* Του Αθανασίου Β. Ραούλη
Συχνά στη ζωή μας και στις αποφάσεις μας για διάφορα ζητήματα που μας απασχολούν μαλώνουν η λογική, η καρδιά και το συναίσθημα για το ποιο θα καθίσει στη θέση του οδηγού. Όταν όμως η κατάσταση που βρισκόμαστε είναι στην κυριολεξία «κουβάρι μπερδεμένο» σαν αυτή που βρίσκεται η χώρα μας σήμερα, φρόνιμο είναι να στηριζόμαστε στην αλήθεια, στη λογική και στην πίστη παραβλέποντας έστω και λιγάκι το συναίσθημα και την καρδιά για το συλλογικό καλό.
Έγινε πια κτήμα όλων μας πως αποσπασματικές, αλλοπρόσαλλες και συγκεχυμένες πολιτικές μας ρίχνουν σε αδιέξοδα και αντιφάσεις. Συνήθως οι πολιτικοί μας μοιάζουν με τους μαθητευόμενους οδηγούς που σφιχτοαγκαλιάζουν το τιμόνι βλέποντας κοντά μη υπακούοντες στις συμβουλές του δασκάλου σχολής οδηγών να βλέπουν μακριά, γιατί μόνον τότε θα εντοπίζουν εγκαίρως τις λακκούβες και θα τις αποφεύγουν. Εμμένουν σε βραχυπρόθεσμες πολιτικές και όχι μακροπρόθεσμες, που είναι γεννήματα οραματικού στέρεου νου. Απουσιάζουν άρτιες πολιτικές, που απαντούν σε βασικές ανάγκες μας.
Καιρός να θυμηθούμε το εργαλείο της σκέψης μας, τη λογική, με τα κριτήριά της που είναι: η ταξινόμηση, η κατηγοριοποίηση, η αντιστοίχιση, η συσχέτιση, η συστημική θεώρηση των πραγμάτων (να βλέπουμε το δάσος και όχι το δέντρο). Σωτήρας μας θα είναι η αλήθεια όσο κι αν μας πονάει, η αυτογνωσία και η πίστη σε αυτό που αποφασίζουμε να κάνουμε. Ας μη γελιόμαστε, τα οικονομικά μοντέλα των διάφορων οικονομικών σχολών σκέψης απλά καταγράφουν τάσεις και έχουν αξία σε επίπεδο πρόληψης. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Η οικονομία ως επιστήμη δεν είναι αποδείξιμη, δεν μαθηματικοποιείται. Γι’ αυτό άλλωστε δεν ανήκει στις εφαρμοσμένες επιστήμες αλλά στις κοινωνικές. Μόνοι μας οφείλουμε ν΄ απαλλαγούμε από τις άγονες ιδεοληψίες και παθογένειες, που μας κατατρύχουν στη διαχείριση της κρίσης που τελευταία περνάμε.
Γενικεύσεις, υπεραπλουστεύσεις, ισοπεδώσεις, ανόμοιες συγκρίσεις με τη βοήθεια του ισχύοντος νομοθετικού χυλού μας οδηγούν σε παραλογισμούς του τύπου : «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει» ή σε νεοελληνική παροιμιώδη έκφραση «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, τρεις και το λαδόξυδο», που γεννούν κατάφορες αδικίες (βλέπε φορολογικό σύστημα, το σώσε γίνεται στις εφορίες). Τέτοιες θεωρίες «λαδόξυδου» μας κατέστρεψαν.
Δημιουργεί αδικίες η μη διαβάθμιση των Πανεπιστημίων, των Τ.Ε.Ι. αλλά ακόμα και των τμημάτων μεταξύ τους-όπως συμβαίνει σ’ άλλες προοδευτικές χώρες-συν τοις άλλοις και στις προκηρύξεις πρόσληψης προσωπικού μέσω Α.Σ.Ε.Π. (Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού) με σειρά προτεραιότητας βάσει μοριοδότησης. Αυτό, γιατί δεν αρκεί τα κριτήρια (πτυχία κ.ά.) να είναι μετρήσιμα αλλά και όντως αντικειμενικά (δεν μου το επιτρέπει ο χώρος φιλοξενίας ν΄αναφερθώ σε παραδείγματα). Στην προκειμένη περίπτωση απλά συγκρίνονται ανόμοια στοιχεία που συνθέτουν και δομούν την όλη οργάνωση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων όπως: σύγχρονες διοικητικές δομές, υποστηρικτικές υπηρεσίες, οικονομικές δυνατότητες, προγράμματα σπουδών, εκπαιδευτικό προσωπικό, απαιτήσεις, διευκολύνσεις και τρόπος ζωής φοιτητών, ευκαιρίες για μεταπτυχιακές σπουδές και απασχόληση αλλά και παραμέτρων που σχετίζονται με την αναγνωρισιμότητα, το επιστημονικό κύρος,την ιστορία τους που με τη σειρά τους στοιχειοθετούνται με την έρευνα, την καινοτομία, την εξωστρέφεια, τις συμμετοχές σε διεθνείς οργανισμούς ,την αξιοποίηση προγραμμάτων, συνέδρια, δημοσιεύσεις. Θέλουμε να είμαστε ανταγωνιστικοί αλλά ακόμα και σήμερα πορευόμαστε με αδιαβάθμητες λειτουργίες σε σημαντικούς τομείς της ζωής μας.
