Στις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, που συχνά-πυκνά δημοσιεύονται, καταγράφεται-εδώ και πολύ καιρό-ένα μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων με την ένδειξη: «Αναποφάσιστοι» ή όσοι απαντούν «Δεν ξέρω» ή «Δεν απαντώ». Μεγάλο ποσοστό, με αυστηρότητα, επιλέγει και τον «Κανένα», ως καταλληλότερο ηγέτη ή δυνάμει ηγέτη. Φυσικό είναι το φαινόμενο να προβληματίζει. Και να διατυπώνονται διάφορες εκτιμήσεις, ιδιαίτερα από αυτά που ονομάζονται εντυπωσιακά... «κομματικά επιτελεία». Αυτά που διαθέτουν (για τα... «στρατά») «επιτελάρχες», «κλαδάρχες», «τομεάρχες», «επιμελητείες» και λοιπά όμορφα. Όλα καλά.
Αυτό, όμως, δεν εμποδίζει έναν απλό πολίτη, αντίθετα τον οιστρηλατεί, από μια προσπάθεια να κατανοήσει, να ψηλαφήσει αυτήν τη στάση και την επιλογή πολλών συμπολιτών. Έχοντας, λοιπόν, διαθέσιμη μόνο μια εμπειρική αίσθηση του πολιτικού περίγυρου και κανένα τεχνικό μέσο σφυγμομέτρησης, εκτιμάται ότι: πολλοί επιλέγουν πλέον και την απολιτικότητα. Είναι κατανοητή η δήλωση «δεν ξέρω», όπως και η αμφιταλάντευση του αναποφάσιστου. Εξίσου κατανοητή είναι και η στάση της αμφισβήτησης, της κριτικής αναμονής, της έρευνας κλπ.
Με τον όρο απολιτικός εννοείται όχι αυτός που δεν έχει σχέση με την πολιτική, αλλά αυτός που αρνείται ή απορρίπτει, γενικά, την πολιτική. Είναι αυτός που εκφράζεται με δυσπιστία ή και περιφρόνηση απέναντι στην πολιτική διαδικασία. Και η συμπεριφορά του, ομολογημένη ή ανομολόγητη, συνειδητή ή ασυνείδητη, είναι συνεπής με αυτή την επιλογή του. Εκτιμάται, λοιπόν, ότι οι απολιτικοί αποτελούν σημαντικό μέρος της απροσδιόριστης σφυγμομετρικής καταγραφής. Εμπειρικά πάντα, η απολιτικότητα εμφανίζεται με δυο μορφές. Την απόλυτη και τη σχετική απολιτικότητα.
Στην πρώτη περίπτωση της απόλυτης απολιτικότητας δηλώνεται μια γενική απόρριψη της πολιτικής διαδικασίας. Μια γενική και ολοκληρωτική άρνησή της. Εκφράσεις όπως: «Η πολιτική, για μένα, είναι μια απάτη» ή «Τι μας χρειάζονται οι πολιτικοί;» ή «Όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι!» ή «Κάθε λίγο εκλογές... βαρέθηκα βρε αδερφέ!» είναι δηλωτικές αυτής της στάσης. Σε κάποιες περιπτώσεις έχει τόση σφοδρότητα η αφέλεια -αν όχι η ευήθεια- αυτής της στάσης ώστε κάθε παραπέρα συζήτηση είναι μάταιη. Αξίζει, όμως, το ενδιαφέρον και την προσοχή όταν υποκρύπτει μια αυταρχική επιλογή, μια θεμελιακή άρνηση της ουσίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ή την παραπομπή σε λύσεις μεσσιανικές, από κάποιον... «σωτήρα». Ή ακόμα και μια υπεροπτική, ελιτίστικη οπτική των πραγμάτων. Ενώ αποκαλύπτει και μια έλλειψη κοινοβουλευτικής αγωγής, που μπορεί να γίνει επικίνδυνη...
