Από τη Μαρίνα Αποστολοπούλου
«Τρίτη και φαρμακερή», αυτό είναι το ρεζουμέ της υπόθεσης.
Παλιά που τα γαλλικά ήταν η γλώσσα της αριστοκρατίας και της κοσμοπολίτικης κουλτούρας, στα καζίνο, όταν επρόκειτο να σταματήσει το ποντάρισμα στη ρουλέτα, ο γκρουπιέρης έλεγε (ανεξαρτήτως χώρας), «rien ne va plus» δηλαδή ότι σταματάει το ποντάρισμα για να ξεκινήσει η ρουλέτα να γυρίζει.
Αυτό λοιπόν θα είναι το «σύνθημα» για την τρίτη ψηφοφορία στις 29 του μηνός για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.
Διότι στην πραγματικότητα, μπορεί σήμερα να έχουμε την πρώτη ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στην τρίτη και καθοριστική ψηφοφορία. Μέχρι τότε όλα θα είναι ανοιχτά. Ο «τζόγος» και το «ποντάρισμα» σχετικά με το «ποιοι» βουλευτές, εν τέλει θα ψηφίσουν για Πρόεδρο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σημερινή ψηφοφορία θα είναι ενδεικτική της αρχικής συσπείρωσης.
Δηλαδή θα φανούν οι βουλευτές που «από χέρι» θα ψηφίσουν για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Και βεβαίως δεν μιλάμε για εκείνους της κυβερνητικής πλειοψηφίας, διότι θεωρείται δεδομένο και αυτονόητο ότι θα ψηφίσουν υπέρ της εκλογής. Εκτός πια κι αν έχουμε τίποτα «χαριτωμένους αυτοσχεδιασμούς», αλλά τέτοιοι δεν προβλέπονται στον ορίζοντα. Μιλάμε για τους «άλλους», εκτός ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι έχουν ήδη εκφραστεί και έχουν λάβει θέση ότι θα ψηφίσουν «υπέρ» αλλά και για πιθανές εκπλήξεις από τον πρώτο γύρο. Το άθροισμα όλων αυτών θα δώσει και τη «γραμμή εκκίνησης» για τον αριθμό των βουλευτών που θα ταχθούν υπέρ της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή. Αλλά, θα πρόκειται ακριβώς, μόνον για αυτό: την γραμμή εκκίνησης. Γιατί στο μεσοδιάστημα και στον άφθονο πολιτικό χρόνο που θα μεσολαβήσει και πολλά θα συμβούν και πολλά θα αλλάξουν ή θα μορφοποιηθούν τελικά, καθώς το παρασκήνιο πέριξ της προεδρικής εκλογής είναι «καυτό».
Και όλα αυτά σε ένα κλίμα από το οποίο δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποκομμένα οι βουλευτές.
Δηλαδή ένα κλίμα που δείχνει, πάντα μέσω των δημοσκοπήσεων, την καθαρή πλειοψηφική τάση της κοινωνίας η οποία δεν επιθυμεί εθνικές εκλογές στην παρούσα φάση και η οποία έχει αρχίσει να καταλαμβάνεται -όπως επίσης δείχνουν οι δημοσκοπήσεις- εκ νέου από τη φοβία για πιθανή έξοδο της χώρας από το ευρώ. Η οξεία πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ Κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι δηλώσεις ξένων αξιωματούχων αλλά και οι αντικρουόμενες προτάσεις από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τη διαχείριση των οικονομικών και του χρέους επανέφεραν το κλίμα της ανασφάλειας που είχε σταδιακά αρχίσει να υποχωρεί τον τελευταίο καιρό.
Επιπλέον και πάλι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν δύο από τις βασικές «δεξαμενές» βουλευτών που «επενδύουν» στις πρόωρες εκλογές να αντιμετωπίζουν σημαντικό πρόβλημα και ταυτόχρονα την «ψαλίδα» μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ να κλείνει.
Από τη μια η ΔΗΜΑΡ
Είναι σαφές ότι δεν έχει κανένα χρονικό αλλά και πρακτικό περιθώριο ανάκαμψης και μετά δυσκολίας ανιχνεύεται πλέον και στις δημοσκοπήσεις το ποσοστό της. Οπότε ως φαίνεται και από τα νούμερα αν όλοι οι δρόμοι για την ΔΗΜΑΡ δεν οδηγούν στη Ρώμη, οδηγούν πάντως στον ΣΥΡΙΖΑ. Αρά μιλάμε για μία διαδικασία «απορρόφησης» ενδεδυμένη με διάφορα πολιτικά προσχήματα, η οποία, όμως, δεν παύει να είναι πραγματική και ως φαίνεται αναπόφευκτη και η οποία δεν είναι καθόλου βέβαιον-άλλωστε έχουν εκφραστεί και ανοιχτά σχετικές απόψεις- ότι βρίσκει σύμφωνη άπασα την κοινοβουλευτική ομάδα.
