Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Δεν χρειάζεται να το ξαναπούμε. Η «μπάλα έχει χαθεί». Δεν ξέρουμε πού πατάμε και πού βρισκόμαστε. Δεν ξέρουμε, ως πολίτες και ως κοινωνία, τι θα μας ξημερώσει την επαύριον.
Αλλά το χειρότερο είναι πως αυτοί που παριστάνουν, χάρις στην ψήφο μας (και αυτό ας μην το λησμονούμε) τους κυβερνήτες μας, διακατέχονται από πανικό και πλήρη έλλειψη εθνικής και κοινωνικής ευθύνης, καθώς δια των πράξεων, αλλά και της αφροσύνης τους, έχουν οδηγήσει τη χώρα και την κοινωνία στον Καιάδα.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα οποία καθημερινώς ως πολίτες και ως κοινωνία, «τρώμε κατακέφαλα», οι ίδιοι, ως πολιτική τάξη, έχουν βουλιάξει στην παρακμή κι ενώ ομιλούν για κάθαρση και για πάταξη της διαφθοράς, δεν μπορούν, έστω για τα μάτια του κόσμου, βρε αδελφέ, ούτε καν να αυτοκαθαρθούν, ώστε να έχουν το ηθικό δικαίωμα να δίνουν μαθήματα ηθικής και ανέξοδες υποσχέσεις.
Γιατί τα λέω όλα αυτά;
Τα λέω γιατί και το τελευταίο χρονικό διάστημα, η χώρα έχει εμπλακεί σε έναν νέο κυκεώνα σκανδαλολογίας (με αποπροσανατολιστικές λόγω των νέων μέτρων διαστάσεις) με λίστες του ΣΔΟΕ με φοροφυγάδες τη μια μέρα να βρίσκονται και την άλλη – ω του θαύματος - να χάνονται, με πολιτικά πρόσωπα να κατηγορούνται για παράνομο πλουτισμό, αλλά να μην δίδονται επαρκείς προς τούτο αποδείξεις και με άλλα πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο τρίτος τη τάξει πολιτειακός παράγων, ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, να έχουν κρεμαστεί στα μανταλάκια και στις οθόνες των τηλεοράσεων και των ηλεκτρονικών υπολογιστών, με την αναπόδεικτη κατηγορία του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος.
Και το κερασάκι στην τούρτα ήλθε με την αποκάλυψη πως οι κ.κ. Βενιζέλος και Παπακωνσταντίνου, ως υπουργοί των Οικονομικών, είχαν στα χέρια τους την περιβόητη «λίστα Λαγκάρντ» με 2.000 φοροφυγάδες και δεν έκαναν απολύτως τίποτα, γιατί το περιεχόμενό της – έτσι μας είπαν – ήταν προϊόν υποκλοπής, αν και την ίδια στιγμή, με ανάλογες λίστες (επίσης προϊόντα υποκλοπής) άλλες χώρες προχώρησαν σε εξωδικαστικούς συμβιβασμούς και εισέπραξαν δισεκατομμύρια ευρώ από διαφυγόντες φόρους.
Και από κοντά έχουμε μια εφημερίδα, «Το Βήμα», η οποία αίφνης θυμήθηκε να μας «ενημερώσει» ότι πριν από έναν χρόνο, η χώρα κινδύνευσε από πραξικόπημα (σαν να μας λέει πως αν σήμερα δεν καταπιούμε τον νέο γύρο της βάρβαρης λιτότητας, τότε κινδυνεύουμε με άλλο πραξικόπημα...) άλλα και τον εκπρόσωπο του ΔΝΤ Πόουλ Τόμσεν να έχει πει πως το πρόγραμμα λιτότητας «δεν βγαίνει» και αυτό «πρέπει να το ομολογήσουμε στο Eurogroup».
Όμως, έχουμε και έναν πρώην (υπηρεσιακό) πρωθυπουργό, τον κ. Παναγιώτη Πικραμμένο, ο οποίος (έστω και αργά) προέτρεψε τους πρώην συναδέλφους του τού Συμβουλίου της Επικρατείας να κάνουν «το επόμενο βήμα» και να εξετάσουν σε βάθος τη συνταγματικότητα των νέων «οριζόντιων μέτρων» που επιβάλλει το δεύτερο Μνημόνιο, καθώς «δεν είναι επιτρεπτό η οικονομική επιβάρυνση από τα φορολογικά μέτρα να κατανέμεται σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών (μισθωτών, συνταξιούχων κ.λπ.), ενώ την ίδια στιγμή να ευνοούνται άλλες κατηγορίες ασυνεπών πολιτών».
Η τρικομματική κυβέρνηση υπό τον Αντώνη Σαμαρά τα έχει χαμένα και με αφορμή για την υπόθεση στην οποία ενεπλάκη ο πρόεδρος της Βουλής, αναζήτησε επικοινωνιακούς τρόπους για την αντιμετώπισή της, επιστρατεύοντας θεωρίες συνωμοσίας, οι οποίες, ακόμη και αν αποδειχθούν αληθείς, αυτό θα συμβεί πάνω σε ερείπια.
