Από τη Μαρίνα Αποστολοπούλου
...Δηλαδή είμαστε «μία χαρά δυστυχισμένοι»!
Και όσο να πεις και αυτό, είναι ενός είδους επίτευγμα. Μπορεί να μην τα καταφέρνουμε να έχουμε πολλές θετικές «πρωτιές» στον κόσμο τούτο, αλλά, όταν πρόκειται για αρνητικές επιδόσεις, δεν μας φθάνει κανείς.
Τηρώντας την... παράδοση και αυτή τη φορά, σταθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων.
Σύμφωνα με την «Έκθεση της Παγκόσμιας Ευτυχίας» του ΟΗΕ για το 2013, η Ελλάδα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση-μετά την Αίγυπτο- των δεικτών του επιπέδου ζωής και προσωπικής ευτυχίας. Η Ελλάδα της κρίσης καταγράφει τη δεύτερη μεγαλύτερη υποχώρηση, παγκοσμίως, του δείκτη ευτυχίας, σε σχέση με την περίοδο 2005-2007 και ακολουθεί όλος ο ευρωπαϊκός νότος. Δηλαδή, είμαστε οι «πρωταθλητές του Νότου» στη δυστυχία και του κόσμου παρ’ ολίγον. Θα μπορούσαμε και παγκοσμίως αλλά μας... έφαγε η Αίγυπτος την πρωτιά, λόγω του εμφυλίου, προφανώς.
Και εμείς όμως εδώ, μήπως και τι έχουμε; Έναν ακήρυχτο πόλεμο, ο οποίος ενίοτε μετατρέπεται και σε «εμφύλιο» με ιδιαίτερα σκληρά χαρακτηριστικά καθότι η ένδεια γεννά προβλήματα, τα προβλήματα γκρίνια και όλα μαζί γεννούν ενίοτε «κακίες» για τους περισσότερο προνομιούχους που παίρνουν και τα χαρακτηριστικά ανοιχτής αντιπαλότητας και ρήξης.
Όπως σχεδόν από την αρχή της κρίσης, είχαμε επισημάνει, ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διέτρεχε η ελληνική κοινωνία ήταν ακριβώς να διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός της, ως απόρροια της απώλειας της λεγόμενης «μεσαίας τάξης», η οποία αποτελεί και το «αμορτισέρ» των κοινωνιών για να διατηρούν την ευελιξία, την ισορροπία και την ανεκτικότητά τους σε πληθώρα θεμάτων.
Σήμερα τέσσερα χρόνια σχεδόν μετά, η «μεσαία τάξη» υπάρχει μόνον κατ’ ευφημισμόν καθώς κατ’ ουσία την έχουν απομυζήσει με εξαιρετική συνέπεια και συχνότητα τα αλλεπάλληλα σκληρά μέτρα μιας που υπήρξε και ο κεντρικός στόχος των Μνημονίων και της τρόικας.
Όμως για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, η περίοδος με την οποία γίνεται η σύγκριση μείωσης της «ευτυχίας» μας, ανήκει και ιστορικά πλέον, σε μία «άλλη Ελλάδα». Γιατί, ως εκ των υστέρων απεδείχθη, μέχρι και το 2009- και παρότι η κρίση είχε ήδη αρχίσει να σοβεί από το 2008 χωρίς εμείς να το έχουμε πάρει χαμπάρι η εν πάση περιπτώσει χωρίς να μας το λένε- ζούσαμε σε έναν ουτοπικό κόσμο. Αν όχι «αγγελικά πλασμένο», πάντως σίγουρα επίπλαστο, ο οποίος απείχε από την πραγματικότητα και από τις δυνατότητες που στην ουσία όλοι μας είχαμε. Ήταν, ή μάλλον συνέχιζε να είναι, η εποχή του Χρηματιστηρίου, των τριών αυτοκινήτων μεγάλου κυβισμού ανά οικογένεια, το «διακοποδανειών» και «εορτοδανείων» και των τηλεφώνων που χτύπαγαν κάθε τρεις και δύο από τις τράπεζες για να μας ενημερώσουν ότι μας έχει εγκριθεί ένα καταναλωτικό δάνειο που δεν ζητήσαμε και μία κάρτα που δεν ξέραμε ότι υπάρχει. Βεβαίως και σήμερα, ο Έλληνας πολίτης βρίσκεται σε μία διαδικασία διαρκούς και ανοιχτού «διαλόγου» με τις Τράπεζες!
Μόνον που τώρα οι περισσότεροι αποφεύγουν να σηκώσουν το τηλέφωνο, γιατί το ερώτημα στην άλλη άκρη είναι πότε θα καταβληθεί η δόση του τάδε δανείου και της δείνα κάρτας. Και επειδή «ουκ αν λάβοις παρά το μη έχοντος», πόσος... διάλογος να γίνει πια;
Είναι λοιπόν, μάλλον ατυχής η σύγκριση της παρούσας περιόδου με εκείνη του 2005-2007 με την Ελλάδα του 2013 που πρωταγωνιστούν οι πετσοκομμένοι μισθοί, η ανεργία και η ανασφάλεια. Και φυσικά, τίποτα από τα παραπάνω δεν μπορεί να μας προκαλέσει... ευτυχία. Αυτό πια δεν χρειάζεται να γίνουν «μετρήσεις» για να το γνωρίζουμε.
Ωστόσο, η «δυστυχία» δεν μετριέται χειροπιαστά. Δεν υπάρχει ας πούμε κάτι αντίστοιχο του «μετρητή Γκάιγκερ» που μετράει τη ραδιενέργεια, για να ξέρουμε πόσο «δυστυχής» είναι ο καθένας από μας. Κυμαίνεται το πράμα ανάλογα με τις συνθήκες και τον χαρακτήρα του καθενός. Και επιπλέον... Όταν κυκλοφορείς έξω και βλέπεις όλα τα καφέ γεμάτα και όλα τα τσιπουράδικα τίγκα και όλες τις πλαζ το καλοκαίρι μπίμπα και όλες τις μπύρες δίπλα στο κύμα, τι να πεις; Φαίνεται ότι είμαστε μία χαρά... χάλια και ξέρουμε να «πνίγουμε» την δυστυχία μας με τον κατάλληλο τρόπο!