Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Δύσκολες ισορροπίες καλείται πλέον να κρατήσει ο (εκλεγμένος από το ιδρυτικό Συνέδριο της παρατάξεως) αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, καθώς ναι μεν κυριάρχησε, στο εν λόγω Συνέδριο, σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, κομματικό και ιδεολογικό) περνώντας τη δική του «γραμμή», αλλά, ταυτόχρονα, με τη «βοήθεια» και της συγκρουσιακής τακτικής την οποία επέλεξε, διαπίστωσε την ισχυροποίηση της, υπό τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, αριστερής (και ευρωσκεπτικιστικής) του πτέρυγας, η οποία, ήδη, προανήγγειλε ότι θα ασκήσει πιέσεις, προκειμένου να κινηθεί το κόμμα σε αριστερότερες κατευθύνσεις.
Το ιδρυτικό Συνέδριο έληξε με την απόφαση για τη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, από συμμαχικό φορέα σε ενιαίο φορέα των μελών του, αλλά αυτή η εξέλιξη δεν πέρασε ανώδυνα, καθώς η σχετική συζήτηση διεξήχθη σε ιδιαίτερα φορτισμένο κλίμα και με στιγμές εντάσεως, το δε τελικό αποτέλεσμα της εκλογής του Αλέξη Τσίπρα στη θέση του προέδρου επιβεβαιώνει μεν την κυριαρχία του, αλλά και την ύπαρξη μιας δυναμικής μειοψηφίας - της «Αριστερής Πλατφόρμας» του Παναγιώτη Λαφαζάνη, η οποία επέλεξε να ψηφίσει «λευκό», γεγονός που επιδέχεται πολλών ερμηνειών.
Η «επόμενη ημέρα» του Συνεδρίου βρίσκει, πάντως, την «προεδρική πλειοψηφία» ενισχυμένη, αφού απορρίφθηκαν κι οι τέσσερις τροπολογίες που κατέθεσε η «Αριστερή Πλατφόρμα», στο δε ζήτημα της αυτοδιαλύσεως όσων συνιστωσών διαφωνούν με τον ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ, βρέθηκε η «χρυσή τομή», καθώς δόθηκε ένα εύλογο χρονικό διάστημα προκειμένου να λάβουν τις τελικές τους αποφάσεις.
Ο Αλέξης Τσίπρας προώθησε αποφάσεις και πρωτοβουλίες, ώστε να εδραιώσει την εσωκομματική ηγεμονία του, να κατοχυρώσει την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ ως και τις παρυφές της σοσιαλδημοκρατίας κι έτσι επέμεινε σε ανοίγματα προς τους «κεντροαριστερούς» και «κεντρώους» ψηφοφόρους και σε αναφορές στη λεγομένη δημοκρατική παράταξη, οι δε πολιτικές θέσεις, που, κατά πλειοψηφία, υιοθετήθηκαν, πιστοποιούν την από καιρού απόφαση της ηγεσίας του κόμματος να κινηθεί σε ρεαλιστικότερες προσεγγίσεις στα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα και δεδομένα, προκειμένου να διευρύνει την επιρροή του και σ’ άλλα κοινωνικά στρώματα, δίχως αριστερή - ταξική συνείδηση.
ΑΡΧΗΓΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ
Είναι γεγονός ότι σε ένα κόμμα της Αριστεράς δεν νοείται η ύπαρξη αρχηγοκεντρικής λογικής, αλλά, παρά ταύτα, είναι προφανές ότι ο Αλέξης Τσίπρας (όπως κατέστη σαφές από τις κινήσεις του το τελευταίο μεγάλο χρονικό διάστημα και παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις του) είχε κατά νου την ενίσχυση του αρχηγικού και του πρωθυπουργικού του προφίλ - και αυτό πολλάκις ερήμην των οργάνων του κόμματος - δεν είναι δε τυχαίο ότι για πρώτη φορά στην ιστορία κομμάτων της Αριστεράς κυκλοφόρησε αφίσα με το πρόσωπο του ηγέτη του – και ομιλούμε για τη συγκέντρωση του ΣΥΡΙΖΑ στο Σύνταγμα τον Ιούνιο - γεγονός που προκάλεσε ποικίλα σχόλια.
