Του κ. Αχιλλέα Παπαγεωργίου
δ/ντή του «ΡΑΔΙΟ 89.0 στα FM»
Στην ιστορία του Μουσείου Οίνου και Αμπέλου της Ραψάνης, θέλω και γω να προσθέσω ένα μικρό κομμάτι από την πρόσφατη ιστορία του κρασιού αυτού του περίφημου «κρασιού Ραψάνης».
Δεν είναι δικός μου αυτός ο χαρακτηρισμός. Είναι του μεγαλύτερου έμπορου κρασιών της Ευρώπης του αείμνηστου Ρουσέλ.
Για να επιβιώσω στην «Επταετία των συνταγματαρχών», μετά την αποτυχία του Κινήματος του Κων/νου, έφυγα για την Ευρώπη με απόφαση να εξάγω τα κρασιά της περιοχής μου που τα γνώριζα καλά, της Ραψάνης, του Τυρνάβου και της «Δήμητρας» της Νέας Αγχιάλου. Έκανα τις συμφωνίες, ορίσαμε το ποσοστό στο 5% προμήθεια και για τα τρία κρασιά πήρα τα δείγματα από τα οινοποιεία, Δέχτηκα τις ευχές του αείμνηστου δ/ντή της Αγροτικής Τράπεζας Βουζίκα, για την επιτυχία του τολμήματος, πήρα τις συμβουλές του χημικού αείμνηστου Καλιέρου από το οινοποιείο Τυρνάβου, του προέδρου του οινοποιείου της Ν. Αγχιάλου και με την οικονομική στήριξη του αείμνηστου δ/ντή της Τράπεζας Πίστεως Στέφανου Καραθανάση, γιατί το 1971 που έγινε αυτό ήμουν κυνηγημένος και άφραγκος.
Γύρισα σχεδόν όλη τη Δυτική Γερμανία αλλά το αποτέλεσμα δεν ήταν για μένα ικανοποιητικό. Στο Βέλγιο πληροφορήθηκα ότι ήταν η μεγαλύτερη βιομηχανία κρασιών της οικογένειας Ρουσέλ στην Τουρνέ, κοντά στα γαλλικά σύνορα.
Συγκέντρωσα αρκετές πληροφορίες για τον γερο-Ρουσσέλ που ήταν τότε 81 χρονών και τον γιο του που ήταν 45. Αποφάσισα να πάω στην πόλη Μονς που ήταν η έδρα του ΝΑΤΟ και να συναντήσω τον σμήναρχο Θανάση Λιάσκα που ήταν παντρεμένος με μια Λαρισαία την Αμαλίτσα Παπαχατζοπούλου, η οποία πρόσφατα έμαθα ότι «έφυγε» από τη ζωή και στενοχωρήθηκα πάρα πολύ, γιατί ο Θανάσης και η Αμαλίτσα μου φέρθηκαν με μεγάλη ευγένεια και περισσή καλοσύνη.
Ο σμήναρχος μάλιστα μου γνώρισε τον επικεφαλής των Ελληνικών Νατοϊκών δυνάμεων υποστράτηγο Κων/νο Τσιτσιλώνη, ο οποίος όταν του είπα ότι είμαι Λαρισαίος και ο αδελφός του Πέτρος Τσιτσιλώνης ήταν φίλος μου καθ’ ότι δήμαρχος Φαρσάλων, προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει σε ό,τι χρειαστώ.
Απέκρυψα από τον στρατηγό ότι ήμουν δ/ντής του Ραδιοσταθμού των Ενόπλων Δυνάμεων, ούτε ότι είμαι δημοσιογράφος. Είπα ότι είμαι έμπορος κρασιών και θέλω να εξάγω στην Ευρώπη τα θεσσαλικά προϊόντα.
Αφού μελέτησα με κάθε λεπτομέρεια το εγχείρημα πως θα πλησιάσω τον μεγαλοβιομήχανο Ρουσέλ, ζήτησα από τον στρατηγό να μου δώσει τη μαύρη Μερσεντές 230 με ελληνικές πινακίδες και τον οδηγό του για να παρουσιαστώ στον Βέλγο. Φόρεσα και το καλό μου το κοστούμι, πήρα την τσάντα με τα δείγματα των τριών κρασιών και πήγα στην πόλη Τουρνέ. Με υποδέχτηκαν πατέρας και γιος στη βιομηχανία και πήγαμε κατ’ ευθείαν στο χημείο. Εκεί διαπίστωσα ότι οι άνθρωποι μαθαίνουν γρήγορα τις ξένες γλώσσες όταν τους πιέζουν οι ανάγκες. Αυτοί μιλούσαν Γαλλικά και Αγγλικά. Εγώ με λίγα Αγγλικά, λίγα Γαλλικά, λίγα Γερμανικά και λίγα Ιταλικά, με μια ιντερνάσιοναλ διάλεκτο κατάφερα να συνεννοηθώ μαζί τους.
