Από τον Αχ. Πιτσίλκα
Ο Απόστολος Θωμάς (= Δίδυμος), που μελετούσε από μικρός την Αγία Γραφή με ζήλο ιερό, έγινε, όπως είναι γνωστό, μαθητής του Χριστού Μεσσία, φλογερός αρχικά στην πίστη του. Για τούτο, όταν ο Κύριος προσκάλεσε κάποια στιγμή τους μαθητές Του να μεταβούν στα Ιεροσόλυμα ο Θωμάς στράφηκε προς τους άλλους μαθητές του Κυρίου και είπε:
- «Αγωμεν και ημείς, ίνα συναποθάνωμεν, μετ΄ Αυτού». (Ιω. 11,16).
Υστερα όμως από τον θάνατο του Χριστού επάνω στον σταυρό, ο Θωμάς έπαθε μια καθίζηση πνευματική ή καταχνιά, μην μπορώντας να πιστέψει εύκολα στην Ανάσταση του Χριστού, παρ΄ ότι οι άλλοι μαθητές τον διαβεβαίωναν γι΄ αυτήν λέγοντας: -«Εωράκαμεν τον Κύριον». (Ιω. 20,25). Το πιο πάνω δηλαδή το έπαθε, γιατί ένας κρυφός εγωισμός είχε εισχωρήσει αδιόρατα μέσα του και για τούτο έλεγε: «Εάν μη ίδω (εγώ) εν ταις χερσίν αυτού των τύπων των ήλων και βάλω το δάκτυλόν μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω». (Ιω. 20,25). Εγώ δηλαδή δεν είμαι σαν εσάς εύπιστος. Για το λόγο αυτό δεν θα πιστέψω (στην Ανάσταση του Χριστού), αν δεν ιδώ πιο μπροστά με τα μάτια τις ουλές των καρφιών στα χέρια Του και δεν βάλω το δάκτυλό μου στη λογχευθείσα πλευρά του. Από την απόκριση αυτή φαίνεται ότι, εξαιτίας του εγωισμού, μία ακηδία πνευματική, που χαρακτηρίστηκε από τους αγίους Πατέρες, ως ψυχικός πνιγμός, περιέσφιγγε την ψυχή του Θωμά και δεν την άφηνε να ανανεύσει, για να χαρεί και αυτός την Ανάσταση, γιατί η ακηδία για τον άγιο Ισαάκ το Σύρο, «σκεπάζει την ψυχήν» (Απαντα Ασκητικά 195, 228).
Από την κατάσταση όμως αυτή της ακηδίας θέλησε να τον βγάλει ο Κύριος με μια νέα εμφάνισή Του. Κατά την εμφάνισή Του δηλαδή αυτή ο Κύριος στράφηκε αποκλειστικά στον Θωμά και του είπε: να βάλει το δάκτυλό του στους τύπους των ήλων και στη λογχευθείσα πλευρά Του και να μη γίνεται άπιστος, αλλά πιστός (Βλ. Ιω. 20,27). Όταν όμως ο Θωμάς είδε τον αναστημένο Κύριο και άκουσε τα λόγια Του, έφυγε μονομιάς από μέσα του όλη η καταχνιά της απιστίας και με ένα άλμα πνευματικό ή ακριβέστερα πέταγμα βρέθηκε και πάλι στα ύψη της πρώτης πίστης και αγάπης του προς τον Κύριο και για τούτο είπε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιω. 20,28). «Τότε, λέγει για τον Θωμά ο Μ. Γαλανός, πνεύμα και καρδία του Θωμά παρεδόθησαν εξ ολοκλήρου, γιατί η ανάστασις και η πραγματική παρουσία του Χριστού εξήστραπτον ενώπιόν του με την λαμπροτέραν βεβαιότητα και ενέργειαν» (Βίος Αγίων, Ι, 35). Ένα τέτοιο δε πέταγμα πρέπει να γίνεται και από όλους τους δύσπιστους και ημίπιστους χριστιανούς, που, κατά τον Αγιο Ιωάννη της Κλίμακας, καλούνται να τρέχουν, να ανατρέχουν και να πετούν «επ΄ αυτήν την κορυφήν της οσίας κλίμακος», δηλαδή την απάθεια και την αγάπη, εφόσον τότε ενώνονται με το Θεό, που «Αγάπη εστί» (Ιω. 4,16).
Υστερα από την εξέλιξη όμως αυτή των πραγμάτων, ο Κύριος θέλησε να διορθώσει τον Θωμά και όλους τους δύσπιστους λέγοντα;: «Ότι εώρακάς με, πεπίστευκας μακάριοις οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιω. 20, 29). Πίστεψες δηλαδή γιατί με είδες (εξαιτίας της αγάπης μου). Σε βεβαιώνω ότι θα είναι μακάριοι και τρισευλογημένοι εκείνοι, που πιστεύουν, χωρίς να με ιδούν με τους σωματικούς οφλαμούς τους, αλλά με τους οφθαλμούς της πίστης τους, γιατί αυτοί θα είναι περισσότερο αξιόμισθοι.