού χρέους και στην ανάγκη να «κουρευτούν» και τα ομόλογα, τα οποία διακρατεί ο δημόσιος τομέας των δανειστών και αυτό συμβαίνει ενώ άπαντες παραδέχονται ότι με τη συνέχιση της λιτότητας θα βαθύνει η ύφεση και συνεπώς το χρέος δεν θα φτάσει (όπως είχε σχεδιαστεί αρχικώς) το 120% του ΑΕΠ το 2020.
Παρά το γεγονός ότι τόσο το 3ο Μνημόνιο, όσο και ο εμπεριέχων τις προβλέψεις του κρατικός προϋπολογισμός υπερψηφίστηκαν (όπως υπερψηφίστηκαν...) από τη Βουλή των Ελλήνων, η δε κοινωνία συνεχίζει να ευρίσκεται «μεταξύ οργής και ανασφάλειας», σύμφωνα με τον τίτλο, υπό τον οποίο φιλοξενείται έρευνα της κοινής γνώμης, που δημοσιεύθηκε στο «Βήμα», (σ.σ. τα επεισόδια εις βάρος του Γερμανού προξένου στη Θεσσαλονίκη και η ένταση μεταξύ του Ευ. Βενιζέλου και μικροομολογιούχων, οι οποίοι έχασαν τα χρήματά τους λόγω του «κουρέματος» των ομολόγων είναι ενδεικτικά) έχει καταστεί προφανές πως οι δανειστές επιζητούν πρόσθετες εγγυήσεις από την κυβέρνηση των Αθηνών και αυτό δείχνει ότι εκφράζουν ανησυχία για τη σταθερότητά της, παρά τις περί του αντιθέτου προσπάθειες που καταβάλλει ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, εγγυήσεις οι οποίες σημαίνουν τον δικό τους κυριαρχικό έλεγχο επί των όσων έχουν θεσμοθετηθεί στο νέο Μνημόνιο και τον προϋπολογισμό.
Την ίδια δε στιγμή είναι πρόδηλο ότι άπαντες – και αυτό προκύπτει και από σχετικό ρεπορτάζ στο «Βήμα», που αφορά στις κινήσεις των ξένων πρεσβειών στην Αθήνα – είναι πεπεισμένοι ότι οδεύουμε σε ανασύνθεση του ελλαδικού πολιτικού σκηνικού, ο δε Αντώνης Σαμαράς παρά τις ρητορείες του κατά της μείζονος αντιπολιτεύσεως στη Βουλή, έχει αντιληφθεί ότι διαθέτει (μετά τις διαγραφές βουλευτών) μια πλειοψηφία 151 βουλευτών (όσο και το άθροισμα ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) και αυτή η πλειοψηφία είναι αναγκαίο να ενισχύεται από την κοινοβουλευτική δύναμη της διχασμένης ΔΗΜΑΡ και σκέπτεται να προχωρήσει σε ουσιαστικό ανασχηματισμό, μετά την εκταμίευση της επομένης δόσεως, η οποία τοποθετείται (καλώς εχόντων των πραγμάτων) στις αρχές Δεκεμβρίου.
Η ΚΟΝΤΡΑ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ - ΔΝΤ
Στη συνεδρίαση του Eurogroup της περασμένης εβδομάδος (παρά τις αισιόδοξες εκτιμήσεις του υπουργού των Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα) και τα «καλά λόγια» που ακούστηκαν για την Ελλάδα και τις προσπάθειές της, δεν ελήφθη απόφαση για την εκταμίευση της δόσεως – αυτό θα απασχολήσει νέα συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών την Τρίτη – αλλά επιβεβαιώθηκε αφενός μεν η διάσταση που υπάρχει μεταξύ του Βερολίνου και των Ευρωπαίων εταίρων, ιδιαίτερα των Παρισίων, αφετέρου δε η συνεχιζόμενη κόντρα μεταξύ της Γερμανίας και του ΔΝΤ, για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και την εν γένει διαχείριση της οικονομικής κρίσεως.
Σύμφωνα με τους Financial Times, «η μετάθεση της απόφασης για την πολυαναμενόμενη δόση των 31,5 δισ. ευρώ η οποία έχει ήδη καθυστερήσει, για μία ακόμη εβδομάδα, ερμηνεύεται ξεκάθαρα ως διαφωνία μεταξύ ΔΝΤ και Ε.Ε., αναφορικά με τον ρυθμό μείωσης του ελληνικού χρέους, η οποία εκφράζεται πλέον ανοιχτά». Μπορεί οι υπουργοί των Οικονομικών της ευρωζώνης να ενέκριναν επισήμως την επιμήκυνση της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελλάδος κατά δύο έτη και να αναγνώρισαν την «πρόοδο» που έχει συντελεστεί τόσο στη δημοσιονομική προσαρμογή, όσο και στην προώθηση των λεγόμενων διαρθρωτικών αλλαγών, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, αλλά η ευρωζώνη και το ΔΝΤ δεν έχουν συμφωνήσει στους τρόπους με τους οποίους θα καταστεί «βιώσιμο», δηλαδή διαχειρίσιμο (όπως είναι και η σωστή έκφραση) το ελληνικό χρέος.