Ο κ. Τσίπρας εκτιμά ότι ένα κόμμα, το οποίο σήμερα βρίσκεται στη θέση της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, σημαίνει ουσιαστικά ότι έχει βάσιμες δυνατότητες να διεκδικήσει την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας κι ο ίδιος να αναδειχθεί πρωθυπουργός, ως δε εκ τούτου έκρινε αναγκαίο (επί τη βάσει, ωστόσο, όχι της λογικής που διέπει κόμματα της Αριστεράς, αλλά τα αστικά κόμματα εξουσίας) να ενισχύσει τα αρχηγικά του χαρακτηριστικά, θεωρώντας βασίμως ότι στις προσεχείς εκλογές (που προφανώς θα διεξαχθούν σε κλίμα πρωτοφανούς πολώσεως) θα τεθεί (πέραν όλων των άλλων) και το δίλημμα «Σαμαράς ή Τσίπρας».
«Για τον ελληνικό λαό, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, σημασία έχει η πολιτική του Αλέξη Τσίπρα προσωπικά και όχι η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ και των συνιστωσών του. Αυτή είναι η αλήθεια, είτε μας αρέσει, είτε όχι. Ειδικά σε τραγικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες σαν αυτές που επικρατούν σήμερα στη χώρα μας, οι προσδοκίες της συντριπτικής πλειονότητας του λαού για έναν «ηγέτη – σωτήρα» είναι εξαιρετικά αυξημένες», έγραψε στο «Έθνος» ο έγκυρος αναλυτής Γιώργος Δελαστίκ.
Πρόσθεσε δε ότι ««Τσίπρας ή Σαμαράς» θα είναι το δίλημμα των επόμενων εκλογών, όσο και αν αυτό ενοχλεί βαθιά και δικαιολογημένα τους αριστερούς. Με βάση αυτό το κριτήριο θα ψηφίσει ο κόσμος, όχι με βάση τις θέσεις των συνεδρίων του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ, όσο και αν αυτό δεν αρέσει. Το τι θα κάνει, βεβαίως, την εξουσία ο Αλέξης Τσίπρας αν την πάρει, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο, αλλά απέχουμε πολύ, πάρα πολύ, από το πρόβλημα αυτό».
Ωστόσο, σε ρητορικό επίπεδο (άλλωστε, δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά) ο Αλέξης Τσίπρας επιμένει να δηλώνει ότι «το κόμμα που θέλουμε εμείς είναι βαθιά δημοκρατικό, είναι ένας δημοκρατικός συλλογικός διανοούμενος, που αφήνει όλα τα λουλούδια να ανθίσουν, αλλά ταυτόχρονα στηρίζεται στην ενότητα, την ανιδιοτέλεια, τον σεβασμό, τη συνειδητή πειθαρχία» και να τονίζει ότι «για μας το κόμμα δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε γραφειοκρατικές δομές, ούτε εφαλτήριο ανόδου επιτηδείων, ούτε σημαία ευκαιρίας για προσωπικές στρατηγικές ή στρατηγικές μικροομάδων».
Ταυτόχρονα, όμως, εκτιμά (βασίμως) ότι «οι γερασμένες δυνάμεις της χώρας, όλες οι γερασμένες δυνάμεις του παλιού κόσμου που φεύγει, ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα, το φάντασμα του ΣΥΡΙΖΑ που πλανιέται πάνω από την Ελλάδα» και ως εκ τούτου - και παρά τα ανωτέρω - θέλησε να συγκροτήσει ένα κόμμα, όχι, βεβαίως, σταλινικού τύπου, αλλά «με συνειδητή πειθαρχία» και «δίχως γραφειοκρατικές δομές», κάτι που, κατά τη συλλογιστική του, απαιτούσε τη διάλυση των, πάσης φύσεως ετερόκλητων και πολλάκις αλληλοσυγκρουόμενων μεταξύ τους, σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, συνιστωσών.
