Του Δημήτρη Σακατζή, εκπαιδευτικού σε διαθεσιμότητα
Πόσο κοστολογείται η ανθρώπινη ζωή; Η αξία της εξαρτάται από τον τόπο γέννησης; Πόσο αξίζει η ζωή ενός παιδιού γεννημένου στο Πακιστάν και ενός παιδιού γεννημένου στην Ελλάδα; Πόσο αξίζει η ζωή του δικού μας παιδιού; Ποια συναισθήματα γεννιούνται και μόνο στη σκέψη να βρίσκεται το παιδί μας στη θάλασσα αβοήθητο, να το βλέπουμε να παλεύει να σωθεί και κάποιος που μπορεί να βοηθήσει απλά να το κοιτάζει;
Με πόσο φαρμάκι έχει ποτιστεί η ελληνική κοινωνία και δεν νοιάζεται; Πόσο αξίζει το πλήγμα της εικόνας της κυβέρνησης, μπροστά στην ανθρώπινη ζωή; «Ξεκάρφωτες κατηγορίες» ονομάζει ο Σ. Κεδίκογλου τα όσα αναφέρει ο πατέρας που έχασε τα πάντα.
Κοιτάξτε το πρόσωπο αυτού του πατέρα, κοιτάξτε την έκφρασή του. Είναι ψεύτης, ισχυρίζεται ο Σ. Κεδίκογλου. Κοιτάξτε το πρόσωπο αυτού του πατέρα, ξεχάστε ότι είναι Πακιστανός, είναι Έλληνας, ο γείτονάς σας, ο φίλος σας, εσείς, πόσο ψέμα μπορεί να λέει ο πόνος που βγάζει;
Βέβαια τα ψέματα έχουν μια ιδιότητα, βγαίνουν αβίαστα από τα χείλη που έμαθαν να λένε ψέματα. Αφιερώνω λοιπόν ένα γράμμα που είχα γράψει το 2010 σε όλους τους φαρμακωμένους πολίτες που σκέφτονται με τρόπο κυβερνητικού εκπροσώπου:
Μια ακόμη χριστουγεννιάτικη ιστορία. «Δεν έχουν περάσει πολλές μέρες από τότε που φτάσαμε σε μια τεράστια πόλη. Η μαμά μου και ο μπαμπάς μου είπανε πως έπρεπε να φύγουμε από τη Σομαλία, γιατί δεν είχαμε να φάμε. Σε μια συζήτησή τους που κρυφάκουγα, τους άκουσα να μαλώνουν. Ο μπαμπάς έλεγε πως αν μέναμε στη Σομαλία εγώ θα πέθαινα, ενώ η μαμά φώναζε και έλεγε πως το ταξίδι ήταν πολύ επικίνδυνο. Πόσο δίκιο είχε η μαμά μου! Ήταν η σειρά του μπαμπά να με κρατάει στην αγκαλιά, όταν ένα τεράστιο κύμα την πήρε μακριά. Εγώ φταίω για ό,τι έγινε. Εμένα ήθελαν να σώσουν. Πόσο μου λείπει η μανούλα μου. Κάθε βράδυ τη βλέπω στον ύπνο μου να μου χαμογελά και να μου λέει ότι όλα θα πάνε καλά.
Όταν ανοίγω τα μάτια, βλέπω τον μπαμπά μου στη γωνία του δωματίου να κλαίει. Δίπλα μας, στο ίδιο δωμάτιο, βρίσκονται άλλοι είκοσι άνθρωποι που τους βρήκαμε εκεί. Ευτυχώς ένας καλός κύριος μας είπε πως εάν του δώσουμε λίγα χρήματα, θα μας βάλει κάπου να μείνουμε.
Την ημέρα ο μπαμπάς μου φεύγει για να βρει χρήματα και να φέρει φαγητό. Κάποιοι άλλοι καλοί άνθρωποι του δίνουν δουλειά. Καθαρίζει μου λέει τα σταματημένα αυτοκίνητα. Σήμερα το βράδυ άργησε. Περίμενα μέχρι αργά. Τίποτα. Αποφάσισα τότε να βγω έξω να τον βρω. Τόσες μέρες εδώ, πρώτη φορά βγαίνω το βράδυ. Φοβάμαι. Είμαι μόνη και οι δρόμοι είναι τεράστιοι. Πολλές φορές βλέπω κάποιον από πίσω που μοιάζει στον μπαμπά μου. Τρέχω να τον φτάσω. Τίποτα.
