Του Ηλία Κανέλλη
To δίλημμα «σταθερότητα ή ανατροπή» τέθηκε εκ των πραγμάτων, και κέρδισε η σταθερότητα.
Οι ελληνικές ευρωεκλογές δεν περιείχαν σχεδόν καθόλου Ευρώπη - τη θεσμική υπόσταση της οποίας εκπροσώπησαν, κατά μόνας, μερικά μόνο πρόσωπα στα ψηφοδέλτια. Οι ατζέντες των πολιτικών κομμάτων ήταν εναρμονισμένες με το μείζον ερώτημα που τίθεται σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μετά τη χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας και τη διάσωση της χώρας από την κατάρρευση μέσω της συμφωνίας με τους εταίρους και δανειστές, που συνέχισαν την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας με αντάλλαγμα μνημόνια δεσμεύσεων για δομικές μεταρρυθμίσεις. Από μια άποψη, η πρακτική αυτή ακούγεται λογική: όταν το σπίτι μας αντιμετωπίζει προβλήματα, κοιτάζουμε κυρίως τα θέματα του σπιτιού μας και λιγότερο τι γίνεται γύρω, στο χωριό, στο νομό, στη χώρα, στην ήπειρο.
Το δίλημμα «σταθερότητα ή ανατροπή», λοιπόν, απηχεί δύο εκ διαμέτρου διαφορετικές «γραμμές» για τη σωτηρία και τη βιωσιμότητα της χώρας.
Η μία γραμμή, με μικρές διαφοροποιήσεις, οδηγεί στις πολιτικές που έχουν έως σήμερα ακολουθηθεί, με ουσιαστικές διορθώσεις στον τομέα της επιχειρηματικότητας και των φορολογικών θεσμών, με σταθεροποίηση της οικονομίας και με εκμετάλλευση του ιλιγγιώδους ΕΣΠΑ ύψους 26 δισ. ευρώ, το οποίο θα είναι διαθέσιμο στην αγορά από τον επόμενο Σεπτέμβριο. Το σενάριο αυτό ενισχύεται από την πιθανότητα πολιτικής σταθερότητας (ενδεχόμενη διατάραξη της σταθερότητας αυτής στις αρχές του νέου χρόνου, λόγω της ανάγκης εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, μειώνεται αν δεν υπάρξει έκτακτη δραματική ανατροπή), που οδηγεί βαθμιαία εκ νέου στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, με τις ελληνικές ιδιομορφίες. Η γραμμή αυτή βγαίνει επικρατέστερη από τη χθεσινή εκλογή - αν μάλιστα είχε περισσότερο αξιόπιστους πολιτικούς να την υποστηρίξουν θα είχε μετατραπεί σε μονόδρομο.
Η άλλη γραμμή είναι αυτή μιας νέας μεταπολίτευσης, που θα μπορούσε να εκφραστεί με την κατίσχυση των δυνάμεων της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης, αλλά κυρίως της ριζοσπαστικής αριστερής αντιπολίτευσης, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ. Η γραμμή αυτή αν έβγαινε δραματικά ενισχυμένη από την κάλπη, ακόμα κι αν από μόνη της δεν αρκούσε για να εξασφαλίσει, έπειτα από σύντομες εθνικές εκλογές, ένα μελλοντικό κυβερνητικό σχήμα, θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά, επανεισάγοντας στη χώρα την πολιτική αβεβαιότητα. Η ειρωνεία είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν τον ευνοούσε το αποτέλεσμα σε εθνικές εκλογές, με τα διλήμματα και τη συσπείρωση των ψηφοφόρων ισχυρότερα, δεν έχει τη δυνατότητα να υλοποιήσει τις εξαγγελίες του, ότι θα φοβερίσει δηλαδή τους εταίρους και δανειστές, ότι θα εξασφαλίσει διαγραφή μεγάλου μέρους του ελληνικού χρέους χωρίς ιδιαίτερες συνέπειες κι ότι θα επιστρέψει μονόπλευρα στη χώρα σε μια πολιτική παροχών και προσλήψεων. Κι αυτό για δύο λόγους. Αφενός διότι το ποσοστό του δεν φτάνει για μονοκομματική διακυβέρνηση εκ μέρους του, αφετέρου διότι τα άλλα κόμματα που συγκεντρώνουν ψήφους διαμαρτυρίας και προτείνουν αντισυστημικές λύσεις βρίσκονται ιδεολογικά στον αντίποδα της Αριστεράς. Ακόμα κι αν, άρρητα, οι ψηφοφόροι π.χ. της Χρυσής Αυγής ψηφίζουν στον δεύτερο γύρο τον υποψήφιο δήμαρχο του ΣΥΡΙΖΑ, σε επίπεδο κυβερνητικών συνεργασιών η σύμπραξη είναι αδύνατη.
