Από τον Κων/νο Οικονόμου
Η σεξουαλική σχέση ενός παντρεμένου ατόμου με άτομο διαφορετικό από τον (τη) σύζυγό του είναι μοιχεία ή, όπως ορίζεται νομικά, η παράβαση της συζυγικής πίστης που συνίσταται στην εξώγαμη κατά φύση συνουσία μεταξύ δύο ετεροφύλων προσώπων εκ των οποίων το ένα τουλάχιστον είναι έγγαμο. Η μοιχεία είναι τόσο παλιά όσο και ο θεσμός του γάμου και της οικογένειας. Η κοινωνική της απαξία ποικίλλει από εποχή σε εποχή, από κοινωνία σε κοινωνία και από πολιτισμό σε πολιτισμό.
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ: Η Ελληνική Μυθολογία αναφέρεται συχνά σε θέματα μοιχείας ακόμη και «θείας» μοιχείας. Έτσι, ο Δίας μοιχεύει κατ' εξακολούθηση απατώντας την Ήρα. Η Αφροδίτη, δυσαρεστημένη που υποχρεώθηκε να παντρευτεί τον χωλό 'Ηφαιστο, τον απάτησε μέσα στο ίδιο του το παλάτι με τον Άρη. Μοιχείας «επεισόδια» έχουμε και στον τρωικό κύκλο, συχνά με δυσάρεστα αποτελέσματα. Εκτός από τους ήρωες που συνευρίσκονταν με αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες, και οι σύζυγοι των ηρώων μιμήθηκαν το παράδειγμά τους. Έτσι, η Κλυταιμήστρα απάτησε τον Αγαμέμνονα, με τον Αίγισθο, η Αιγιαλεία τον Διομήδη με τον Κομήτη και η Μήδα του Ιδομενέα με τον Λεύκο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Μήδειας, που, όταν ο Ιάσονας την απάτησε, σκότωσε τα ίδια τους τα παιδιά!
ΙΣΤΟΡΙΚΑ: Η μοιχεία θεωρείτο ποινικό αδίκημα από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην Αθήνα Δρακόντειοι Νόμοι άφηναν το περιθώριο σε αυτόν που έπιανε επ’ αυτοφώρω τους μοιχούς να αποφασίσει ο ίδιος για την τύχη τους, ενώ συχνά η απόφαση ήταν λιθοβολισμός. Ο Σόλων τροποποιώντας το νόμο, έδινε τρεις επιλογές στον απατηθέντα. Είτε να σκοτώσει και τους δυο μοιχούς, είτε να ευνουχίσει τον μοιχό, είτε να τον εξαναγκάσει με βασανιστήρια να εξαγοράσει τη ζωή του. Στην Κύμη, κατά τον Πλούταρχο, τη μοιχαλίδα την έσερναν στην Αγορά και την ανέβαζαν σ’ ένα μεγάλο λιθάρι, για να τη χλευάσει ο κόσμος. Μετά την κάθιζαν πάνω σ’ ένα γάιδαρο και τη γύριζαν σ’ όλη την πόλη, κάτω από λοιδορίες, βρισιές και φτυσίματα. Τέλος την επέστρεφαν πάνω στο ίδιο λιθάρι της Αγοράς, όπου τη «βάφτιζαν» ονοβάτιδα. Μ’ αυτόν τον «τίτλο» θα την προσαγόρευαν ώσπου να πεθάνει, απαγορεύοντάς της τη συμμετοχή σε θρησκευτικά καθήκοντα και κρατώντας τη σε καραντίνα για να μην διαφθείρει και άλλες. Στο εξής αν παρουσιαζόταν μ’ εμφάνιση εξεζητημένη, ο καθένας μπορούσε να την προσβάλει, να της ξηλώσει τα κοσμήματα, να της σκίσει τα ρούχα, να τη βρίσει, να την εξευτελίσει. Έπειτα, όπως και στην Αθήνα, ο σύζυγος την έδιωχνε από το σπίτι, γιατί αν τη συγχωρούσε, η κοινωνία θα τον αποκήρυχνε και θα τον περιφρονούσε σαν άτιμο!
Μια από τις ποινές των μοιχών, στην Αθήνα, ήταν η ραφανίδωσις ή παράτιλμος, δηλαδή το μπήξιμο ενός ρεπανιού στον πρωκτό τους, οπότε στο εξής τους αποκαλούσαν ονειδιστικά «ευπροίκτους». Άλλη ποινή ήταν το κούρεμα «σύριζα», που το αποκαλούσαν «μοιχόν». Το δικαστήριο μπορούσε να επιβάλει και πρόστιμο, τα μοιχάγρια. Αν η γυναίκα που πιανόταν αυτόφωρα σε παράνομη σεξουαλική πράξη ήταν ανύπαντρη ή κόρη, ο αδερφός ή ο πατέρας είχε δικαίωμα να την πουλήσει σκλάβα.
Συγχρόνως, όμως, κι αυτό μαρτυρά την υποκριτική αντιμετώπιση της μοιχείας, οι έγγαμοι άνδρες μπορούσαν να έρθουν ελεύθερα σε επαφή με αυλητρίδες, χορεύτριες ή ακόμη και εταίρες οι οποίες συχνά πυκνά παρευρίσκονταν στα συμπόσιά τους.