Δοκίμασε ο γερο-Ρουσέλ τα κρασιά μου, βρήκε του Τυρνάβου καλούτσικο αλλά χωρίς καμία ιδιαίτερη προτίμηση, δοκίμασε της Αγχιάλου και έδειξε ότι είναι κάτι συνηθισμένο και τέλος δοκίμασε το κρασί της Ραψάνης, αυτό που είχε στο μπουκάλι τον χάρτη της Θεσσαλίας. Η έκφρασή του άλλαξε με μιας. Ρούφηξε μια δεύτερη γουλιά και γυρίζοντας προς το μέρος μου είπε: «Αγοράζω όσες χιλιάδες τόνους υπάρχουν σήμερα. Είναι το καλύτερο κρασί της Ελλάδας».
Η χαρά μου δεν περιγράφεται. Ο γιος μου έκανε το τραπέζι σε ένα μικρό ταβερνάκι της Τουρνέ. Εγώ ήθελα να φύγω, να πάρω το αεροπλάνο για την Ελλάδα. Η πρότασή μου ήταν όπως την είχαμε κανονίσει, 10 δολάρια το 100λιτρο παραδοτέο χύμα, ή στο λιμάνι του Βόλου, ή στο λιμάνι της Πάτρας. Θα φορτωνόταν σε δεξαμενόπλοια του Ρουσέλ, αλλά θα τα πήγαινα με βυτιοφόρα με έξοδα δικά μου μέχρι το λιμάνι.
Ο γιος Ρουσέλ, κατά τη διάρκεια του λιτού φαγητού, μου είπε ότι ήμουν ο μόνος που έπεισα τον πατέρα του να προμηθευτεί κρασί από την Ελλάδα, γιατί εδώ και πενήντα χρόνια μου είπε, ότι παίρνανε κρασιά από την Ισπανία και την Πορτογαλία. Η αντιπροσφορά του ήταν, οκτώ (8) δολάρια το 100λιτρο.
Έφυγα, πήγα στη Μονς, ευχαρίστησα τον στρατηγό Τσιτσιλώνη, παρέδωσα τη Μερσεντές και έφυγα για τις Βρυξέλλες, να πάρω το αεροπλάνο για Ελλάδα. Πήγα στην Αγροτική Τράπεζα. Ο Βουζίκας μου είπε, αν συμφωνήσει η Ένωση, συμφωνώ κι εγώ.
Η Ένωση Συνεταιρισμών τότε διαχειριζόταν το Οινοποιείο Τυρνάβου και συγκεκριμένα ο δ/ντής της μακαρίτης Σταύρος Νικολόπουλος. Πήγα στην Ένωση, κάλεσε τους παραγωγούς από τον Τύρναβο, ήλθαν αλλά ήταν ακατέβατοι από τα 10 δολάρια το 100λιτρο.
Στην Αγχίαλο δεν πήγα. Η απογοήτευσή μου ήταν έκδηλη και μεγάλη. Απέτυχα να κλείσω μια μεγάλη συμφωνία που η ποσότητα του κρασιού που θα έπαιρνε ο Ρουσέλ ήταν πενήντα χιλιάδες (50.000) τόνοι ετησίως. Τηλεφώνησα και είπα την αρνητική απάντηση. Η ειρωνεία είναι ότι μετά από ένα μήνα με φώναξαν στην Ένωση και μου είπαν ότι συμφώνησαν για τα 8 δολάρια το 100λιτρο. Τους είπα ότι το πουλί πέταξε. Αλλά για να μην νομίσετε ότι είμαι μονόχνωτος, μπροστά σε όλους πήρα τηλέφωνα στην Τουρνέ και ο γερο-Ρουσέλ μου απάντησε: «Θα σου στείλω τα αεροπορικά εισιτήρια να έλθεις, θα σε φιλοξενήσουμε ένα μήνα, αλλά συζήτηση για κρασιά δεν θα κάνουμε».
Μετά από αυτό, έκλεισε το θέμα για πάντα. Αλλά από όλη αυτή τη στενόχωρη ιστορία, ένα έμεινε μεγάλο και σημαντικό. Ότι το κρασί Ραψάνης είναι το καλύτερο κρασί της Ελλάδος και οι Ραψανιώτες πρέπει να είναι υπερήφανοι που τα χώματα της πλαγιάς αυτής του Ολύμπου με τις σπάνιες ποικιλίες των σταφυλιών, παράγουν το νέκταρ των Ολύμπιων θεών.