Σε πρόσφατο άρθρο στην εφημερίδα σας («Έλληνες και χριστιανισμός» -19/8/12) επιχειρήθηκε μια περίεργη προσπάθεια συγκερασμού ενός προσωπικού ιδεολογήματος και της ιστορικής του επικύρωσης. Το ενοχλητικό στο κείμενο αυτό δεν ήταν τόσο οι υπόρρητες ή και λαγαρά αποκαλυπτόμενες πεποιθήσεις του γράφοντος, όσο η απαράδεκτη για το πνεύμα της εποχής της πληροφόρησης – όπως μάλιστα επί λέξει το επικαλείται και ο ίδιος – επιλεκτική χρήση της ιστορίας και η τεχνήεσσα απόκρυψη όλου του φάσματος των γεγονότων, σε συνδυασμό με ταυτόχρονα προληπτικές της κρίσης μας βαρύγδουπες φράσεις του τύπου «άγνοια και κιβδηλοποίηση της ιστορίας».
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, άρχεται από μια σκωπτική χαρακτηρολόγηση του ‘αντιδίκου’ – ας μας επιτρέψει τους νομικούς όρους, εφόσον υπογράφει ως επίτιμος δικηγόρος – η οποία συνάμα αποτελεί ιστορική ανακρίβεια. Οι χριστιανοί δεν είναι «πιστοί των Ιουδαϊκών δογμάτων». Ο χριστιανισμός αποτελεί υπέρβαση και «πλήρωση» του ιουδαϊσμού και όχι επανάληψή του. Φαίνεται, μάλιστα, εδώ πως αγνοεί ή αποκρύπτει έντεχνα την τεράστια συμβολή του Παύλου στην κατάργηση των μωσαϊκών διατάξεων υπέρ της εισόδου των ‘Ελλήνων’ στον χριστιανισμό, κάτι που τον έφερε σε ρήξη ακόμα και με τον ίδιο τον απόστολο Πέτρο.
‘Παίζει’ αυτοϋπονομευτικά με τις ίδιες τις πηγές, χρησιμοποιώντας και ερμηνεύοντάς τες με τρόπο ερασιτεχνικό και σχεδόν σκωπτικό (για παράδειγμα στην περίπτωση του Σωσθένη (Πρ. 18:17). Και για να κλείσω το υποθέμα αυτό: το ότι αντέδρασαν μερικοί επικούρειοι και στωικοί φιλόσοφοι στο πρώτο κήρυγμα του Παύλου – τι φυσικότερον και πλέον αναμενόμενον τούτου; - αυτό άραγε συνάδει προς τη μεταγενέστερη στάση σύμπαντος του ελληνισμού προς τη νέα θρησκεία;
Το κείμενό του διατρέχει πρόδηλα ένας μονοφυσιτικός ιστορικισμός. Το δομικό σφάλμα στη σκέψη του προφανώς είναι η σύγχυση της κακοήθειας της ιστορίας και η απόπειρα αποδεικτικής σύνδεσής της με την αλήθεια των πάσης φύσεως πίστεων, δοξασιών και ιδεολογημάτων των ανθρώπινων φορέων της.Το θέμα δε φαίνεται να είναι εν προκειμένω η (καλώς ή κακώς) επιβολή του χριστιανισμού στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αλλά η μονομερής επιστράτευση ιστορικών επεισοδίων προς επίρρωση εσωτερικών επιλογών. Αλλιώς δεν μπορεί να εξηγηθεί η παρασιώπηση και εθελοτυφλία μπροστά στους φοβερούς διωγμούς κατά των χριστιανών και στις μυριάδες μαρτύρων των τριών πρώτων αιώνων – διαχρονικά και αριθμητικά ασυγκρίτως υπέρτεροι των αντίστοιχων θυμάτων των χριστιανών - έως και σήμερα (εκατόμβες νεκρών από τα μαρξιστικά καθεστώτα και σφαγές χριστιανών κατά την Αραβική άνοιξη). Δηλαδή, θα αναμετρηθούμε βάσει της ποσότητας του εκχυθέντος αίματος, που ούτως ή άλλως είναι ασύμφορη για εκείνον; Πώς να ερμηνεύσεις, επίσης, την ύποπτη κώφευσή του στην έκδηλη αγάπη των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας στα ελληνικά γράμματα (μου αρκεί ο δεινός ομηριστής Γρηγόριος ο Θεολόγος!) και στη χρήση εκ μέρους αυτών της ημετέρας φιλοσοφίας στη διατύπωση των δογμάτων της πίστης ή και στο τεράστιο έργο των μοναχών στην αντιγραφική παράδοση των αρχαίων μας συγγραφέων;
