«Ο άντρας αυτός – ο Γεωργάκης Ολύμπιος – όπως έγραψε ο Μακεδονομάχος Μελάς, ήταν από τη μεγάλη ράτσα των Ελλήνων γενναίων πολεμιστών. Μα τα είχε όλα! Τον αδάμαστον και ίσιο χαρακτήρα, το υψηλό φρόνημα, τον μεγάλο ενθουσιασμό. Είχε τη βαθιά πείρα του πολέμου, - την άφθαρτη τόλμη και υπέρμετρη φιλοπατρία. Γι’ αυτό και κατατάσσεται στις ηρωικότερες μορφές του 1821».
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου του 1772 (πέθανε 22-9-1821) στο Λιβάδι Ολύμπου. Καταγόταν από τη μεγάλη οικογένεια των αρματολών Λαζαίων, από τη Μηλιά των Πιερίων. Ο πατέρας του ονομάζονταν Νικόλαος και η μητέρα του Νικολέτα.
Στο σπίτι το πατρικό, στο Λιβάδι, όπου διέμεινε επί 25 χρόνια, - το οποίο σώζεται και σήμερα στο κέντρο του χωριού και στην πλατεία απέναντι από τον πλάτανο – όπως αυτό έχει μετατραπεί σε μουσείο με το όνομά του.
Ήταν γραμματισμένος, αφού εμαθήτευσε στην περίφημη σχολή του Λιβαδίου, κοντά στους μεγάλους διδασκάλους του γένους, τους περίφημους Ιωάννη Πέζαρο και Ιωνά Σπαρμιώτη.
Σε ηλικία 25 ετών πολέμησε μαζί με τους Λαζαίους και άλλους αρματολούς που τους επικήρυξε ο πασάς της Ηπείρου και Θεσσαλίας, (ο γιος του Βελή Πασάς).
Στην αρχή εκληρονόμησε μέρος του καπετανάτου της περιοχής των Πιερίων των Λαζαίων) και του Ολύμπου, απ’ όπου έλαβε και την επωνυμία Ολύμπιος.
Έφυγε από την περιοχή αυτή με ένα εκλεκτό σώμα κλεφτών και αρματολών για να συναντήσει τον φίλο του και συμπολεμιστή του Καραγιώργη της Σερβίας, για να πολεμήσουν τους Τούρκους και να τους εκδιώξουν από τα υπόδουλα μέρη.
Κατά τον χρόνο της παραμονής του στη Σερβία, ενυμφεύθη τη Σέρβα Στάνα, από την οποία απέκτησε τρία παιδιά: τον Αλέξανδρο, τον Μιλάνο και την Ευφροσύνη και για το λόγο αυτό απέκτησε μεγάλη επιρροή στους επαναστατημένους Σέρβους.
Ο Γ. Ολύμπιος πίστευε ακράδαντα και με πάθος στην αδελφική συνεργασία, στην Ελευθερία και στην μεγάλη ιδέα της συνολικής απελευθέρωσης των χωρών της Βαλκανικής και ιδιαίτερα των χριστιανικών λαών. Δυστυχώς όμως μερικοί ήταν ακόμα ανώριμοι να κατανοήσουν την επιταγή της ιστορίας, και εγκατέλειψαν τον αγώνα.
Όχι όμως και ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο οποίος ως αγνός Έλληνας και χαρακτήρας πιστός και ανδρείος, συνέχισε με πάθος τον αγώνα.
Ο Γ. Ολύμπιος μαζί με τον άλλο γενναίο καπετάνιο και συναγωνιστή του, από την Βλάστη Κοζάνης, τον Γιάννη Φαρμάκη, τον Περραιβό από Ελασσόνα και τον Σάββα, φροντίζουν να πετύχουν κοινή στρατιωτική δράση Ελλήνων και Σέρβων, σε μυστική συνεννόησή τους, στο Βουκουρέστι.
Η ΘΥΣΙΑ: Μετά την αποχώρηση του Υψηλάντη ο Ολύμπιος με τον Φαρμάκη, συνένωσαν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις, (μόλις 900 ιππείς), αλλά κατά τη διάρκεια της εκστρατείας αποχώρησαν αρκετοί, δεν άντεξαν εξαιτίας των δύσβατων ορεινών περιοχών, αλλά και ο Ολύμπιος αρρώστησε λόγω των ταλαιπωριών, αλλά συνέχισε παρ’ όλα αυτά με τους εναπομείναντες 350 πιστούς πολεμιστές του, έφθασαν στις 5 Σεπτεμβρίου 1821 και κατέφυγαν σ’ ένα απρόσιτο μοναστήρι στα σύνορα Αυστρίας και Μολδαβίας, (τη μονή Σέκου της Ρουμανίας). Τον Ολύμπιο κατεδίωκε τουρκικό σώμα από 2000 Τούρκους, υπό τον Σαλήχ Πασά και στις 8 Σεπτεμβρίου προστέθηκαν άλλοι 4.000 Τούρκοι στρατιώτες.