Βεβαίως, προϋπόθεση για την εκταμίευση της δόσεως είναι η έγκριση του νέου Μνημονίου από τα Κοινοβούλια των κρατών - μελών, γεγονός που σημαίνει ότι η οριστική απόφαση θα ληφθεί στις 26 του μηνός και η καταβολή της ελπίζεται ότι θα γίνει αργότερα, ενώ σε ό,τι αφορά τη «βιωσιμότητα» του χρέους, η ευρωζώνη διαφωνεί με το «κούρεμα» των διακρατικών δανείων και των ομολόγων της ΕΚΤ, κάτι που θέλει το ΔΝΤ και το οποίο συνεπάγεται απώλειες για τα δάνεια που έχουν δοθεί στην Ελλάδα) και θα θέσει ως στόχο τη μείωσή του στο 120% του ΑΕΠ το 2022, αντί του 2020.
Όμως, το ΔΝΤ διαφωνεί και έτσι έως τις 20 Νοεμβρίου η Ελλάδα θα πρέπει να έχει θεσμοθετήσει αυτόματους μηχανισμούς διορθώσεως των αποκλίσεων από τους στόχους, πρόσθετες δε αλλαγές θα επέλθουν και στη διαχείριση του λογαριασμού, μέσω του οποίου θα εξυπηρετείται το χρέος, αν και ο Γιάννης Στουρνάρας διαβεβαιώνει ότι θα παραμείνει στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ σύμφωνα με την έκθεση της Τρόικας θα απαιτηθεί πρόσθετη χρηματοδότηση 32,6 δισ. ευρώ, που σημαίνει και νέα μέτρα, ίσως την Άνοιξη.
Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι θα συναντηθούν εκ νέου την Τρίτη (20 Νοεμβρίου) σε μία προσπάθεια να καταλήξουν σε συμφωνία, πλην, όμως, όπως όλα δείχνουν, αυτή δεν είναι μια «τελική λύση», όπως θα ήθελε το Παρίσι (με τις σχετικές δηλώσεις του υπουργού των Οικονομικών Πιέρ Μοσκοβισί) αλλά μια «μεσοβέζικη λύση», καθώς το Βερολίνο δεν φαίνεται διατεθειμένο να δώσει τη συγκατάθεσή του, πριν από τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2013, σε ένα «κούρεμα» του χρέους του επίσημου τομέα, όπως πιέζει το ΔΝΤ.
Άλλωστε και ο Γερμανός υπουργός των Οικονομικών Β. Σόιμπλε δήλωσε ότι μέχρι την Τρίτη θα πρέπει να βρεθεί λύση για την πρόσθετη χρηματοδότηση (που συνεπάγεται από τη διετή επιμήκυνση) αλλά δεν είπε τίποτα για την εκταμίευση της δόσεως.
ΤΟ ΤΡΕΝΑΚΙ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
Κι ενώ διεθνείς παράγοντες (αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ) επισημαίνουν ότι ακόμη και η καταβολή της δόσεως του δανείου δεν θα οδηγήσει στην επίλυση του προβλήματος της «βιωσιμότητας» του χρέους και επικρίνει τον Αντώνη Σαμαρά ότι «έχει προσδεθεί στο άρμα Μέρκελ», όλοι σχεδόν οι αναλυτές πιστεύουν ότι η αβεβαιότητα για την Ελλάδα θα παραμείνει τουλάχιστον ώσπου να αποσαφηνίσει η Γερμανία τη θέση της για την «τελική λύση» στην ευρωζώνη, με την οποία συνδέεται και το ελληνικό ζήτημα, δηλαδή τουλάχιστον και εκτός απροόπτου (το οποίο απρόοπτο θα συνδέεται με κάποιο «ατύχημα»: Πτώχευση της Ελλάδος; Πρόβλημα με τη Γαλλία;) μέχρι τις εκλογές στη Γερμανία.
Ας σημειωθεί, εξ άλλου, ότι οι προβλέψεις του γερμανικού υπουργείου των Οικονομικών για τη γερμανική οικονομία, επιδεινώνονται λόγω της ευρωπαϊκής κρίσεως και συνεπώς κάθε συζήτηση για νέα, πρόσθετη, βοήθεια προς την Ελλάδα, με βάση τα σημερινά δεδομένα, «ηχεί σχεδόν αδύνατη υπό αυτές τις συνθήκες και με δεδομένο ότι η κυβέρνηση Μέρκελ θα ζητήσει σε λίγους μόνο μήνες νέα εντολή από το γερμανικό εκλογικό σώμα», σύμφωνα με την «Καθημερινή» και παρά τα περί του αντιθέτου ευχολόγια του Β. Σόιμπλε.
