Του Κων/νου Ι. Παπακωνσταντίνου
Είναι τόσες πολλές και μεγάλες οι ανακατατάξεις, που μας έφερε η κρίση, ώστε να έχουμε πλήρη σύγχυση. Οσοι έκαναν οικονομίες για ν΄ αγοράσουν ένα δεύτερο σπίτι, σήμερα τραβούν τα μαλλιά τους. Οσοι μη αγρότες αγόρασαν για επένδυση χωράφια, σήμερα τα καμαρώνουν χέρσα. Πληρώνουν μάλιστα και χαράτσι. Οσοι επένδυσαν στο χρηματιστήριο έμειναν ταπί. Η σχέση όμως του Ελληνα με το σπίτι, έχει βαθιές ρίζες. Η «Εστία» των αρχαίων, ως σήμερα «Σπίτι μου σπιτάκι μου» αποτελεί έναν άρρηκτο δεσμό. Η συναισθηματική εξάρτηση του Ελληνα από το σπίτι είναι μεγάλη. Πριν λίγα χρόνια αποταμιεύαμε χρήματα για ν΄ αγοράσουμε ένα σπίτι, ώστε το παιδί μας να έχει τη δική του στέγη. Πόνος και ιδρώτας μεταφραζόταν σ΄ ένα τριάρι ή γκαρσονιέρα. Ετσι εξοφλούσαμε το χρέος μας για τα παιδιά. Να μη ζήσουν κι αυτά όπως εμείς. Πολυμελής οικογένεια σε δύο δωμάτια. Να μην έχουν ενοίκια. ΄Η να έχουν και κάποιο εισόδημα. Ο Ελληνας όμως ανήσυχος και πλεονέκτης πέρασε σε δεύτερο στάδιο. Να πάρουμε κι άλλο διαμέρισμα, ν΄ αυξήσουμε το εισόδημα. Οσα περισσότερα ακίνητα αποκτούσαμε, τόση ασφάλεια νιώθαμε. Αλλά και κοινωνική καταξίωση. Η Ελλάδα έγινε η πέμπτη χώρα στον κόσμο και δεύτερη στην Ευρώπη, για τη μεγαλύτερη ιδιοκτησία ακινήτων. Διαμερίσματα, κατοικίες δυσανάλογες με τις ανάγκες μας, προκλητικές βίλες. Βέβαια, μια σύγχρονη κατοικία ή ένα εξοχικό, δικαιολογούσαν απόλυτα τη δίψα μας για στέγη. Αυτά όμως δεν είχαν τελειωμό. Εγιναν σκοπός στη ζωή μας. Εδειξαν την απληστία μας.
Κάποια μέρα όμως ξυπνήσαμε και είδαμε, πως το ποθητό έγινε πρόβλημα. Πολύ βαρύ μάλιστα. Ένα όνειρο ήταν που κατέληξε σε εφιάλτη. Αυτή λοιπόν η μέρα ήταν η μέρα κρίσης. Η κρίση με τα πολλά δυσειδή της πρόσωπα και τα αποπνικτικά της πλοκάμια. Βροχή έπεσαν οι φόροι και τα χαράτσια. Οι ανάλγητοι ηγεμονίσκοι μας, αδύναμοι να βρουν λύσεις, για την έξοδό μας από την κρίση, ξεσπούν αδίστακτοι σε περικοπές μισθών, συντάξεων και φορολογία ακινήτων. Είναι ο μόνος εύκολος τρόπος γι΄ αυτούς να μαζέψουν χρήματα, που κανείς δεν ξέρει πού πάνε. Οι φόροι των ακινήτων είναι αναρίθμητοι, έτσι που η κατοχή ακινήτου σημαίνει αυτοκτονία. Πολλοί εγκατέλειψαν τα διαμερίσματά τους και από αδήριτη ανάγκη, πήγαν να συστεγασθούν με τους γονείς τους, όπως - όπως για ν΄ απαλλαγούν από ενοίκια. Η ανοικοδόμηση φρέναρε, η αγορά ακινήτων πάγωσε. Στις εισόδους των πολυκατοικιών, συνωστίζονται τα ενοικιαστήρια, που μένουν ανώφελα εκεί, καθώς ξεθωριάζουν από την πολυκαιρία. Περιμένουν άδικα τον επόμενο ενοικιαστή ή κάποιον αγοραστή. Μια ερημιά τα αδειανά διαμερίσματα, που σε τρομάζει. Όπως και τα λουκέτα των καταστημάτων. Κλειστά, ερημωμένα, βουβά. Ευτελή απομεινάρια μιας προσπάθειας με πολύ κόπο και ιδρώτα. Ολοι τώρα θέλουν να πωλήσουν. Αλλά κανείς δεν αγοράζει. Πού και πού πωλείται από κανένα από άμεση ανάγκη, σε εξευτελιστικές τιμές. Ισα, ίσα να σώσει την επιβίωση του πωλητή. Οι διαμερισματούχοι μένουν με την καυτή πατάτα. Το όνειρό τους να αποκτήσουν ένα διαμέρισμα για να βοηθήσουν τα παιδιά, έγινε συντρίμμια. Γέμισε η ζωή τους με άγχος, πώς να προλάβουν τα χαράτσια, για τα έρημα σπίτια. Και τα παιδιά, που χάρηκαν κάποτε για το διαμέρισμα, που τους χάρισε ο γονιός, τώρα διαμαρτύρονται: «Γιατί μπαμπά μας κληροδότησες το διαμέρισμα; Τι σου φταίγαμε;». Εκεί, δυστυχώς φτάσαμε.
Ο Έλληνας πληρώνει τώρα τη μεγαλομανία του, την απληστία του. Μια βόλτα στα περίχωρα της Λάρισας και θα δείτε σπιταρώνες τεράστιες, βίλες πολυτελείας, παλάτια που ξεπερνούν προκλητικά τις ανάγκες μας για στέγαση. Στα πόθεν έσχες των βουλευτών, απορούμε, αλλά και τρομάζουμε όταν βλέπουμε πως ο καθένας έχει 30 ή και 40 ακίνητα. Οσα άρπαξαν από μίζες, αμαρτωλά αλισβερίσια και λαμογιές, αν δεν τα έκρυψαν έξω, τα επένδυσαν σε ακίνητα.
Καιρός όμως είναι από το φιάσκο αυτό να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας. Τι είχαμε ανάγκη; Ένα σπιτάκι, την «Εστία» των αρχαίων, να μας καλοδέχεται μετά τη σκληρή πάλη με τη ζωή. Να σκεπάζει τα όνειρα και τις ελπίδες μας. Να απαλύνει τους πόνους. Να σβήνει τους φόβους. Να μας ανακουφίζει από κάματο και άγχη. Μάθαμε πολλά. Πως η ικανοποίηση επιθυμιών με δάνεια και επιδοτήσεις δεν είναι η σωστή μέθοδος. Πως η απληστία δεν οφελεί. Κι ακόμα να μην υποδυόμεθα τον «κάποιον» γιατί η ζωή μας επιφυλάσσει ανατροπές δυσάρεστες.