Ο κώδικας του Χαμουραμπί (1800 π.Χ.) στη Βαβυλώνα, προέβλεπε για τη μοιχεία την ποινή του θανάτου με πνιγμό και για τα δύο φύλα. Γενικά, Έλληνες και Ρωμαίοι τιμωρούσαν ακόμη και με την ποινή τον θανάτου τη μοιχαλίδα, ενώ η ποινή για τον μοιχό ήταν ήπια. Οι βυζαντινοί νόμοι προέβλεπαν το εγκλεισμό της μοιχαλίδας σε μοναστήρι για δύο έτη. Μετά την παρέλευση του διαστήματος αυτού, αν ο σύζυγος συγχωρούσε την άπιστη σύζυγό του, την επανέφερε δίπλα του στο σπίτι, ειδάλλως ο εγκλεισμός της ήταν ισόβιος. Όμως και εντός των μονών οι μοιχαλίδες ζούσαν μακριά από τις υπόλοιπες μονάζουσες σε ιδιαίτερα τμήματα, που λέγονταν «μετάνοιες».
Από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, έως το 1950 (άρθρο 286 του Π.Ν.), η διάπραξη μοιχείας χαρακτηριζόταν ως πλημμέλημα. Έτσι παρέμεινε και στο νέο κώδικα (άρθρο 357) μέχρι το 1982. Ο Ποινικός Κώδικας όριζε ποινή ενός έτους για τους μοιχούς, ενώ δίωξη υπήρχε μετά από μήνυση του παθόντος συζύγου. Σημειωτέον πως για να αποδειχθεί το αδίκημα έπρεπε οι μοιχοί να συλληφθούν επ’ αυτοφώρω και χωρίς τα ρούχα τους!
Η αποποινικοποίηση της μοιχείας στην Ελλάδα έγινε το 1982 με νόμο του Ανδρέα Παπανδρέου (1272/82), ο οποίος ξεκίνησε το έργο του με αυτό το μέτρο, χωρίς να υπολογιστεί η θέση της Εκκλησίας, που φοβόταν την χαλάρωση των ηθών και τον κλονισμό του θεσμού της οικογένειας και του γάμου. Ένα χρόνο αργότερα, η μοιχεία έπαψε να αποτελεί και λόγο διαζυγίου σε περίπτωση που «δεν έχουν διαταραχθεί ανεπανόρθωτα οι συζυγικές σχέσεις» (;).
Η ΜΟΙΧΕΙΑ ΔΙΕΘΝΩΣ: Οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Μουσουλμανισμός) είναι κατηγορηματικές στην καταδίκη της μοιχείας, υπακούοντας στην έβδομη εντολή του Θεού: «Ου μοιχεύσεις». Κι ενώ Ιουδαϊσμός και Χριστιανισμός αρκούνται σε εκκλησιαστικά επιτίμια, στα κράτη όπου εφαρμόζεται η Σαρία (ισλαμικός νόμος), οι ποινές είναι απάνθρωπες, κυρίως για τις γυναίκες (ραβδισμοί ή λιθοβολισμός μέχρι θανάτου). Πιο ανεκτικοί είναι Ινδουιστές, Εσκιμώοι και ορισμένοι λαοί της Αφρικής και της Πολυνησίας. Στην Ευρώπη και την Αμερική η μοιχεία αποτελούσε ή και εξακολουθεί να αποτελεί λόγο διαζυγίου. Η τάση για ισότητα των δύο φύλων εξηγεί γιατί σχεδόν σε όλες αυτές τις χώρες αποποινικοποιήθηκε η μοιχεία.
ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΟΦΙΑ: Ο Κλήμης Ρώμης έλεγε πως: “Ο μοιχός οδηγεί την ψυχή του σε αιώνια καταδίκη”, ενώ ο Πλούταρχος πολύ σοφά διακήρυττε: “Ουδέποτε λιμός εγέννησε μοιχεία”, αναδεικνύοντας πίσω από το πάθος της μοιχείας, τον “κόρο”, τον χορτασμό που οδηγεί τον άνθρωπο, δυνητικά, και στη μοιχεία. Για πολλούς φιλοσόφους η μοιχεία στη γυναίκα εξηγείται στην προσπάθεια αναζήτησης του καλύτερου απ' αυτό που έχει, ενώ στον άνδρα, στην προσπάθεια αναζήτησης απλώς του καινούριου. Ο θεατρικός συγγραφέας Α. Τσέχωφ έγραψε σε κάποιο διάλογό του: “Η άπιστη γυναίκα είναι σαν μια κρύα μπριζόλα την οποία δεν θέλεις ούτε να αγγίζεις, γιατί κάποιος ήδη την κρατούσε στα χέρια του”, δείχνοντας με απλά λόγια την απέχθεια που θα νιώσει ο απατηθείς σύζυγος για τη μοιχαλίδα σύζυγό του. Αλλά ακόμη και η συμφιλίωση του μοιχού με το ταίρι του θα θυμίζει συγκόλληση κρυστάλλινου βάζου από τα συντρίμμια του: “ακόμη μπορείς να το χρησιμοποιήσεις,αλλά δεν μπορείς πια να το κοιτάς με θαυμασμό”! Ο Όσκαρ Ουάιλντ διέκρινε στην πλειονότητα των ανθρώπων σπίθες του πάθους λέγοντας: “Οι νέες θα ήθελαν να είναι πιστές, αλλά δεν είναι. Οι γέροι θα ήθελαν να είναι άπιστοι, αλλά δεν μπορούν".
Στο δεύτερο [τελευταίο] άρθρο για τη μοιχεία, την επόμενη Κυριακή, θα αναφερθούμε στην ψυχολογική και την πνευματική διάσταση του πάθους.
Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας – συγγραφέας