Όλοι αυτοί οι εισβολείς, πυρπόλησαν τις εγκαταστάσεις της μονής και ο Ολύμπιος αναγκάστηκε ν’ ανέβει στο κωδωνοστάσιο του μοναστηριού με 11 μόνο στρατιώτες του και μαχόμενος συνεχώς, ενώ ο σύντροφος και γενναίος Γιάννης Φαρμάκης, προέβαλε αντίσταση εις την αυλή και τα κελιά με 340 ιερολοχίτες, που όμως μετά αποχώρησε.
Η μάχη και η πολιορκία διήρκησαν 12 μέρες, χωρίς την κατάληψη της μονής από τους Τούρκους. Τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά των Ελλήνων εξαντλήθηκαν και σαν μην έφτανε αυτό, τους κόψανε και το νερό! Στο κωδωνοστάσιο υπήρχαν μερικά βαρέλια με πυρίτιδα. Ο Σαλήχ επιχείρησε να δελεάσει τον Ολύμπιο, απελευθερώνοντάς τον και τάζοντάς τον την ηγεμονία της περιοχής. Όμως ο ήρωας Ολύμπιος απέρριψε την πρόταση, λέγοντας στους 11 συντρόφους του:
«Εγώ θα μείνω εδώ και θα καώ ζωντανός. Εσείς αν θέλετε βγείτε. Σας ανοίγω ο ίδιος την πόρτα. Ουδείς όμως στρατιώτης τον εγκατέλειψε!
Έτσι ο μεγαλόψυχος αυτός πολεμιστής με την άρνησή του απέδειξε ότι σαν πιστός στρατιώτης και ηγέτης και δίνοντας αυτός πρώτος το παράδειγμα της φιλοπατρίας, προτίμησε το θάνατο από τη ζωή, επιβεβαιώνοντας την παρακαταθήκη που μας άφησε ο Εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. «Είναι προτιμότερο στη ζωή να πεθαίνει κανείς όρθιος, παρά να ζει γονατιστός!». Και το άλλο που είπε ο Μπέρτος Μπρεχτ: «Όποιος αγωνίζεται στη ζωή για την ελευθερία, μπορεί να κερδίσει ή να χάσει. Όποιος όμως δεν αγωνίζεται, έχει ήδη χάσει».
Έτσι το βράδυ προς ξημέρωμα της 22ης Σεπτεμβρίου 1821, 3.000 Τούρκοι όρμησαν και γκρεμίζοντας τον περίβολο της Μονής, εισήλθαν στο εσωτερικό της. Ο δε Γεωργάκης Ολύμπιος μη βλέποντας άλλη διέξοδο και επικαλούμενος το Θεό, έβαλε πυρ στην πυρίτιδα του κωδωνοστασίου και ανατινάχτηκε στον αέρα αυτός και οι 11 σύντροφοί του, αφού εξόντωσε και τους άπιστους πολιορκητές Τούρκους, του Σελήχ Πασά. Από τους συντρόφους του μόνο ένας διεσώθηκε για να υπάρχει η ζωντανή μαρτυρία αυτού του συγκλονιστικού και ηρωϊκού γεγονότος και να μεταφέρεται στις επόμενες γενιές, όπως το παράδειγμα του καλόγηρου Σαμουήλ στο Κιούγκι του Σουλίου, και του Γιαμπουδάκη στο Αρκάδι της Κρήτης, με τον ίδιο τρόπο.
Έτσι χάθηκε ο εθνικός ήρωας, ο μεγάλος επαναστάτης, ο Λιβαδιώτης ήρωας Γεωργάκης Ολύμπιος, στη Μονή Σέκου στις 22 Σεπτεμβρίου του 1821 σε ηλικία μόλις 49 ετών. Το θεϊκό ουράνιο σύννεφο τον πήρε μέσα στον καπνό και τον ανύψωσε στους χώρους των αθάνατων ηρώων μας, της εθνικής περηφάνιας και παλικαριάς, αυτόν τον ακαταμάχητο θρύλο της επανάστασης του 1821, τον Λιβαδιώτη ήρωα Γεωργάκη Ολύμπιο.
Απόστολος Β. Ρούντος