Επανειλημμένως και βαρύγδουπα βαφτίζουμε το ψάρι κρέας, όταν κάνουμε κάποιες τροποποιήσεις ή προσθέσεις ή απαλοιφές στη νομοθεσία και αυτό το ονομάζουμε μεταρρυθμίσεις ή μεταφυτεύουμε απερίσκεπτα συστήματα διοίκησης άλλων χωρών στη χώρα μας, όταν γνωρίζουμε πως δεν είναι ίδια «ούτε τα φυντάνια ούτε και τα χώματα» κι εννοώ τους πολίτες, τις νοοτροπίες, τις ιδιαιτερότητες, τα δεδομένα.
Οι κάθε λογής ταγοί μας διαλαλούν εμφαντικά στα γυάλινα κοινοβούλια πως πρέπει να συνδέσουμε τα πανεπιστημιακά μας ιδρύματα με την αγορά εργασίας. Αν ρωτούσαμε όμως τους υποψήφιους φοιτητές, γιατί επιλέγουν την τάδε ή τη δείνα σχολή να φοιτήσουν θα μας απαντούσαν σε ποσοστό περίπου 98% για βιοποριστικούς λόγους. Προκύπτει φυσικά και αβίαστα το ερώτημα προς τι τότε αυτή η πληθώρα των εισαγομένων στα Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι, όταν εξ αντικειμένου δεν υπάρχουν τόσες ευκαιρίες εγασίας; «Πόθεν τούτο τεκμαίρεται» θα μας έλεγε ο Πλάτωνας. Εμπαίζουμε γονείς, παιδιά και συνάμα παράγουμε επιστήμονες με δικές μας δαπάνες και τους χαρίζουμε σε άλλες χώρες.
Όσον αφορά την τιμωρία όλων μας ανεξαιρέτως για αξιόποινες πράξεις πρέπει να είναι παραδειγματική. Ας μη μας διαφεύγει πως πραγματικός κλέφτης δεν είναι αυτός που σου παίρνει κάτι που δεν έχει αλλά συνήθως αυτός που σου παίρνει κάτι για να μην το έχεις. Οι κύριοι που κάθε τόσο ακούμε ή διαβάζουμε πως έβαλαν χέρι στο μέλι σαφώς δεν ανήκουν στην πρώτη κατηγορία των κλεφτών, που βρέθηκαν σε αδυναμία αλλά στη δεύτερη λόγω ακόρεστης απληστίας εφαρμόζοντες την αριστοτελική ρήση «τα αγαθά κόποις κτώνται αλλά τα υλικά ενίοτε τρόποις κτώνται».
Στέρεψαν πια και οι τελευταίες ικμάδες των διάφορων γραφίδων πως οφείλουμε ν’ αλλάξουμε μυαλό. Πως οφείλουμε να σκεφτόμαστε όσο το δυνατόν αντικειμενικά, γιατί αντικειμενικό είναι ό,τι είναι πραγματικό και όχι ό,τι αντιλαμβανόμαστε ή θεωρούμε ή επιλέγουμε εμείς να κοιτάζουμε.
Η πολιτική με τις ιδεολογίες της με όρους αποτελεσματικότητας μάλλον μας τελείωσε και ίσως επιβάλλεται πλέον να απιθώσουμε (ακουμπήσουμε) τις ελπίδες μας στον τίτλο αυτής της γραφής.
* Ο Αθανάσιος Ραούλης είναι εκπαιδευτικός, οικονομολόγος, π. περιφερειακός διευθυντής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Θεσσαλίας, π. δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Λαρισαίων.