Του Κώστα Χατζή
Τον 17ο αιώνα, ένας Αλσατός γιατρός, ο Ζαν Οφέρ, μελέτησε τα σωματικά συμπτώματα των στρατιωτών που πολεμούσαν στα ξένα και λαχταρούσαν την επιστροφή στην πατρίδα τους. Για να ορίσει την «πάθηση», όπως τη θεώρησε, επινόησε μια σύνθετη λέξη με δυο ακριβέστατους ελληνικούς όρους: Τον «νόστο» (επιστροφή στην πατρίδα) και το «άλγος» (πόνος). Έτσι η ιατρική ορολογία απόκτησε άλλον έναν ακριβή όρο, με ελληνική ετυμολογική ρίζα, άλλον ένα από τους πολλούς ομοειδείς.
Πολύ γρήγορα η νοσταλγία, ως όρος, απλώθηκε και έπαψε να θεωρείται ένα ατομικό παθολογικό σύμπτωμα. Απόκτησε και συλλογικό αλλά και πολιτισμικό χαρακτήρα. Έγινε ένα καλό «λιπαντικό» και της ατομικής χρονομηχανής. Είναι δυο οι χρονομηχανές. Η μια, είναι η κοινόχρηστη, η συλλογική, η συμβατική ημερολογιακή χρονομηχανή. Άτεγκτη και αμείλικτη λειτουργεί μακριά μας και ανεξάρτητα. Και η άλλη, η ατομική, η προσωπική. Αυτή, στα διαλείμματά της, «λιπαίνεται» από τη νοσταλγία. Αυτήν την αναπόληση που λειτουργεί σαν επιβραδυντικό του ασταμάτητου χρόνου. Και σαν θωπεία, σαν αντίδοτο της σκληρότητάς του. Με «εργαλείο» τη μνήμη, η νοσταλγία απελευθερώνει ποικίλα συναισθήματα. Όσο πιο τροχισμένο είναι το «εργαλείο», από άσκηση και εμπειρίες, τόσο πιο πλούσια και βαθιά η νοσταλγία.
Στην ποίηση, στη λογοτεχνία, στη λαογραφία και στη μουσική, η νοσταλγία έχει πάρει τη θέση της. (Και από ό,τι φαίνεται, από ό,τι ζούμε, θα τη διευρύνει...). Μια σύντομη νύξη, όμως, επιτρέπεται.
«Ξενιτεμένο μου πουλί...», σ’ αυτό απευθύνεται το πολύ παλιό δημώδες τραγούδι. Ένας θλιμμένος χαιρετισμός αγάπης στα εκατομμύρια Ελλήνων μεταναστών που τα απόδιωξε η πατρίδα τους στην ξενιτιά. Όμως, όταν το ξανακούς, αχνοφέγγει και μια ελπίδα...
«Ωοοφ! Και ν’ ανάθεμα και τα μακρά, κει ολ’ θεν κει πάει η λαλία ‘μ». τραγουδά με πόνο, αλλά και πείσμα, ακόμα και σήμερα, ο Πόντιος πρόσφυγας για τις χαμένες πατρίδες. Και να’ ναι ο μόνος;
Κι ο Στέλιος Καζαντζίδης συγκινεί ακόμα τη λαϊκή ψυχή με τη νοσταλγία που ελευθέρωναν τα τραγούδια του. Η νοσταλγία γίνεται συντροφική αναπνοή.
Επειδή δεν υπάρχει ελληνικό σπίτι, σε νησιά, κάμπους ή βουνά, χωρίς να έχει άμεση ή έμμεση σχέση με μετανάστη ή να έχει γίνει υποδοχέας μετανάστη, το θέμα απαιτεί χειρισμό από άλλους, με έφεση και τα απαραίτητα φόντα. Πολύ περισσότερο αν θελήσει να αγγίξει και την ανεκδήλωτη, τη σιωπηλή νοσταλγία των ξένων που ζουν στη χώρα μας. Μένουμε στα οικεία, τα καθημερινά.
