Του Ηλία Κωτούλα
Να αφήσει ο καιρός τον κοσμάκη να μαζέψει τις φακές και τα ρόβια, έλεγε και ξανάλεγε η γυναίκα μου, τις μέρες που έπεφταν βροχές και χαλάζι και έκαναν ζημιές σε πολλές περιοχές του νομού και ολόκληρης της Θεσσαλίας.
Την άκουγα και ο νους μου πήγαινε συνειρμικά σε ένα χωριό, τρεις ώρες μακριά από την πατρίδα μου τη Σιάτιστα, πέρα από τον ποταμό Αλιάκμονα, την «Τραπεζίτσα».
Δίπλα του περνούσε ένα ποταμάκι, η «Πραμόρτσα» που πότιζε όλη την κοιλάδα και την έκανε μια από τις ομορφότερες και παραγωγικότερες περιοχές της πατρίδας μας. Στο χωριό αυτό, που είναι πραγματικός παράδεισος, πέρασα όλα τα καλοκαίρια τον καιρό της Κατοχής, μαζεύοντας φακές και ρόβια, καθώς και σε άλλες δουλειές, στα καλαμπόκια, τα μποστάνια και στους λαχανόκηπους, γιατί οι κάτοικοί του καλλιεργούσαν πολλά ζαρζαβατικά.
Η περιοχή, πέρα από τον Αλιάκμονα, ήταν από τους Γερμανούς της Κατοχής απαγορευμένη ζώνη και συχνά έκαναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, για τυχόν αντάρτες. Όποιον εύρισκαν εκεί, που ήταν από την εδώ μεριά του ποταμού, Σιάτιστα και άλλα χωριά, εκτελούσαν επί τόπου.
Σε μια από τις εκκαθαριστικές αυτές επιχειρήσεις, βρέθηκα και εγώ στην Τραπεζίτσα και γλίτωσα από του Χάρου τα δόντια, που λέει ο λόγος.
Καθόμουν αμέριμνος και κοίταζα τα καλαμπόκια που ήταν πάνω από το μπόι μου, όταν ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή… Γερμανοί στο χωριό - φευγάστε - Τα ‘χασα και δεν ήξερα κατά πού να λακίσω. Χώθηκα μέσα στα καλαμπόκια και πήρα τον ανήφορο για τα χωριά - Αι Γιώργη και Κοκκινιά. Κάθισα σε ένα υψωματάκι και παρακολουθούσα πότε θα φύγουν να ξαναγυρίσω. Οι Γερμανοί πέρασαν από το χωριό και συνέχισαν τις επιχειρήσεις, καίγοντας και ρημάζοντας τα χωριά του Βοΐου.
Καθώς γράφω, από το νου μου περνά η σκέψη και λέω από μέσα μου χαμογελώντας… Βρε, πώς αλλάζουν οι καιροί. Ποιος θα φανταζόταν ποτέ πως, από τη βαρβαρότητα των φασιστών Γερμανών της Κατοχής, θα φτάναμε στην κυρία Μέρκελ και τον Σόιμπλε, που μας βοηθούν με το παραπάνω να επιβιώσουμε και να βγούμε από την κρίση.
Από την Τραπεζίτσα δεν θα ξεχάσω ποτέ τα μυρωδάτα και γευστικότατα αχλάδια, καθώς και τις πίτες, που ήταν για βραβεία και μας έφερνε κάθε μεσημέρι το αφεντικό να φάνε. Το χωριό αυτό το τόσο ευλογημένο που η πλάση του ’δωσε όλα τα αγαθά και δεν φάνηκε καθόλου ακριβοχέρα. Θα το θυμάμαι όσο ζω, γιατί την ίδια εποχή στην πατρίδα μου τη Σιάτιστα, δεν είχαν ούτε το ψωμί της ημέρας να ταΐσουν τα παιδιά τους.
Τα θυμάμαι όλα αυτά και τις φέρνω στο νου μου γιατί και σήμερα υπάρχουν παιδιά που υποφέρουν και λιποθυμούν στα σχολεία από την πείνα. Τα διαβάζω και τα ακούω και ντρέπομαι πραγματικά και αγανακτώ. Τότε ήταν Κατοχή και δικαιολογείται το πράγμα. Σήμερα, όμως, ποια δικαιολογία θα βρούμε. Έτσι μου ‘ρχεται, αν μπορούσα, να εγκαταλείψω τον πολιτισμό και την πρόοδό μας. Σήμερα παρασυρθήκαμε όλοι στο κυνηγητό των υλικων αγαθών. Ποιος θα πάρει αυτοκίνητα με μεγαλύτερο κυβισμό και δεύτερο σπίτι στην εξοχή. Κανένας μας δεν ενδιαφέρεται για ένα σύστημα Πρόνοιας, που θα ζούμε όλοι με το κεφάλι ψηλά. Χωρίς τις ταπεινώσεις και τους εξευτελισμούς που φέρνει η ανεργία και η ανέχεια.
Είναι ανάγκη να συνέλθουμε και να ξυπνήσουμε όλοι από τον λήθαργο που μας έφερε η επίπλαστη ευημερία των δανεικών. Να ρίξουμε στο πρόσωπό μας ένα ποτήρι παγωμένο νερό και να ‘ρθουμε «εις εαυτούς». Να ιδούμε με ενδιαφέρον και αγάπη πραγματική τον συνάνθρωπό μας.
Είναι φοβερό και ανήκουστο να ζούμε στην ίδια πολυκατοικία και να μην έχουμε ούτε καλημέρα με τον πλαϊνό μας.
Μπορεί τα χρόνια εκείνα που μαζεύαμε τις φακές και τα ρόβια να μας πονούσε η μέση και να μας έτσουζα, τα χέρια από τα ασπράγκαθα. Είχαμε όμως πιο ανοιχτές τις καρδιές και μεγαλύτερη αγάπη για τη ζωή. Σπάνια ακούγονταν καμία αυτοκτονία ή σκοτωμός και γινόταν μεγάλο θέμα.
Σήμερα μας έφαγε το άγχος και η αγωνία και μας έπηξαν τα προβλήματα της καθημερινότητας.
Οι αρμόδιοι, ας παραβλέψουν λίγο τους φόρους και τα χαράτσια για να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς. Ας καταλάβουν πως η κατσίκα δεν έχει άλλο γάλα, κι αν συνεχίσουν να την αρμέγουν θα βγάλει αίμα και τότε αλίμονό μας.