Η αυτοκρατορική πολιτική, που επικαλείται ως τεκμήριο κατά του χριστιανισμού, σχεδόν αμέσως στράφηκε με ανείπωτη βία κατά των Ορθοδόξων υπέρ των αιρετικών Αρειανών και πολύ περισσότερο στον αιώνα της Εικονομαχίας. Κρίνει με τα αναχρονιστικά γυαλιά του σήμερα την κρατική και εν γένει βία του μεσαίωνα και ενοχοποιεί τον δήθεν ατελή χριστιανισμό. Αν, μάλιστα, σε συγκριτική υπόθεση εργασίας δεχόμασταν πως πλεόνασε η βία κατά των ‘Ελλήνων’, θα λέγαμε πως το αίμα της φραγκοκρατίας και της τουρκοκρατίας ξέπλυνε με το παραπάνω τα παρελθοντικά αμαρτήματα των χριστιανών.
Αφήνω για το τέλος και το δικό μου «κερασάκι στην τούρτα», κατά το εκείνου υπόδειγμα. Στο χριστιανικό «ανάθεμα» που παρεμβάλλει κατά «Ελλήνων εθνικών» (sic) μάς αποκαλύπτεται και από αυτήν ταύτην την ορολογία, αλλά και από το κείμενο, η εκζητούμενη τόση ώρα και ταλαιπωρούμενη από τις προλήψεις μας αλήθεια των πραγμάτων: ο καημός και η αγωνιώδης μέριμνα της Εκκλησίας δεν ήταν η καθαίρεση του ελληνισμού συλλήβδην και αορίστως, αλλά η πλάνη (κατ’ αυτούς πάντοτε) των υπ’ αυτόν κρυπτόμενων και φερόμενων ειδωλολατρικών, ομώνυμων ή ετερώνυμων, δοξασιών. Άλλωστε, για να είμαστε πιο ακριβείς και έντιμοι προς την ιστορία, μα πάνω απ’ όλα εις εαυτούς και αλλήλους, θα πρέπει, όταν μιλάμε για ελληνικά «πατροπαράδοτα» (sic), να διευκρινίζουμε αν εννοούμε τις προελληνικές θεότητες, το μεταγενέστερο δωδεκάθεο, τις μυστηριακές λατρείες (Ελευσίνια, Καβείρια), τις ποικίλες δοξασίες των Ελλήνων φιλοσόφων ή το ακόλουθο χρονικά ελληνιστικό θρησκευτικό συγκρητιστικό πάνθεο.
Η όλη επιχειρηματολογία του όζει αντιχριστιανικής εμπάθειας και κτίζεται πάνω στη σύγχρονη αναμασώμενη νεοπαγανιστική συλλογιστική. Σε αυτήν ο όρος Έλλην από θρησκευτικός που ήταν (στα κείμενα της εποχής που παραθέτουν οι εραστές της, όπως και σε αυτά του γράφοντος) χρησιμοποιείται με εθνική απόχρωση και σήμερα, που την επανηύρε (στον μεταοθωνικό νεοελληνισμό), την αναστρέφουν με τη θρησκειολογική τοιαύτη!
Η ουσιαστική στόχευση του παρόντος είναι η διαλεκτική των βιωμάτων και όχι των ιδεοληψιών εκάστου. Και στο κομβικό αυτό σημείο φαίνεται πως κέρδισε το παιχνίδι ο χριστιανισμός παρά τις αμέτρητες αστοχίες και τα εγκλήματα των φορέων του: στην εμπειρία της αποκάλυψης του μοναδικού Θεού στο πρόσωπο του Χριστού και στη συνακόλουθη βιωματική ελπίδα της ανάστασης των νεκρών. Μια προοπτική που εκ των πραγμάτων αδυνατούσαν να χορηγήσουν οι θεοί των προγόνων μας.
Κώστας Νούσης
φιλόλογος - θεολόγος
Λάρισα