Του Κώστα Γιαννούλα
Ασχολήθηκα ενεργά με τον συνδικαλισμό ως μέλος του Δ.Σ. της Ε.Λ.Μ.Ε. Λάρισας κατά την περίοδο 1982-1990 και το χρωστώ, κυρίως, στην απλή αναλογική και στην παραταξιακή λογική, που καθιερώθηκε για πρώτη φορά στον συνδικαλισμό το 1982. Σημειωτέον ότι ως τότε, ελέω εκλογικού συστήματος και όχι μόνο, στο συνδικαλιστικό στίβο κυριαρχούσαν κατά κανόνα τα στελέχη του ΚΚΕ και της ευρύτερης αριστεράς και επηρέαζαν ποικιλότροπα την κοινωνικοπολιτική ζωή της χώρας.
Με την καθιέρωση, όμως, της απλής αναλογικής μια ομάδα καθηγητών Β’/βάθμιας Εκπ/σης του Ν. Λάρισας με φιλελεύθερο προσανατολισμό πήραμε αυτοβούλως και χωρίς κομματική υπόδειξη την πρωτοβουλία να ιδρύσουμε μια νέα παράταξη μέσα σε συνθήκες, όμως, εκφοβισμού, αφού την εποχή εκείνη ο κομματικός φανατισμός ήταν άνευ προηγουμένου, ενώ οι πρασινοφρουροί περίσσευαν και απειλούσαν ποικιλότροπα, κρυφά και φανερά, με απολύσεις και δυσμενείς μεταθέσεις, όσους στέκονταν εμπόδιο στον δρόμο τους.
Η πρώτη μυστική συνάντηση της ομάδας μας πραγματοποιήθηκε κεκλεισμένων των θυρών και των κουρτινών σε ταβέρνα στην Τερψιθέα. Ακολούθησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα σ’ άλλους χώρους κι άλλες συναντήσεις, μυστικές κι αυτές, οπότε αποφασίστηκε τελικά να ιδρυθεί παράταξη, στην οποία δώσαμε το όνομα ΑΔΕ.Σ.ΠΑ. (Αδέσμευτη Συνδικαλιστική Παράταξη), η οποία στις εκλογές του Φθινοπώρου του 1982 εξέλεξε δύο μέλη στο Δ.Σ. της ΕΛΜΕ Λάρισας τον γυμναστή Θωμά Αγγελακόπουλο και τον γράφοντα. Έκτοτε και επί μία οκταετία εκλεγόμουν συνεχώς και άσκησα καθήκοντα προέδρου του Δ.Σ. απ’ τα τέλη του 1988 ως την άνοιξη του 1990, όταν και παραιτήθηκα, οριστικά, για λόγους, που δεν είναι του παρόντος.
Τα οκτώ αυτά χρόνια παρά τις έντονες αντιπαραθέσεις και τους οξείς διαξιφισμούς μεταξύ συνδικαλιστικών ηγεσιών και παρότι εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι ο αγώνας δόθηκε για ένα πουκάμισο αδειανό, έζησα μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πρωτόγνωρη εμπειρία και δε μετάνιωσα για το χρόνο που διέθεσα. Σ’ αυτό συντέλεσε, σίγουρα, ο ενθουσιασμός του νεοφώτιστου και η πίστη, ότι θα μπορούσαμε ν’ αλλάξουμε πολλά απ’ τα κακώς κείμενα στον κλάδο μας. Έπαιξε, επίσης, τον ρόλο του και το ότι εμφανιστήκαμε ως παράταξη χωρίς κομματικούς πάτρωνες, οπότε είχαμε, έτσι, τη δυνατότητα να ονειρευόμαστε, ν’ αυτοσχεδιάζουμε και ν’ αυτενεργούμε δίνοντας λογαριασμό μόνο στους συναδέλφους και όχι στην κομματική νομενκλατούρα, που μεταβάλλει τους συνδικαλιστές σε υποστηρικτές και απλούς χειροκροτητές των επιλογών και αποφάσεων του κάθε κόμματος.
