Του Κώστα Γιαννούλα
Οι λόγοι, για τους οποίους έφθασε η χώρα μας και ο λαός μας στα σημερινά οικονομικά αδιέξοδα, στην αγκαλιά των Τροϊκανών και στις επώδυνες συνέπειες των μνημονίων, είναι λίγο ως πολύ γνωστοί. Αναζητώντας, μάλιστα, τους υπεύθυνους για τις αρνητικές αυτές εξελίξεις οι περισσότεροι Έλληνες αποδέχθηκαν με περισσή ευκολία τη βολική γι’ αυτούς άποψη ότι για όλα αυτά φταίνε μόνο οι πολιτικοί και απ’ αυτούς κυρίως εκείνοι, που τις τελευταίες δεκαετίες άσκησαν κυβερνητική εξουσία. Γι’ αυτό και στις δύο απανωτές τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις τιμώρησαν και με το παραπάνω τα κόμματά τους στερώντας τα όχι μόνο την αυτοδυναμία αλλά και καθιστώντας τα από μεγάλα μικρά.
Και ενώ, για να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικότερα η κατάσταση, θα έπρεπε σύμφωνα και με τη διπλή εντολή του λαού να σχηματισθεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας κάνοντας όλα τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου αμοιβαίες υποχωρήσεις για κοινό πρόγραμμα, κάποιες πολιτικές δυνάμεις επέλεξαν τον εύκολο δρόμο της αντιπολίτευσης επενδύοντας στη φθορά των αντιπάλων τους, με την ελπίδα ότι στις επόμενες εκλογές χαϊδεύοντας αυτιά και υποσχόμενοι τα πάντα θα πειθαναγκασθεί ο λαός και θα εμπιστευθεί σ’ αυτούς τις τύχες της χώρας, λες και είναι άμοιροι ευθυνών για την πορεία της χώρας. Ξεχνούν, όμως, ότι τις εκλογές δεν αρκεί να τις κερδίσει κανείς• βασική προϋπόθεση για να μακροημερεύσει στην εξουσία είναι και το να μπορεί να κάνει πράξη, όσα υποσχέθηκε προεκλογικά και κάτι τέτοιο δύσκολα το πετυχαίνουν κυβερνήσεις συνεργασίας.
Παρόλα αυτά τρία κοινοβουλευτικά κόμματα, την ανάγκη επιθυμίαν ποιούμενα, νέρωσαν το κρασί τους και παρά τις διαφορές μεταξύ τους συνεργάστηκαν και σχημάτισαν κυβέρνηση με κοινό σκοπό να παραμείνει η χώρα στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να μη βρεθεί έξω απ’ αυτή, κάτι που φάνταζε τότε πολύ πιθανό.
Στην πορεία, οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι έγιναν δύο, αφού ο ένας εκ των τριών, η ΔΗΜΑΡ, δεν άντεξε την πίεση, που δέχονταν πανταχόθεν, και πέρασε κι αυτή στην αντιπολίτευση. Το πιο εύκολο και για τους δύο άλλους θα ήταν ενδεχομένως να το βάλουν στα πόδια και να οδηγηθεί εκ νέου η χώρα σε εκλογές αβεβαίου και πάλι αποτελέσματος αφήνοντάς την σε μια κρίσιμη φάση στο έλεος των δανειστών και όσων γειτόνων επιβουλεύονται την εδαφική ακεραιότητά της. Προτίμησαν, ωστόσο, καλώς κατ’ εμέ, να συνεχίσουν την προσπάθεια για την ανόρθωση του τόπου και για το καλό των παιδιών μας και των εγγονών μας. Έτσι, όλη την πίεση πλέον τη δέχονται οι αρχηγοί και οι εναπομείναντες βουλευτές της Ν.Δ. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Αυτοί οι 153, είναι καταδικασμένοι να συναινούν σε μέτρα για τα οποία διαφωνούν, να δαμάζουν τη φωνή της συνείδησής τους βλέποντας μεγάλες μάζες του λαού να υποφέρουν εξ αιτίας των μέτρων λιτότητας, της ανεργίας, της ανέχειας και της αδυναμίας αντιμετώπισης των ανελαστικών δαπανών, απαραίτητων για επιβίωση.