Είναι, όμως, γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα, οδηγήθηκε από το 4,6% στο 26,9%, αλλά αυτό συνέβη λόγω της συγκεκριμένης αντιμνημονιακής λογικής και του ριζοσπαστικού του λόγου κι επειδή οι συνιστώσες έδιναν στην παράταξη πρόσβαση σε κοινωνικά οργισμένα στρώματα, τα οποία δεν θα μπορούσε να προσεγγίσει μόνος του ο Συνασπισμός.
Δεν είναι δε λίγοι εκείνοι που φρονούν ότι Αλέξης Τσίπρας κινείται πλέον με τη λογική ότι για να γίνει πρωθυπουργός, απομακρύνεται σταδιακά από τον αρχικό ριζοσπαστισμό του ΣΥΡΙΖΑ και, διά της καταργήσεως των συνιστωσών, επιδιώκει να γίνει προσωπικά ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού, πλην, όμως, εγκαταλείποντας τα στοιχεία που τον έφεραν στη θέση του εν δυνάμει πρωθυπουργού, δηλαδή ακολουθώντας όλο και πιο μετριοπαθή γραμμή εντός του συστήματος, προκειμένου να κερδίσει συντηρητικούς ψηφοφόρους, δεν το πετυχαίνει, όπως τουλάχιστον δείχνει η λιμνάζουσα δημοσκοπική σταθερότητα του ΣΥΡΙΖΑ, όλο το τελευταίο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σημειώνεται ότι στη διαδικασία της εκλογής του Αλέξη Τσίπρα στη θέση του προέδρου, ένα ποσοστό των Συνέδρων επέλεξε να ψηφίσει λευκό (σε ποσοστό περί το 20%) όπως, όμως, σημείωσε ο Τάσος Παππάς στην «Εφημερίδα των Συντακτών» «όσοι έκαναν αυτήν την επιλογή δεν υπολογίζουν τον αντίκτυπο που θα έχει στην κοινωνία, ούτε βεβαίως ενδιαφέρονται για το πώς θα την αξιοποιήσουν οι αντίπαλοι του κόμματος».
Και αυτό διότι, σύμφωνα με το σκεπτικό αρθρογράφου, «όταν το 20% των συνέδρων δείχνουν να μην εμπιστεύονται τον επικεφαλής του κόμματος ή στην καλύτερη περίπτωση να έχουν επιφυλάξεις για την επάρκεια και τη συνέπειά του, πώς περιμένουν να αντιδράσει μία κοινωνία, η οποία βομβαρδίζεται καθημερινώς από τα κυρίαρχα ΜΜΕ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος να κυβερνήσει, ότι αν πάρει την εξουσία θα οδηγήσει τη χώρα σε επικίνδυνες περιπέτειες, ότι τα μνημόνια και η Τρόικα είναι μονόδρομος...».
ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΣΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ
Ορισμένοι αναλυτές υποστήριξαν ότι ο Αλέξης Τσίπρας με τη φράση του στο Συνέδριο του κόμματος ότι «η Αριστερά πρέπει τώρα να πετύχει εκεί όπου απέτυχε στο παρελθόν», κινήθηκε μεταξύ του ΕΑΜ και του Ανδρέα Παπανδρέου και ότι λειτούργησε όχι μόνο ως πρόεδρος του κόμματος, αλλά ως εν δυνάμει πρωθυπουργός και επί της ουσίας απευθύνθηκε στην κοινωνία, με όρους όχι στενά κομματικούς, αλλά ευρύτατα πολιτικούς, επιδιώκοντας να πείσει την, εκτός του Συνεδρίου, κοινή γνώμη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «και θέλει και μπορεί, όχι απλώς να κυβερνήσει, αλλά να σώσει τη χώρα».
Οι θέσεις που ανέπτυξε αποτυπώνουν τη μετεξέλιξη του κόμματος και επαναπροσδιορίζουν τη σχέση του με την κοινωνία και αυτό εκφράστηκε με τα ανοίγματα που επιχείρησε, προς το ΚΚΕ, τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, αλλά και προς τους συντηρητικούς ψηφοφόρους, που έχουν κεντρώες αναφορές.
