Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
«Η Ευρώπη ήταν και παραμένει στρατηγική μας επιλογή. Αλλά η εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ στο εξωτερικό είναι ακόμα εκείνη που του δίνουν οι αντίπαλοί μας. Χρειαζόμαστε χρόνο και προσπάθεια για να καταστήσουμε σαφές στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι δεν λέμε πράγματα παράλογα και ότι δεν χρειάζεται να μας αντιμετωπίζουν όπως τους επιστήμονες στον Μεσαίωνα, δηλαδή να μας ξορκίζουν», δήλωσε ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Το Βήμα» την προηγουμένη Κυριακή.
Η δήλωση αυτή του Αλέξη Τσίπρα συνιστά, για μία ακόμη φορά, τη σαφή απάντηση (και αυτό, προφανώς, δεν αρέσει στο ΚΚΕ, αλλά και σε κάποιες αριστερόστροφες ή και αριστερίστικες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ) σε όσους, εντός και εκτός Ελλάδος, έχουν δαιμονοποιήσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως και το κατηγορούν ότι θέλει την έξοδο της Ελλάδος από τη ζώνη του ευρώ, αλλά και για λαϊκίστικη ψηφοθηρία πάνω στα κοινωνικά ερείπια, τα οποία, όμως, δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που τα έχει προκαλέσει, αλλά όσοι επιμένουν δογματικά στις αποδεδειγμένα αδιέξοδες πολιτικές λιτότητας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τόνιζε και τονίζει συνεχώς πως η Ελλάδα δεν θα εξέλθει από τη ζώνη του ευρώ και αυτό (παρά την εναντίον του πολεμική, τόσο από τη σημερινή κυβέρνηση όσο και από τις κυρίαρχες ελίτ στη χώρα και στην Ευρώπη ότι δήθεν ανήκει στο «λόμπι της δραχμής») επιβεβαιώθηκε από την, έστω ασαφή και αόριστη, στάση που δημοσίως τηρεί το Βερολίνο, το οποίο, όμως, φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται (υπό την πίεση και των Γερμανών Βιομηχάνων) ότι υπάρχει αλληλεξάρτηση των χωρών της ευρωζώνης και, συνεπώς, αν δεν υπάρξει αναπτυξιακή διάσταση στις ασκούμενες πολιτικές και δεν καταπολεμηθεί η ανεργία, τότε ακόμη και η Γερμανία συντόμως θα εισέλθει στον δικό της κύκλο υφέσεως, όπως συνέβη και στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Είναι προφανές (και αυτό προκύπτει από τις τελευταίες του κινήσεις και δηλώσεις) ότι ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, κάνει ό,τι μπορεί, προκειμένου, ενόψει και της δυναμικής που αποκτά στην ελληνική κοινωνία, να εξέλθει από τη διεθνή απομόνωση στην οποία έχει περιαχθεί, κατ’ αρχήν όχι με δική του ευθύνη, αλλά εξαιτίας της άκαμπτης έναντί του στάσεως των κυρίαρχων ελίτ, οι οποίες φοβούνται πως μια πιθανή άνοδός του στην κυβερνητική εξουσία θα σημάνει το τέλος της δικής τους κυριαρχικής εξουσίας στο μεταπολιτευτικό ελλαδικό πολιτικό σύστημα.
Ο Αλέξης Τσίπρας λέει, εν πολλοίς, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δίπλα στην καταγγελία του αδιέξοδου και καταστροφικού για την κοινωνία Μνημονίου, προτείνει ένα άλλο εναλλακτικό σχέδιο, που στηρίζεται σε έναν «αριστερό πραγματισμό», δηλαδή κεϋνσιανές μεθόδους, κοινοπραξίες κράτους και ιδιωτών κ.λπ., αλλά αυτό δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό από τις προαναφερθείσες ελίτ και τα ελεγχόμενα από αυτές ΜΜΕ, που επιμένουν σε εκτιμήσεις ότι είναι ένας από τους πιο επικίνδυνους ανθρώπους στην Ευρώπη...
Αν και το προηγούμενο διάστημα κορυφαία στελέχη του ευρωιερατείου έκλειναν την πόρτα στον Αλέξη Τσίπρα, υψηλόβαθμα στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρουν, σύμφωνα με το «Βήμα», ότι στα ηγετικά κλιμάκια της Επιτροπής «υπάρχει πλέον η παραδοχή ότι δεν μπορεί να επιβληθεί καθεστώς πολιτικής απομόνωσης στον ΣΥΡΙΖΑ και στον κ. Τσίπρα» και «αντιλαμβάνονται ότι υπό τις παρούσες συνθήκες ο σχηματισμός της Αριστεράς είναι για πολλούς στην Ελλάδα ένας σημαντικός εναλλακτικός πόλος σε ανοδική τροχιά και ότι έστω και υπό αυτούς τους όρους πρέπει να υπάρξει επικοινωνία».