«Θα συνεχιστεί, λοιπόν, για σχεδόν ένα χρόνο αυτό το τρενάκι του τρόμου για την Ελλάδα; Δεν είναι απίθανο να παραταθεί για πολλούς μήνες αυτή η αγωνία και να συνεχίσει να σχοινοβατεί η χώρα μας μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας ως το φθινόπωρο του 2013. Εκτός εάν το νομοταγές Βερολίνο αποφασίσει να δώσει το πράσινο φως στην ΕΚΤ για πιο δραστικές λύσεις, έστω και αν αυτό αφυπνίσει το φάντασμα του πληθωρισμού στο γερμανικό συλλογικό υποσυνείδητο», εκτιμά η εφημερίδα.
Αξιοσημείωτο είναι, συν τοις άλλοις και το κύριο άρθρο της εφημερίδας (με επικριτική διάθεση για τη Γερμανία και το Β. Σόιμπλε) το οποίο επί της ουσίας του αναιρεί την οργίλη κριτική της κυβερνήσεως κατά του ΣΥΡΙΖΑ, ως υπεύθυνου για το σημερινό αδιέξοδο, λόγω της «ανεύθυνης» στάσεώς του:
«Ένα είναι σίγουρο: με την τακτική Σόιμπλε, η ελληνική κοινή γνώμη ωθείται στα άκρα και στον αντιευρωπαϊσμό. Αν αυτός είναι ο στόχος, πράγματι επιτυγχάνεται».
«Οι καθυστερήσεις, οι μεμψιμοιρίες και η διάθεση περαιτέρω ταπείνωσης της χώρας μπορεί να τη σπρώξουν σε ένα «ατύχημα», το οποίο θα πληρώσει ακριβά και η υπόλοιπη Ευρώπη», έγραψε, επίσης, σε κύριο άρθρο της η «Καθημερινή», η οποία υποσημείωσε ότι: «Το επίπεδο της συζήτησης μέσα στη Βουλή (σ.σ. για το 3ο Μνημόνιο και τον προϋπολογισμό) οι ακραίες, παράλογες αντιπαραθέσεις, οι εκβιασμοί των προνομιούχων που πέρασαν, η απροθυμία ορισμένων υπουργών να εφαρμόσουν αυτά που μόλις ψηφίσθηκαν, διαμορφώνουν μια εικόνα αναξιοπιστίας και αστάθειας για τη χώρα. Είναι πολύ δύσκολο για έναν δανειστή ή επενδυτή να εμπιστευθεί τα χρήματά του σε μια χώρα που δείχνει σημάδια κατάρρευσης και ασυνέχειας».
Είναι προφανές ότι την όποια ελληνική προσπάθεια υπονομεύουν, εκ των προτέρων, τα ευρωπαϊκά «παιχνίδια», στα οποία πρωτοστατεί ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, η δε ευρωπαϊκή αναβλητικότητα επιδεινώνει την, ήδη, δραματική κατάσταση για την Ελλάδα, ενώ δυναμιτίζει και το εσωτερικό σκηνικό και αυτό σε μια στιγμή που η κυβέρνηση λαμβάνει όλες τις σκληρές αποφάσεις που της υπαγορεύονται από τη δανειακή σύμβαση.
ΑΣΤΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ
Τι σημαίνουν όλα αυτά;
Ήδη, πολλοί ομιλούν για ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα, καθώς μάλιστα σε κυρίαρχα ΜΜΕ, που επικαλούνται πηγές των Βρυξελλών, τονίζεται ότι «μετά την ισχνή πλειοψηφία με την οποία εγκρίθηκε το Μνημόνιο και την αποσύνθεση του ΠΑΣΟΚ, η εικόνα που σχηματίζουν οι Ευρωπαίοι είναι πως η κυβέρνηση συνεργασίας κινδυνεύει να διαλυθεί» και θέτουν το ερώτημα: «Δεν γνωρίζουμε αν αύριο θα έχετε κυβέρνηση. Σε ποιον θα δώσουμε τα 31,5 δισ. ευρώ;».
Βεβαίως, παρά τις προσπάθειες του Α. Σαμαρά, στις αγωνιώδεις επαφές του με τους Ευρωπαίους ηγέτες, η Αθήνα πιστεύει ότι με τη στάση που επιμένουν να τηρούν οι δανειστές, το Μνημόνιο δεν είναι υπερασπίσιμο. «Αν βάζουμε φόρους, κόβουμε μισθούς και συντάξεις και δεν υπάρχει ανταπόκριση, δηλαδή οι Ευρωπαίοι δεν κάνουν αυτά που έχουμε συμφωνήσει, δύσκολα μπορεί κανείς να υπερασπιστεί την πολιτική του μνημονίου, με αποτέλεσμα τα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα να οξυνθούν περαιτέρω», αναφέρουν κυβερνητικές πηγές.