Η γνωστοποίηση της καταγγελίας (από την εφημερίδα Real News, του Νίκου Χατζηνικολάου) περί εμπλοκής του Ευάγγ. Μεϊμαράκη σε υπόθεση ξεπλύματος μαύρου χρήματος, λειτούργησε και λειτουργεί, ούτως ή άλλως, αποσταθεροποιητικά για την κυβέρνηση και αυτό επιτείνεται από την αποκάλυψη πως ο Ευάγγ. Βενιζέλος είχε στα χέρια του τη «λίστα Λαγκάρντ», αλλά έκανε, κατά το κοινώς λεγόμενο, την πάπια.
Ο Ευάγγ. Μεϊμαράκης μετά την αρχική του απόφαση να απέχει από την έδρα, επανήλθε, καθώς η συγκυρία είναι επικίνδυνη για την κυβέρνηση, η οποία ενόψει της ψηφίσεως των νέων μέτρων έχει την ανάγκη ενός «χωροφύλακα» στο Κοινοβούλιο.
Εφημερίδες που στηρίζουν την κυβέρνηση θεωρούν πως το Μέγαρο Μαξίμου βρίσκεται αντιμέτωπο με έναν «αντίπαλο» που δεν τον ξέρει και ως εκ τούτου αποδίδουν την όλη υπόθεση της εμπλοκής του Ευάγγ. Μεϊμαράκη σε επιχειρηματικά και εκδοτικά συμφέροντα, στο «λόμπι της δραχμής», σε στελέχη του ΣΔΟΕ ή ακόμη και της δικαιοσύνης, ενώ ορισμένοι αναλυτές διαβλέπουν ότι πίσω από το θέμα ίσως και να υποκρύπτεται υπόγειος πόλεμος γαλάζιων φατριών για τη μετά Σαμαρά περίοδο της συντηρητικής παρατάξεως, κάτι που σημαίνει, με τη σειρά του, ότι προβλέπουν πως η παρούσα κυβέρνηση δεν θα αντέξει.
Εξ άλλου, πέραν των πολλών ερωτημάτων που έχουν εγερθεί τόσο για την ουσία, όσο και για τη χρονική στιγμή της γνωστοποιήσεως του εν λόγω ζητήματος με τον πρόεδρο της Βουλής, έχει αναδειχθεί κι ένα ακόμη θέμα που έχει να κάνει με τον τρόπο αντιδράσεως ίδιου του Ευάγγ. Μεϊμαράκη στις εν λόγω καταγγελίες. Μια αντίδραση (πέραν φυσικά αυτής της, της αυτονόητης σε μια υποτίθεται ευνομούμενη πολιτεία, δηλαδή της προσφυγής στη δικαιοσύνη) που αν μη τι άλλο (και αυτό δεν είναι θέμα καθωσπρεπισμού) είναι προσβλητική σε αισθητικό επίπεδο.
Πολλοί είπαν πως είναι γνωστός ο εκρηκτικός χαρακτήρας του Ευάγγ. Μεϊμαράκη, όπως, άλλωστε, τον έχουμε γνωρίσει σε ποικίλες κόντρες και αντιδικίες του (για παράδειγμα με τους εκπροσώπους του ΛΑΟΣ Γ. Καρατζαφέρη και Γ. Κοραντή) αλλά αυτή τη φορά λησμόνησε πως είναι πρόεδρος της Βουλής και τρίτος τη τάξει πολιτειακός παράγων.
Και ως τέτοιος δεν νομιμοποιείται (τουλάχιστον για λόγους αισθητικής) να αντιπαρατίθεται, για παράδειγμα με τον Νίκο Χατζηνικολάου, που έκανε τις «αποκαλύψεις» ή με τον συνάδελφό του στη γαλάζια παράταξη Προκόπη Παυλόπουλο, με αγοραίες εκφράσεις, τις οποίες, βεβαίως, πολλοί εξ ημών έχουμε χρησιμοποιήσει, με τη διαφορά, όμως, ότι ημείς δεν είμαστε πρόεδροι της Βουλής.
Αλλά και ο, κατά τα λοιπά καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, Ευάγγ. Βενιζέλος δεν δικαιούται και κυρίως δεν νομιμοποιείται να αποφασίζει τη νέα σφαγή των μισθών και των συντάξεων και ταυτόχρονα να μας λέει ότι δεν έκανε τίποτα με τη «λίστα Λαγκάρντ» προκειμένου να εισπραχθούν φόροι. Και – βρε αδελφέ – να πάψει έτσι να ματώνει η καρδιά της Α. Μέρκελ για τα βάσανα που περνάνε οι εργαζόμενοι, ενώ οι έχοντες και κατέχοντες συνεχίζουν να φοροδιαφεύγουν.
Η κοινωνία, λοιπόν, συγκλονίζεται από όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και εις βάρος μας, τα οποία δυναμιτίζουν περαιτέρω την όποια εναπομείνασα κοινωνική συνοχή και ειρήνη, αλλά, δυστυχώς, ίσως αποδειχθούν «χρήσιμα όπλα» στα χέρια όσων οραματίζονται ένα μέλλον με τάγματα εφόδου και χιτλερικές σβάστικες...