Είναι καταδικασμένοι, επίσης, χάριν της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας να δέχονται τις επικρίσεις των συναδέλφων τους της αντιπολίτευσης, αξιωματικής τε και μη, τους προπηλακισμούς και τις ύβρεις θιγομένων απ’ τα εφαρμοζόμενα μέτρα κοινωνικών ομάδων, αλλά και τα παράπονα και την αρνητική κριτική ψηφοφόρων τους στην εκλογική τους περιφέρεια.
Το αίσθημα του καθήκοντος, όμως, η ευθύνη, που έχουν αναλάβει, για ένα καλύτερο μέλλον του τόπου μας, η πίεση που δέχονται απ’ τους αξιωματούχους της Ε.Ε. και απ’ τους εκπροσώπους των δανειστών μας, αποτελούν το αντίβαρο, που εξουδετερώνει άλλες σκέψεις.
Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα απ’ το 1981 με τη θέλησή της και με την υπογραφή της δεν ανήκει εξ ολοκλήρου στους Έλληνες, αφού, με την είσοδό της στην τότε Ε.Ο.Κ. και σήμερα Ε.Ε., εκτός από δικαιώματα έχει αναλάβει και υποχρεώσεις και έχει εκχωρήσει ένα κομμάτι απ’ την ανεξαρτησία της και την αυτονομία της, προκειμένου ν’ απολαύσει αγαθά, που εκτός Ε.Ε. δεν θα ήταν σε θέση ν’ αποκτήσει. Είναι, γι’ αυτό, υποχρεωμένη να σέβεται τους κανόνες της, αν επιθυμεί να συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή οικογένεια.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, ότι η χώρα μας ζει με δανεικά, ότι είναι, δυστυχώς, φόρου υποτελής στους δανειστές της, ότι κάθε σοβαρό κράτος έχει συνέχεια και ότι οι υπογραφές, που βάζει δια των εκπροσώπων του, δεσμεύουν και αυτούς, που τις βάζουν, αλλά και τους διαδόχους τους. Έτσι και στην περίπτωση του μνημονίου• οι υπογραφές που με ανορθόδοξο και αιφνιδιαστικό τρόπο μπήκαν το 2010 δεσμεύουν και τη σημερινή Βουλή και όχι μόνο . Πιθανή υπαναχώρηση ή άρνηση γνωρίζουμε απ’ τις εξελίξεις και στην Κύπρο, τί μπορεί να σημαίνει.
Πέραν τούτου, οι πάντες πλέον συμφωνούν ότι, κι αν ακόμη δεν υπήρχαν οι Τροϊκανοί και το μνημόνιο, θα έπρεπε οπωσδήποτε απ’ την πολιτική μας ηγεσία να ληφθούν επώδυνα μέτρα και να γίνουν διαρθρωτικές αλλαγές, γιατί ούτως ή άλλως η γενική κατάσταση στη χώρα είχε πάρει τον κατήφορο, η οικονομία ήταν ανεξέλεγκτη και είχε φθάσει η κακοδιοίκηση, η σήψη και η διαφθορά στο απροχώρητο.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες αντί να βρίζουμε και ν’ αποδυναμώνουμε τους εναπομείναντες κυβερνητικούς βουλευτές και αντί να φθάνουμε στο σημείο να τους αποκαλούμε ακόμη και εθνικούς μειοδότες για την επιλογή τους να συνεχίσουν τον αγώνα επανίδρυσης του κράτους, μήπως πρέπει, τελικά, να θεωρούμε εθνικά συμφέρουσα και ηρωική την προσπάθειά τους;