Ωστόσο, φαίνεται ότι το Βερολίνο, που ανησυχεί για τη ρευστή πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και την αδυναμία του Α. Σαμαρά να δώσει έστω μια κάποια εικόνα σταθερότητας μετρά περισσότερο τις 153 ψήφους που έλαβε το 3ο Μνημόνιο, παρά τις 167 ψήφους που έλαβε ο προϋπολογισμός και αυτό το γνωρίζει ο πρωθυπουργός. Και αυτό εξηγεί την απολύτως επιθετική στάση του έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, όπου προσπάθησε να αντιστρέψει την πραγματικότητα και να εμφανίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως υπεύθυνο για τα όσα συνέβησαν στη χώρα τα τελευταία 38 χρόνια και, ως εξ αυτού, η πρωθυπουργική ομιλία ήταν «αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση», ενώ έφτασε στο σημείο (σε πείσμα των δημοσκοπήσεων) να υποστηρίξει ότι η τρικομματική του κυβέρνηση «κάνει επανάσταση» στην Ελλάδα και ότι τον ΣΥΡΙΖΑ τον αποβάλλει η ελληνική κοινωνία...
Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι ο διευθυντής της εφημερίδας το «Βήμα» Αντώνης Καρακούσης επί της ουσίας υιοθετεί τις θέσεις της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται η σημερινή τρικομματική κυβέρνηση τα πράγματα και για τον κίνδυνο να εξεγερθεί η κοινωνία...
«Οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων τριών ετών, ασθενείς όπως ήταν, δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην ολοκληρωτική πίεση που ασκούσαν μεγάλες δυνάμεις, υπερεθνικοί διεθνείς οργανισμοί, οίκοι αξιολόγησης και το πλήθος εμπορευομένων που τους συνοδεύουν. Αποδέχθηκαν ό,τι υπαγόρευαν δανειστές και εταίροι, ταπεινώθηκαν άπειρες φορές, κοινώς υποτάχθηκαν σε μέτρα και πολιτικές ακραίες, στο όνομα πάντα μιας διάσωσης που ποτέ δεν ερχόταν», γράφει.
«Έπειτα από τρία χρόνια θυσιών και διαρκούς εξευτελισμού τέτοιες συμπεριφορές (των εταίρων και δανειστών) μόνο εμπάθεια μπορούν να δηλώνουν και τίποτε άλλο. Οι Έλληνες δικαίως πλέον εξεγείρονται. Στα χρόνια που προηγήθηκαν καταρρακώθηκαν κυβερνήσεις, διαλύθηκαν κυβερνήσεις, ο φασισμός μάς χτύπησε ξανά την πόρτα, ο λαός έχασε τόσα και τόσα και οι μυωπικοί εταίροι μας επιμένουν στα ατελέσφορα δόγματά τους. Αν μη τι άλλο, οφείλουν αλληλεγγύη. Και αν δεν την προσφέρουν, η ελληνική πολιτική δεν μπορεί να περιμένει άλλο», πρόσθεσε ο Α. Καρακούσης.
Όμως, ο αρθρογράφος καταλήγει με μια επισήμανση, η οποία διόλου τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθώς καταγράφεται στη συγκεκριμένη «θεσμική» εφημερίδα:
«Πατριωτικό και μόνο καθήκον επιβάλλει τη διαμόρφωση νέας εθνικής στρατηγικής, ικανής να διασώσει πραγματικά τη χώρα. Η οποία θα θέτει το εθνικό συμφέρον πάνω απ' όλα και θα υποτάσσει σε αυτό συνθήκες, συμφωνίες και διεθνείς υποχρεώσεις. Και επιπλέον θα προετοιμάζει τη χώρα για ένα κύμα ενδογενούς ανάπτυξης που θα την καθιστά κατά το δυνατόν αυτάρκη σε τρόφιμα, ενέργεια και φάρμακα δια παν ενδεχόμενον. Εδώ που έχουμε φθάσει δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε χρόνος για άλλα παιχνίδια. Αν οι Ευρωπαίοι δεν αναγνωρίσουν τις θυσίες του ελληνικού λαού, η χώρα δεν μπορεί παρά να αντιδράσει και να στείλει το δικό της αποφασιστικό μήνυμα προς εταίρους και δανειστές».-
(Το δεύτερος μέρος του άρθρου στην επιφυλλίδα της Δευτέρας 19.11.2012)