Από τη Μαρίνα Αποστολοπούλου
Το ‘χουμε πολλές φορές επισημάνει με αφορμή την υπόθεση της «Χρυσής Αυγής» στην Ελλάδα και τα όσα πέριξ αυτής έχουν συμβεί, ότι το «φαινόμενο» δεν είναι μόνον ελληνικό. Εντάσσεται σε μία γενικότερη «τάση» η οποία παρατηρείται ανά την Ευρώπη, με μεγαλύτερη ένταση και έκταση από ότι στο παρελθόν.
Την παρατήρηση-διαπίστωση του γεγονότος αυτού, ως απόρροια της ευρωπαϊκής ειδησεογραφίας, έρχεται να ενισχύσει το διεθνούς εγκυρότητας Ίδρυμα Κόνραντ Αντενάουερ, το οποίο σε μελέτη με τίτλο «Άνοδος των δεξιών και εθνικιστικών κομμάτων στην Ευρώπη» καταπιάνεται με την ανάλυση του συγκεκριμένου φαινομένου και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ενόψει των ευρωεκλογών του Μαΐου. Διότι ευλόγως υπάρχει, ή αν δεν υπάρχει πρέπει να υπάρξει, ανησυχία, σχετικά με τις πολιτικές δυνάμεις και την αναλογία τους στο νέο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο που θα προκύψει. Και αν λάβουμε υπόψη ότι η ψήφος στις ευρωεκλογές είναι εκ παραδόσεως πιο χαλαρή για τους πολίτες ανά ευρωπαϊκή χώρα, σε σχέση με τις εθνικές τους εκλογές, τότε... Τότε, δεν είναι καθόλου απίθανο, αυτή η «χαλαρότητα» σε συνδυασμό και με την «εκδικητικότητα» απέναντι σε μεγάλα κόμματα τα οποία κυβερνούν και απογοητεύουν-όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά σίγουρα σε όλο τον ευρωπαϊκό νότο και βεβαίως σε χώρες του βορρά-να οδηγήσει σε ένα Ευρωκοινοβούλιο όπου το «μαύρο» θα είναι από τα κυρίαρχα χρώματα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις ευρωπαϊκές πολιτικές, ακολούθως.
Το ερώτημα είναι βεβαίως: γιατί «τώρα»; Γιατί, αυτό που υπήρχε μεν αλλά ως υπόθεση των ολίγων δε, έχει αρχίσει επικινδύνως να «θεριεύει» ανά την Ευρώπη; Η απάντηση, στην πραγματικότητα είναι απλή και προκύπτει διά της κοινής παρατήρησης, χωρίς να χρειάζεται κανείς να εντρυφήσει σε βαθύτερες μελέτες. Από τη μία η οικονομική κρίση που, μπορεί βεβαίως να πλήττει κατά κύριο λόγο τον νότο, αλλά και ο βορράς δεν έχει μείνει ανέπαφος με αποτέλεσμα να έχει πληγεί καίρια το επίπεδο ζωής των περισσοτέρων πολιτών των κατωτέρων στρωμάτων. «Πακέτο» με αυτό πάει και το τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας, το οποίο πλήττει κυρίως τους νέους και το οποίο, πολύ αργά, αναγκάστηκαν και επισήμως να παραδεχτούν οι... ευρωάρχοντες, ότι αποτελεί τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή μάστιγα αυτή τη στιγμή και «κάπως» θα πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Μ’ όλαταύτα, έτσι για να ανασύρουμε μνήμες το παρελθόντος, ακόμη από τα τέλη της δεκαετίας του ΄90, είχε αναδειχθεί σε συνόδους Κορυφής, ως κυρίαρχο ευρωπαϊκό πρόβλημα η «ανεργία» και ο τρόπος αντιμετώπισής της, υποτίθεται ότι αποτελούσε προτεραιότητα για τα επόμενα χρόνια. Αισίως, έχουμε φθάσει στο 2013 και το πρόβλημα, όχι μόνον παραμένει, αλλά έχει πάρει τη μορφή γάγγραινας που κατατρώει την ΕΕ. Και φυσικά, είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον επόμενο λόγο ο οποίος «στρέφει» τους ευρωπαίους πολίτες προς τα ακροδεξιά κόμματα: με το κύμα μετανάστευσης ελεγχόμενο αλλά κυρίως ανεξέλεγκτο προς την Ευρώπη από τρίτες χώρες, το οποίο έχει ενισχύσει, το κλίμα ρατσισμού και ξενοφοβίας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Οι τρεις αυτές παράμετροι, σε συνδυασμό με «παρακλάδια» τους, τρέφουν την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη, οδηγώντας στη δημιουργία μίας νέας πολιτικής πραγματικότητας, η οποία ξυπνά δυσάρεστες μνήμες και γεννά υπαρκτούς ή και ανύπαρκτους φόβους.