Κι έτσι στο αμέσως προσεχές διάστημα θα οργανωθεί και θα πρέπει να αναμένεται επίσημη συνάντηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του προέδρου της Κομισιόν Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, επίκειται δε συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τον αρμόδιο κοινοτικό επίτροπο Οικονομίας Ολι Ρέν.
Ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έγινε δεκτός «ως πρωθυπουργός» στο Ευρωκοινοβούλιο, από τον Πρόεδρό του, το σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σούλτς (ο οποίος θα ήθελε να είναι ο διάδοχος του Ζ. Μ. Μπαρόζο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και μίλησε στο Αμβούργο σε εκδήλωση της «Zeit-Stiftung» (πίσω από την οποία βρίσκεται ο Σοσιαλδημοκράτης πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Χέλμουτ Σμιτ – για τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι «μιλά διαρκώς την ίδια γλώσσα που μιλάμε κι εμείς για το αδιέξοδο της κυρίαρχης πολιτικής») δήλωσε ευθέως ότι «επιδιώκουμε να έχουμε έναν ανοικτό δίαυλο με τους επικεφαλής των μεγάλων κέντρων αποφάσεων στην Ευρώπη».
«Πρέπει να ανοίξουμε το διάλογο και με δυνάμεις που θα μπορούσαν να πιέσουν για να αλλάξει η στάση των Βρυξελλών έναντι της Ελλάδας. Θέλουμε, σε αυτό το πλαίσιο, να δημιουργήσουμε ένα μέτωπο με τις ζωντανές δυνάμεις του ευρωπαϊκού Νότου. Δεν έχουμε ιδεολογικές παρωπίδες. Θα συνεργαστούμε και με εκείνους με τους οποίους έχουμε πολιτικές διαφορές», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Κι όταν ρωτήθηκε αν έχει στείλει κάποιον ειδικό εντεταλμένο του στην Καγκελαρία, ο Α. Τσίπρας απάντησε με νόημα: «Μα, αν το κάναμε, θα το λέγαμε; Υπάρχουν, ως γνωστόν, πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται και πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται»...
Βεβαίως, τα πράγματα δεν είναι διόλου απλά για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και δεν είναι απλά ούτε σε ό,τι αφορά στη βούλησή του να αποκτήσει διαύλους επικοινωνίας με τους δυτικούς εταίρους (και σε τελευταία ανάλυση να αποκτήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης μαζί τους, ως εν δυνάμει πρωθυπουργός) ούτε και σε ό,τι αφορά στις σχέσεις του με τις αριστερόστροφες ή και αριστερίστικες συνιστώσες της παρατάξεως, ενόψει και του δυσχερούς εγχειρήματος, που δεν είναι άλλο από την ιδρυτική Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ενιαίου κόμματος, η οποία μετατέθηκε για μία ακόμη φορά και έχει οριστεί για το Δεκέμβριο.
Οι μεν Ευρωπαίοι «εταίροι» θα πρέπει να ξεπεράσουν την καχυποψία τους έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και να εγκαταλείψουν τη δαιμονοποίησή του, αλλά αυτό προϋποθέτει την ικανότητα και τη δυνατότητα του Αλέξη Τσίπρα να τους πείσει ότι μπορεί να συνυπάρξει ο αριστερός πραγματισμός με την κινηματική δράση, χωρίς, όμως, εκπτώσεις από ιδεολογικές (και όχι ιδεοληπτικές) θέσεις και απόψεις, οι δε εκ των έσω επικριτές της θέσεως για τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ, που αποτελεί ταυτοτικό στοιχείο της παρατάξεως και οι δίαυλοι επικοινωνίας με τους «εταίρους», να αντιληφθούν ότι η αριστερίστικη κριτική και τα επικριτικά ιδεολογήματα του τύπου «δεξιότερα Κουροπάτκιν» είναι μάλλον ξεπερασμένα και κυρίως μη πραγματιστικά.
Το εγχείρημα δεν είναι καθόλου εύκολο και το άμεσο μέλλον θα δείξει αν θα επιτευχθεί.