Εφημερίδες εφημερίδες συχνά πυκνά
φωνάζει ο εφημεριδοπώλης δυνατά
κουνώνται μια πάνω κάτω στον αέρα ψηλά
δίχως σταμάτημό με ελπίδα να πουλήσει μια.
Χειμώνα καλοκαίρι στράτες διαβαίνει γοργά γοργά
μεροκάματο να βγάλει καλό λαχταρά!
Δίχως νάχει βάλει στο στόμα του μπουκιά
ψωμί νάχει βάλει στο στόμα φτωχαδάκι για!
Εφημεριδοπώλης πιτσιρίκι λαχταρά
Με χρήματα δουλειά γράμματα να μάθει αρκετά
Για νάχει μια καλύτερη ζωή μελλοντικά!
Τυπογράφος μα δημοσιογράφος να γίνει πια.
Με ελπίδα αυτή μόνο πλάι του συντροφιά
Δεν νιώθει κούραση διαβάζοντας απανωτά
Δρόμους δρομάκια για να πουλήσει απανωτά
πραμάτια του για να ζήσει μη παρακατιανά.
Εφημερίδες, εφημερίδες, συχνά πυκνά
φωνάζει όπου βρεθεί και σταθεί δυνατά
ανεμίζοντας μια απάνω κάτω αψηλά
στον ουρανό αγοραστή νά βρει για μόνο μια.
Μερόπη Θ. Μαλαμίτση