Από τότε, λοιπόν, που «ταΐζαμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα», κατά το ρομαντικό και ελαφρά σατιρικό άσμα, μέχρι την εποχή της χλίδας, της ‘αστακομακαρονάδας’, όπως μαρκαρίστηκε πια ανεξίτηλα, και της μεζονέτας, η χρονομηχανή κατέγραψε κάμποσες δεκαετίες. Σ’ αυτά τα χρόνια μπορεί να ολισθήσει η νοσταλγία. Με δυο τρόπους. Ή να οδηγήσει σε ατραπούς δύσκολους, μελαγχολικούς ή καταθλιπτικούς, γεμάτους από τη «μαυρίλα» της απαισιοδοξίας και της παραίτησης. Και αυτό συμβαίνει συχνά-πυκνά, ιδιαίτερα από εκείνους που δεν ελέγχουν και διαχέουν την κοινωνική δυστοπία τους. Αυτό είναι κάτι που πρέπει, ας επιτραπεί η υπόδειξη, και μπορεί να ανακοπεί. Ή, ακόμα, να οδηγήσει σε ανακουφιστική χαύνωση τον αδύναμο, τον απαράσκευο, τον απροετοίμαστο και απαίδευτο στην αντιμετώπιση δυσκολιών.
Όσο πιο δύσκολο φαίνεται το σήμερα και όσο απλώνει ο φόβος για το κοντινό μέλλον, τόσο πιο ορμητικά θα γίνονται τα κύματα της νοσταλγίας. Της νοσταλγίας για ένα παρελθόν που το εξιδανικεύουμε, παρακινημένοι από τις τωρινές δυσκολίες και από την καταφυγή σε κάποια παλιά αισθήματα, στα οποία αναζητούμε θαλπωρή. Εκεί βρίσκει εύφορο έδαφος και καλλιεργείται και η πολιτική νοσταλγία.
Κανείς, εκτός από αυτούς που πάσχουν από ανήκεστη ανεγκεφαλίτιδα, δεν νοσταλγεί τη μετεμφυλιακή εποχή με την άγρια και ποικιλόμορφη στενοχώρια της. Κι όμως, στα κατάλοιπά της, σκιαμαχούν με φαντάσματα του παρελθόντος όσοι σπεκουλάρουν στην οργή και στη δυσανεξία του κόσμου. Στείρα και αδιέξοδη πολιτική σκέψη!
Ποιος νοσταλγεί την 48ωρη εργάσιμη εβδομάδα, τον... ‘απόπατο’ έξω από το σπίτι ή την γκαζόλαμπα; Κανείς! Ακούγεται ευχάριστα όμως μια υπόσχεση επιστροφής στα επίπεδα ζωής πριν από την κρίση. Εκείνο που δυσαρεστεί-τουλάχιστον το δικό μου αυτί-είναι η θρασύτητα όσων αναζητούν πολιτική εξιλέωση, ενώ έχουν βαρύτατες πολιτικές ευθύνες. Τι να νοσταλγήσεις απ’ αυτούς; Άλλωστε... χτεσινοί είναι! Μ’ αυτήν την εμπειρία ζωντανή, ενοχλεί και ο ανέμελος (επιεικώς...) λόγος όσων τάζουν επιστροφή, σε μια μέρα, στο 2010!
Με «λιπαντικό» από τη νοσταλγία, οι χρονομηχανές τραβούν μπροστά. Αφήνοντας πίσω πολύτιμη κατανόηση του παρελθόντος και ώριμη αναγνώριση της σημερινής πραγματικότητας. Μ’ αυτά θα πορευτούμε γιατί το ποτάμι της δημιουργικότητας, της φαντασίας και της ελπίδας δεν γυρίζει πίσω.
xatzis@hotmail.com