Οι άνθρωποι περπατάνε γρήγορα, περνάνε δίπλα μου σαν να είμαι αόρατη. Σχεδόν όλοι είναι λευκοί, αλλά δεν είναι ίδιοι με αυτούς στη Σομαλία. Εκεί οι λευκοί νοιάζονταν για μας, προσπαθούσαν να μας βοηθήσουν, φρόντιζαν για την υγεία και τη μόρφωση μας, μας μάθαιναν να διαβάζουμε και να γράφουμε. Εδώ όποτε με κοιτάζουν νιώθω το μίσος στο βλέμμα τους. Θέλω να τους ρωτήσω εάν είδαν το μπαμπά μου, αλλά δεν ξέρουν τη γλώσσα μου. Τους παρατηρώ να περπατούν θυμωμένοι και θλιμμένοι. Δεν τους καταλαβαίνω, έχουν ζεστά ρούχα, χοντρά παπούτσια και γάντια στα χέρια, τα παιδάκια τους έχουν και σκουφάκια και όμως, κάθε λίγο σταματούν σε κάτι φωτεινές τζαμαρίες και μετά γκρινιάζουν.
Η ώρα περνάει, τα πόδια μου αρχίζουν να πονάνε από το κρύο. Ο Δεκέμβριος λένε πως είναι ο πιο κρύος μήνας σ’ αυτή την πόλη. Πού είναι ο μπαμπάς μου; Οι δρόμοι γίνονται μεγαλύτεροι, τα αυτοκίνητα περισσότερα. Μια πλατεία στο κέντρο χαζεύει όλη αυτή την κίνηση. Ίσως είναι εκεί. Ξαφνικά κάτι νιώθω στο πρόσωπό μου. Κοιτάζω επάνω και βλέπω κάτι άσπρα να πέφτουν από τον ουρανό. Άσπρη βροχή! Δεν έχω ξαναδεί, είναι πολύ όμορφη! Σα να έσπασε κάποιος τα σύννεφα σε μικρά - μικρά κομματάκια και αυτά γεμίσανε τον ουρανό. Τι κρύα που είναι όμως;
Μπροστά μου στην πλατεία, ακούγεται μια γλυκιά μουσική. Κανένας άλλος δεν την ακούει; Ένα τεράστιο δέντρο είναι στολισμένο με φωτάκια που αναβοσβήνουν. Κάτω του, είναι ένα μικρό ψεύτικο σπιτάκι και μέσα έχει κάτι μεγάλες κούκλες. Μία από αυτές είναι καθισμένη και κρατάει ένα μικρό μωράκι στην αγκαλιά της. Το κοιτάζει με λατρεία. Θυμάμαι ξανά τη μανούλα μου. Μπαίνω μέσα στο σπιτάκι και κάθομαι δίπλα στα πόδια της.
Βγάζω το μικρό τετράδιο που έχω πάντα μαζί μου και γράφω στο μπαμπά μου. Του λέω να μην ανησυχεί γιατί τώρα νιώθω ασφαλής. Γέρνω το κεφάλι μου δίπλα στο κεφαλάκι του μωρού και κοιμάμαι. Το χέρι της μανούλας μου με αγγίζει στο μέτωπο και ζεσταίνει όλο μου το σώμα. Σηκώνομαι και μπαίνω στην αγκαλιά της, όπως όταν ήμουν μικρή. «Όλα θα πάνε καλά», μου λέει.
Την άλλη μέρα, την πρώτη μέρα του νέου χρόνου, οι εφημερίδες σε μια μικρή στήλη στις κεντρικές σελίδες, κάτω από τις ευχές για καλή χρονιά, ειρήνη, ευτυχία και αγάπη, έγραφαν: «Μικρή Σομαλή άφησε την τελευταία της πνοή μέσα σε μία φάτνη». (Το γράμμα αυτό διαβάζεται στην ταινία «Φοβού τους Ξένους?»).