Στη δεύτερη περίπτωση της σχετικής απολιτικότητας διαπιστώνεται μια μερική άρνηση της πολιτικής διαδικασίας. Κάποια θέματα αποχωρίζονται γιατί ορισμένα δεν πρέπει να είναι τόσο... πολιτικά. Ακούμε ή διαβάζουμε μερικές φορές: «Μην πολιτικοποιούμε αυτά τα θέματα!» Και μ’ αυτόν τον... «προστατευτισμό» είναι σαν να αποδεχόμαστε, ανομολόγητα, «μη... λερώνουμε» αυτά τα θέματα. Είναι, δηλαδή, σαν να αφήνεται να υπονοηθεί ότι είναι τόσο σοβαρό αυτό το θέμα, τόσο μεγάλο, τόσο... εθνικό, που δεν μπορεί να είναι πολιτικό. Τα στερεότυπα που ακολουθούν είναι πολλά! Και βολικά για υπεκφυγές.
Όταν εμείς οι ίδιοι, οι καθημερινοί άνθρωποι, έχουμε μάθει να πιστεύουμε ότι τα μεγάλα θέματα δεν θα πρέπει να τα πολιτικοποιούμε (προσοχή, άλλο να μην τα κομματικοποιούμε!) τότε είναι σαν να απαρνούμαστε την ιδιότητα του πολίτη. Σαν να φοβόμαστε να αγγίξουμε-έστω- ένα θέμα που μας αφορά, αφορά την «πόλη», εκχωρώντας ανομολόγητα αυτό το δικαίωμα σε κάποιον άλλο. Περιμένοντας κάποια λύση, από κάποιον άλλο, κάποτε, με κάποιον τρόπο... Είναι μια αθέλητη, ίσως, και «ανεπαίσθητη» άρνηση της ουσίας της δημοκρατίας.
Στην κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία μας η γνώμη, η πολιτική γνώμη, διαμορφώνεται ελεύθερα. Με επιλογή και ευθύνη του φορέα της. Αυτό το αυτονόητο, αυτή η τύχη αν θέλετε, αποκτά αξία γιατί παραπέμπει στη γνώμη κάποιου ή κάποιων άλλων. Αναφέρεται σε κάποιο «κοινό». Μόνο σ’ αυτό υπάρχει, μόνο εκεί αποκτά νόημα, έτσι... ζει. Αυτό απλά σημαίνει ότι δεν μπορεί ο καθένας να μετατρέψει τη γνώμη του, την άποψή του, τις οποιεσδήποτε αντιρρήσεις ή ενστάσεις του σε συμπεριφορά υποχρεωτική για τους άλλους. Σημαίνει επίσης ότι ο καθένας, ανεξάρτητα από την προέλευση, τη θέση του ή τη μόρφωσή του έχει το δικαίωμα να συζητάει. Να συζητάει για κάθε θέμα ακόμα και για το πιο μεγάλο, ακόμα και για το πιο πολύπλοκο. Φυσικά (για τη Δημοκρατία...) είναι μόνο στη θέληση της πλειοψηφίας να συμφωνήσει μαζί του και να τον ακολουθήσει ή όχι. Αφού είναι φυσική και η διαφωνία.(*)
Ψάχνοντας τις αιτίες της απόλυτης ή σχετικής απολιτικότητας μπορεί να σημειωθεί και άλλη μια, που επισημαίνεται. Είναι η αχαρτογράφητη αποστροφή στον κομματισμό, τον κομματισμό που ενδημεί στον τόπο μας. Αυτή η στάση έχει ένα...ελαφρυντικό, ιδιαίτερα για τους νέους μας. Για όσους απ’ αυτούς γοητεύονται από την ελεύθερη σκέψη και απεχθάνονται τη νοθεία της. Είναι η κουβέντα ενός πολύπειρου παλιού κοινοβουλευτικού: «Η πολιτική βρίσκεται παντού, δεν είναι όμως το παν...».
(*)-Θα μπορούσε να ονομαστεί «το ελληνικό παράδοξο», για τον τόπο όπου γεννήθηκε η δημοκρατία. Όμως, πια, δεν εκπλήσσει. Πληροφορηθήκαμε, λοιπόν, ότι σε συνέλευση του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι φοιτητές ψήφιζαν για το εάν θα γίνει κατάληψη είτε «ναι», είτε «λευκό». «Όχι» δεν υπήρχε...
xatzis@hotmail.com