Στο πλαίσιο πάντως, της προαναφερόμενης μελέτης δεν επιβεβαιώνεται η άποψη «κλισέ» ότι τα ακροδεξιά κόμματα αποτελούν τη σάρκα εκ της σαρκός των συντηρητικών κομμάτων από τους δύο συντάκτες της. Ψηφοφόροι των ακροδεξιών βρίσκονται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και κυρίως στην εκλογική πελατεία των πρώην σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Ο λόγος έγκειται στη στροφή προς τον «τρίτο δρόμο», που έκαναν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και άφησαν μεγάλες ομάδες ψηφοφόρων τους κομματικά άστεγες, όπως αναφέρεται στην έκθεση. Και, θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε, σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα τουλάχιστον, ότι ο λόγος έγκειται επίσης στο γεγονός, ότι η «Χρυσή Αυγή» αντιμετωπίζεται από μία γκάμα ψηφοφόρων οι οποίοι προέρχονται από όλους τους κομματικούς χώρους ως «τιμωρητική ψήφος» απέναντι στο πολιτικό σύστημα που τους απογοήτευσε και καθιστά τη «ΧΑ» χωρίς και η ίδια να το καταλαβαίνει, «αντισυστημικό» κόμμα.
Πώς θα εξαλειφθούν τα ακροδεξιά κόμματα;
Καταρχήν το να «εξαλειφθούν» είναι μεγάλη κουβέντα και εκτός σύγχρονης ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Το να «συρρικνωθούν» είναι το ζητούμενο.
Οι δύο ερευνητές προτείνουν δύο δρόμους προσέγγισης: από τη μία πρέπει να καταπολεμηθούν οι κοινωνικές αιτίες που ωθούν τους ανθρώπους στο να ρέπουν στον ριζοσπαστισμό, με άλλα λόγια η εξαθλίωση και η εξάρτηση των πολιτών από το κοινωνικό σύνολο, που τους κάνουν επιρρεπείς στις απλοϊκές απαντήσεις των λαϊκιστών. Από την άλλη τα καθιερωμένα κόμματα θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν υφιστάμενους νόμους ή ενδεχομένως να τους αυστηροποιήσουν για να αποκλείσουν την κατάχρηση των κοινωνικών επιδομάτων.
Επιπλέον η Ευρώπη και οι θεσμοί της θα πρέπει να διαμορφώσουν νέες δομές σταθερότητας για να πειστεί η μεγαλύτερη μάζα των πολιτών ότι έχει προνόμια από την Ευρώπη. Γιατί οι ακροδεξιοί εκμεταλλεύονται τις ευρωπαϊκές αδυναμίες και επικρίνουν την ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ ότι βρίσκεται κόσμους μακρύτερα από τον απλό πολίτη.
Ένα πρόβλημα υπάρχει μόνο σε όλα αυτά.
Ότι δυστυχώς στην Ευρώπη του 2014 (το 2013 πάει το φάγαμε) η θεωρία από την πράξη απέχουν πάρα πολύ.