Προστασία και σκέπην ζωής τίθημι,
Σε θεογεννήτωρ Παρθένε»
Παναγίες του βουνού, βυζαντινοί ναοί, χαριτωμένα εκκλησάκια σε απόκρημνους βράχους. Εικόνες χρυσοποίκιλτες, φορτωμένες με τάματα. Η Παναγία η Ελευθερώτρια, η Γλυκοφιλούσα, η Ντουνιού, η Οδηγήτρια, η Γρηγορούσα, η Βρεφοκρατούσα, η Μυρτιδιώτισσα, οι Παναγίες των νησιών, όλα τούτα έρχονται αυτόν τον καιρό στον νου μας, καθώς ακούμε με συγκίνηση την καμπάνα να μας καλεί κάθε απόγευμα σε παρακλήσεις και εσπερινούς. Ο Μικρός και ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας. Τι να πρωτοαναφέρει κανείς; Στα προσφιλέστατα τούτα λειτουργικά ποιήματα της Εκκλησίας μας, διαχέεται η ζωηρή αντίθεση που δημιουργείται από την πρωταγωνιστική παρουσία της Παναγίας σε σχέση με τον απελπιστικό κόσμο της φθοράς μέσα στην οποία εγκλωβίστηκε ο άνθρωπος.
Οι Μαρίες επί ποδός κερνούν γλυκά, από τα αμυγδαλωτά πλασμένα με ανθόνερο, ως το φρέσκο κερασάκι που μόλις έδεσε. Στα νησιά γίνονται λιτανείες με τη ναυτική παράδοση, χαρμόσυνα σημαίνουν οι καμπάνες, καθώς ο ήχος τους διαχέεται στους παρακείμενους βράχους και στο απέραντο γαλάζιο κύμα. Βαρκούλα, κότερα, πλοιάρια και απαραίτητο το ναυτικό μας, που χαιρετίζει τη λαμπρή γιορτή με κανονιές. Όσοι είχαν την τύχη να βρεθούν τέτοιες μέρες στη Χίο, στις Σποράδες, στην Τήνο ή άλλα νησιά, έχουν τις πιο όμορφες αναμνήσεις από το θρησκευτικό τούτο γιορτάσι.
Αλλά και ακόμα παραπέρα, τα χιλιάδες κλειστά και τα ταπεινά ξωκλήσια τα ξεχασμένα στις ανηφοριές της υπαίθρου μας ή στις βαθιές ρεματιές και τη λουλουδιασμένη εξοχή, ανοίγουν τη μέρα τούτη τις πόρτες τους και δέχονται τους πιστούς, που τρέχουν να προσκυνήσουν τη Μεσίτρια του Σωτήρα. Ασήμαντα εκκλησάκια της Παναγιάς γίνονται απαράμιλλοι ζωγραφικοί πίνακες, καθώς τα αγκαλιάζουν ροζ λυγαριές, μοβ ή κάτασπρες, θρεμμένες από το λιγοστό νεράκι που κυλά σαν θαύμα δίπλα τους. Τα μυρώνει η διάχυτη μυρωδιά του θυμαριού και τα σκέπει η Μεγαλόχαρη.
Την ταπεινή φωνή του παπά, που τόλμησε να ανοίξει τούτον τον ναΐσκο και ν’ αναπέμψει ύμνους στη Θεομήτορα, συντροφεύουν αρμονικά όλα τα πουλάκια και τα παράξενα ζουζούνια του καλοκαιριού.
Στα χωριά και μάλιστα στα ορεινά, όσα φιλοξενούν εκκλησία της Παναγιάς, γίνεται πραγματικό ξεφάντωμα. Όλοι όσοι βρίσκονται στο χωριό, αλλά κι εκείνοι της διασποράς, ξαναγυρίζουν στα πάτρια για να γιορτάσουν την Παναγία. Τα όργανα κουρδίζονται κιόλας στην πλατεία, καθώς καρτερούν να απολύσει η εκκλησία. Χοροί και λαλούμενα σείουν συθέμελα το χωριό. Οι νέοι δίνουν το στίγμα τους με ξεφαντώματα κι αναστεναγμούς.
«Μαρία λέν’ την Παναγιά
Μαρία λέν’ και σένα».
Ολόκληρος ο Δεκαπενταύγουστος είναι μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης κι ακόμα μεγαλύτερη του Ελληνισμού.
Η Τήνος συνειρμικά φέρνει στο νου μας τα πρώτα μηνύματα του ’40. Τη δόλια σκέψη και ενέργεια των φρατέλων της Ιταλίας. Ιταμοί και θρασύδειλοι στιγμάτισαν με τον τορπιλισμό της «Έλλης» τα επαίσχυντα κατακτητικά τους σχέδια.
Ο Φώτης Κόντογλου αποκαλεί τούτη τη γιορτή «Πάσχα του καλοκαιριού». Τούτο το Πάσχα μεσοκαλόκαιρα δυστυχώς λίγοι το χαίρονται. Οι πιο πολλοί το συνδέουν με τις διακοπές τους και το έχουν σαν ορόσημο για τις τελικές εξορμήσεις του καλοκαιριού. Με νευρική κινητοποίηση γεμίζουν βαλίτσες, μαρσάρουν αυτοκίνητα κι εγκαταλείπουν βιαστικά τη Λάρισα. Η πόλη αδειάζει, ηρεμεί, μένει μόνη της, με το καυτό τσιμέντο και την αποπνικτική άπνοια. Τη σκεπάζει η σιωπή. Την πλακώνει η πλήξη. Είναι ανήμπορη να κρατήσει τους ανθρώπους της. Ακόμα και τα ζωντανά της ξεστράτισαν για δροσερότερα λημέρια.
Ο ήχος από τις γιορταστικές καμπάνες των εκκλησιών της πόλης μας ταξιδεύει παράταιρα, καθώς διαχέεται στους έρημους δρόμους. Αγγίζει σφαλιστά σπίτια, οχυρωμένες πόρτες, παράθυρα ερμητικά κλεισμένα. Λες πως και η ίδια η Παναγιά ξεστράτισε με αλίμενες ακτές, σε χωριά και γραφικά ξωκλήσια, περιμένοντας εκεί ν’ ακούσει τον Μικρό και τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα.
«Προστασίαν και σκέπην ζωής εμής τίθημι
Σε Θεογεννήτωρ Παρθένε.
Συ με κυβέρνησον προς τον λιμένα σου
των αγαθών αιτία, των πιστών το στήριγμα
μόνη πανύμνητε».