Βοήθησε σ’ αυτό και το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της θητείας μου κυβερνούσε συνεχώς το ΠΑΣΟΚ, γεγονός που με προφύλαξε από κακοτοπιές και εξασφάλισε σταθερότητα στις απόψεις μου και όχι προσαρμογή σε νέα δεδομένα.
Εν τούτοις, στα μισά περίπου της συνδικαλιστικής μου θητείας η ΑΔΕ.Σ.ΠΑ. πέρασε και μια μικρή κρίση ταυτότητας, που δημιούργησε προβληματικές σκέψεις για το μέλλον της. Συγκεκριμένα, κάποιοι συνάδελφοι της Αθήνας κυρίως αλλά και της Θεσσαλονίκης πήραν την πρωτοβουλία σε συνέδριο, στο οποίο συμμετείχαν αντιπρόσωποι όλων των ανεξάρτητων φωνών ανά την Ελλάδα και πρότειναν χρήση κοινής ονομασίας. Σημειωτέον ότι μέχρι τότε κάθε ανεξάρτητη κίνηση είχε το δικό της όνομα, όπως ΑΔΕ.Σ.ΠΑ., Δ.Α.Κ.Μ.Ε., ΔΗ.Κ.Ι., ΔΗ.ΚΑ., Δ.Α.Κ.Ε. κ.ο.κ., γεγονός που αποδεικνύει ότι οι παρατάξεις αυτές προέκυψαν χωρίς άνωθεν κεντρική καθοδήγηση.
Έτσι, με κατά πλειοψηφία απόφαση συνεδρίου υποχρεώθηκε και η τοπική ΑΔΕ.Σ.ΠΑ. ν’ αλλάξει όνομα και να μετονομασθεί σε Δ.Α.Κ.Ε. Όλα αυτά έγιναν δήθεν για καλύτερο συντονισμό ενεργειών αλλά κατά βάση, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, για να χειραγωγηθεί η παράταξη και για να είναι εκμεταλλεύσιμο απ’ τον κομματικό μηχανισμό το ποσοστό ανόδου της στις εκάστοτε συνδικαλιστικές εκλογές, οπότε με τον καιρό η Δ.Α.Κ.Ε. στη συνείδηση του κόσμου ταυτίστηκε και έγινε παράταξη της Ν.Δ.
Ως σύνεδρος, όσο με αφορούσε, αντιτάχθηκα τότε σ’ αυτή την εξέλιξη, που περιόριζε την ανεξαρτησία, αλλά για λόγους δημοκρατικής δεοντολογίας συμβιβάστηκα όχι όμως για πολύ, γιατί την άνοιξη του 1990 παραιτήθηκα και έδωσα, έτσι, λύση στα αδιέξοδα, που αντιμετώπιζα.
Με βάση, λοιπόν, και αυτά, που μεσολάβησαν από τότε μέχρι σήμερα στο συνδικαλιστικό στίβο, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο συνδικαλιστής, για να είναι αποτελεσματικός και χρήσιμος στον κλάδο του, πρέπει να είναι σταθερός και συνεπής σ’ όλα λέει και σ’ όσα κάνει κατά καιρούς, να μην εξαρτά τις απόψεις και προτάσεις του απ’ το ποιός κάθε φορά βρίσκεται στην εξουσία, να επανασυνδέεται πότε-πότε με το χώρο εργασίας του και να μην καταντά επαγγελματίας του είδους, να μη χρησιμοποιεί ξύλινη γλώσσα στις διαπραγματεύσεις του και ν’ αποφεύγει συστηματικά να έχει ταυτόχρονα δύο ιδιότητες αυτή του εκπροσώπου των εργαζομένων και αυτή του ενεργού κομματικού στελέχους ειδικά κομμάτων εξουσίας, γιατί είναι σχεδόν βέβαιο, ακόμη και χωρίς να το επιδιώκει, ποιανών τα συμφέροντα θα εξυπηρετήσει τελικά με τη δράση του. Ή παπάς, λοιπόν, ή ζευγάς ή εκπρόσωπος των εργαζομένων ή του εργοδότη και τα δύο μαζί δεν γίνεται.