Ο ίδιος ο Κουβέλης δε εκπέμπει αντικρουόμενα μηνύματα, σαν αυτά που λένε ότι «όποιος βουλευτής της ΔΗΜΑΡ ψηφίσει για πρόεδρο δεν είναι αργυρώνητος ή αποστάτης» αλλά από την άλλη «η ΔΗΜΑΡ έχει αποφασίσει να μην ψηφίσει για Πρόεδρο».
Από την άλλη και οι ΑΝΕΛ
Στις δημοσκοπήσεις βρίσκονται ή στο όριο προκειμένου να κόψουν το νήμα και να μπουν στη Βουλή με χίλια ζόρια, ή σε κάποιες από αυτές δεν μπαίνουν κιόλας. Αν δε σκεφθεί κανείς ότι οι ίδιοι έχουν ανοιχτά επενδύσει σε πιθανή συμμετοχή σε μία κυβέρνηση με ΣΥΡΙΖΑ, τότε το γεγονός ότι δυσκολεύονται να μπουν στη Βουλή ανατρέπει και τον σχεδιασμό τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις μελλοντικές πολιτικές επενδύσεις των στελεχών και βουλευτών του κόμματος. Να θυμηθούμε δε ότι και ο ίδιος ο Τσίπρας που είναι προς αναζήτηση πολιτικών συμμάχων για την πιθανή «επόμενη μέρα», δήλωσε σε συνέντευξή του ότι μπορεί οι ΑΝΕΛ να μην μπουν στην επόμενη Βουλή προκαλώντας την έντονη αντίδραση των τελευταίων, οι οποίοι παίζουν και το τελευταίο τους χαρτί. Από την άλλη, στη Βουλή όλα δείχνουν ότι θα μπει το «Ποτάμι», αλλά και πάλι ο Τσίπρας έχει δηλώσει ότι δεν βλέπει πιθανή τη συνεργασία μαζί του, χώρια που η συνάντηση Θεοδωράκη-Τσίπρα δεν έγινε ποτέ. Τουλάχιστον όχι μέχρι τώρα.
Και σε όλα αυτά πρέπει να προσμετρήσει κανείς και τα μεγάλα ποσοστά των «αναποφάσιστων» που προκύπτουν σε κάθε δημοσκόπηση, η οποία έχει να κάνει με την πιθανή πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.
Αυτό είναι ένα περιβάλλον, που δεν μπορούν να αγνοήσουν οι βουλευτές.
Και ταυτόχρονα ένα περιβάλλον που όσο προχωράμε προς την 29η σε συνδυασμό με το παρασκήνιο των πιέσεων, των υποσχέσεων και των πολιτικών ανταλλαγμάτων για την εξυπηρέτηση και των προσωπικών βλέψεων των βουλευτών που βεβαίως και υπάρχουν θα διαμορφώνει σταδιακά το κλίμα. Και βεβαίως, μην ξεχνάμε ότι τόσο για τους «ανεξάρτητους» βουλευτές όσο και για εκείνους της ΔΗΜΑΡ και των ΑΝΕΛ που μπορεί να βρεθούν εκτός Βουλής τίθεται και ζήτημα πολιτικής επιβίωσης και βεβαίως πρακτικής. Γιατί αν οι εθνικές εκλογές γίνουν, ας πούμε, στο τέλος του 2016, τότε αυτό σε απλά ελληνικά σημαίνει ότι θα έχουν για ενάμιση χρόνο ακόμη δουλειά.
Ε, όλα αυτά σαφώς και παίζουν τον ρόλο τους.
Και επειδή οι πιέσεις ασκούνται πανταχόθεν είναι εξίσου βέβαιον, ότι κάποιοι, αν όχι οι περισσότεροι θα «φυλάξουν» την τελική τους ψήφο μέχρι τελευταία στιγμή για να διαφυλάξουν στο μεταξύ και την ησυχία τους.
Αρα, η τρίτη και φαρμακερή, θα είναι η ψηφοφορία η οποία θα κρίνει εν τέλει και την τελική έκβασή της... μάχης. Διότι περί «μάχης» πρόκειται. Απλώς δεν έχουν ξεκαθαρίσει ακόμη πλήρως τα αντίπαλα στρατόπεδα.