Με το άνοιγμα προς το ΚΚΕ (ένα άνοιγμα που ικανοποιούσε τις, επί του προκειμένου, ανελαστικές και μονοδιάστατες θέσεις της «Αριστερής Πλατφόρμας» του Παναγιώτη Λαφαζάνη) δεν επεδίωξε μόνο τη σύσφιγξη των σχέσεων με τους ψηφοφόρους του Περισσού, οι οποίοι στις τελευταίες εκλογές είχαν επιλέξει τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στράφηκε και προς την ηγεσία του, την οποία επιδιώκει να φέρει ενώπιον του διλήμματος τι θα πράξει αν στις επόμενες εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα και αναζητήσει συμμαχίες.
Σ’ αυτό το ενδεχόμενο, η ηγεσία του ΚΚΕ θα κληθεί να πάρει ξεκάθαρη θέση, εκτιμούν στην Κουμουνδούρου, που προσθέτουν ότι στην περίπτωση της αρνήσεως ο Περισσός θα χρεωθεί το όποιο πολιτικό κόστος, το οποίο, όμως, σήμερα, δεν υπολογίζει ο Δημήτρης Κουτσούμπας ο οποίος ανεβάζει τους τόνους κατά του ΣΥΡΙΖΑ και μιλά για ένα νέο δίπολο (ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ) που χτίζεται «με σάπια υλικά».
Η δε αυτοκριτική του Θανάση Παφίλη για τη συμμετοχή του τότε ενιαίου Συνασπισμού στην κυβέρνηση Τζανετάκη το 1989, μαζί με τη ΝΔ του Κώστα Μητσοτάκη, συμμετοχή που, όπως τόνισε, έβλαψε το κόμμα, σημαίνει επί της ουσίας προετοιμασία του εδάφους για την άρνηση του ΚΚΕ να συνεργαστεί μετεκλογικά με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Με το άνοιγμα προς τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ (άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει, ήδη, «υποδεχθεί» μεγάλο όγκο από τους ψηφοφόρους του άλλοτε κραταιού κόμματος που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου) ο Αλέξης Τσίπρας φλερτάρει περαιτέρω με τους σοσιαλδημοκράτες και επιτείνει την κρίση στο ΠΑΣΟΚ, όπου δεν είναι λίγοι εκείνοι που φρονούν ότι ο Ευ. Βενιζέλος (και για προφανείς υπαρξιακούς προσωπικούς του λόγους – δηλαδή η εμπλοκή του στη λίστα Λαγκάρντ) είναι συνένοχος με την πλήρως δεξιά (και ακροδεξιά) λογική του Αντώνη Σαμαρά και συνεπώς οι «πράσινοι» ψηφοφόροι, με δημοκρατικές ρίζες, θα αποστασιοποιηθούν από τη σημερινή ηγεσία τους.
Με το άνοιγμα – αναφορά στη «φιλελεύθερη δεξιά», ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να «αφυπνίσει» τους κεντροδεξιούς, οι οποίοι δεν συμμερίζονται την (ακρο)δεξιά ρητορική και τακτική του Α. Σαμαρά και αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει πρόβλημα δημοκρατίας, όπως αντιλαμβάνονται και το φλερτ της ΝΔ με την ακροδεξιά και τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής.
«Η ιδεοληψία των φανατικών της ΝΔ έχει σβήσει τα ίχνη της καραμανλικής μεταπολιτευτικής παράδοσης του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού και σιγά - σιγά μετατρέπεται σε υβρίδιο ακροδεξιού νεοφιλελευθερισμού», τόνισε ο Αλέξης Τσίπρας.
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι στη διάρκεια του Συνεδρίου δόθηκε από κάποιους συνέδρους η αίσθηση ότι κάποιοι «βλέπουν» την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ ως ευκαιρία για τη «μεγάλη ρεβάνς της Αριστεράς», ο δε Αλέξης Τσίπρας, χωρίς να μιλήσει με τέτοιους όρους, είχε πολλαπλές αναφορές στις γενιές της Αντίστασης και του «1-1-4» δεν ήταν δε τυχαία η επιλογή του να ανεβάσει στο προεδρείο του Συνεδρίου τον Γιάννη Οικονόμου («Γιαννούτσο») αγωνιστή με τους μαυροσκούφηδες του Άρη Βελουχιώτη.