Οι χθεσινές εκλογές φαίνεται ότι οδηγούν οριστικά στην περιθωριοποίηση το δίλημμα «σταθερότητα ή ανατροπή». Και ως προς τούτο, απέκτησαν έστω και από σπόντα ευρωπαϊκό χρώμα, αφού η επιλογή της σταθερότητας είναι, ταυτόχρονα, και επιλογή της Ευρώπης, του τρόπου, δηλαδή, τον οποίο η Ελλάδα συναποφάσισε με τους Ευρωπαίους (και το ΔΝΤ) για τη διάσωσή της. Κι αυτή η συναπόφαση μπορεί να οριστεί με δυο λέξεις: ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις. Τίποτα άλλο.
Τα αποτελέσματα των χθεσινών εκλογών στέλνουν μερικά ευδιάκριτα μηνύματα και στα πολιτικά κόμματα. Η παρά τις προβλέψεις αντοχή της Ελιάς, σε συνδυασμό με την κατάρρευση της ΔΗΜΑΡ, δείχνει το τεράστιο λάθος της στρατηγικής του Φώτη Κουβέλη, από την επιλογή του να αφήσει την κυβέρνηση μέχρι την άρνηση να συμβάλει στις συζητήσεις για μια μεγάλη Κεντροαριστερά και την ευκαιριακή, όπως αποδεικνύεται, συμμαχία του με τα ορφανά του Γιώργου Παπανδρέου. Σε συνδυασμό με το ποσοστό του Ποταμιού, όλα δείχνουν ότι πρέπει να αναμένεται μια νέα πρωτοβουλία επανασυγκόλλησης της Αριστεράς, ανάλογη εκείνης των 58. Αυτή τη φορά, οι συγκυρίες είναι ευνοϊκότερες.
Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, μένει να δούμε πόσο καιρό θα αντέξει ακόμα ο μαξιμαλισμός της ρητορικής του Αλέξη Τσίπρα, που κινδυνεύει να μετατραπεί πλέον σε εσωκομματικό πρόβλημα. Αλλά περί αυτού έγραψε εγκαίρως ο καθηγητής Γιάννης Βούλγαρης στα «Νέα», την Παρασκευή πριν τις ευρωεκλογές. Σημείωνε, μεταξύ άλλων, ο κ. Βούλγαρης:
«Η σημερινή εμφυλιο-πολεμική και ακραία πολωτική γραμμή που ακολουθεί έχει νόημα μόνο αν του εξασφαλίσει μια γρήγορη κατάληψη της εξουσίας. Αντιθέτως, αν η πορεία προς την εξουσία αποδειχθεί μακρά και περίπλοκη, τότε θα έρχονται σε πρώτο πλάνο οι αδυναμίες του σχήματος. Η απουσία εναλλακτικής πρότασης, το ασύμπτωτο της προγραμματικής του κουλτούρας με τις συνθήκες διακυβέρνησης μιας μοντέρνας οικονομίας, οι εσωτερικές οξύτατες αντιθέσεις, οι εξαιρετικά προβληματικές συμμαχίες. Αν η προοπτική της εξουσίας γίνει αμφίβολη τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να επιχειρήσει μια στρατηγική στροφή ώστε να οικοδομήσει αργά αλλά σταθερά μια κυβερνώσα μεταρρυθμιστική Αριστερά».
Αλλά ο δρόμος για μια μεταρρυθμιστική Αριστερά, ουσιαστικά δηλαδή για ακόμα μια συνιστώσα του μεγάλου προς ανασυγκρότηση ρεύματος μιας μεγάλης φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, δεν θα είναι στρωμένος με δάφνες. Οι συνιστώσες, οι αντικρουόμενες ιδεολογίες μέσα στο κόμμα και τα επίσης αντικρουόμενα συμφέροντα ακονίζουν τα μαχαίρια τους. Οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι σύντομες. Εκτός κι αν και εκεί κυριαρχήσει η βασική συνιστώσα αδράνειας στην Ελλάδα, που είναι το ελληνικό καλοκαίρι.