Από τον Κων/νο Οικονόμου
Οι Στροφάδες νήσοι, ή απλώς Στροφάδια, είναι 2 μικρά νησάκια 27 ν.μ. νότια της Ζακύνθου [Σταμφάνη και Άρπυια]. Τα νησιά είναι μεταναστευτικό κέντρο για πολλά αποδημητικά πουλιά κι ο μόνος της σήμερα κάτοικος είναι ένας μοναχός της Ι. Μ. Α. Διονυσίου [Σωτήρος]. Τον Αύγουστο του 1717, ένα χρόνο μετά το θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνα και την άτακτη φυγή των Τούρκων από την Κέρκυρα, τουρκικά πειρατικά, με αρχηγό τον αιμοδιψή πειρατή της Κάνκας, Μουστή [Μοστρίνο], αγκυροβόλησαν στο λιμάνι των Στροφάδων και λεηλάτησαν το Μοναστήρι. Ο πειρατής έπιασε τους μοναχούς, εκτός από τέσσαρες, που πρόφθασαν να κρυφθούν σε βαθειά σπηλιά, και τους υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια, για να αποκαλύψουν τους θησαυρούς του Μοναστηριού. Οι μοναχοί μη αντέχοντας τα βασανιστήρια έδειξαν δύο σπηλιές. Ο αρχιπειρατής διάταξε τότε να σκοτώσουν μερικούς μοναχούς και να κάψουν τα σώματά τους. Έπειτα, παίρνοντας αιχμάλωτους πατέρες, την εικόνα της Παναγίας και θησαυρούς του Μοναστηριού, αποχώρησε. Κάποιοι Τούρκοι, έκοψαν τα χέρια του λειψάνου του Αγίου χωρίζοντάς τα σε τέσσερα μέρη. Όταν ήταν έτοιμοι να φύγουν, οι μουσουλμάνοι ληστοπειρατές σήκωσαν το υπόλοιπο ιερό Λείψανο και το έβαλαν πάνω σε βαρέλι με πυρίτιδα, βάζοντας ολόγυρα φωτιά. Όμως ο Αγιος Διονύσιος έκανε το θαύμα του και το μπαρούτι δεν έπιασε φωτιά. Η λεηλασία του Μοναστηριού των Στροφάδων και η διάσωση του ιερού Λειψάνου αναφέρονται σ’ ένα χρονικό ανώνυμου μοναχού της εποχής, όπου διαβάζουμε: «1717. Αυγούστου 19, ημέρα Δευτέρα ηχμαλώτισαν το μοναστήρι μας τα Στροφάδια ο Θεοκατάρατος Μουστής με δέκα γαλιώταις και επήραν όλα τα ιερά σκεύη, το αρμαμέντο, και την Παναγίαν και όλα μας τα μπαστιμέντα και έκοψαν τα χέρια του Αγίου και τα επήραν και το επίλοιπον άγιον λείψανον το έβαλαν απάνου ενού βαρελιού μπαρούτη και έκαμε θαύμα ο άγιος και δεν έπιασε φωτία και εφυλάκτη (...). Επήραν και σκλάβους πατέρες είκοσι με τέσσερους ιερομόναχους. (Ο) Γεράσιμος Κάπαρης (...) με τους λοιπούς Καλογέρους, εκρύφτηκαν και δεν αιχμαλωτίσθηκαν. Το πώς εμπήκαν μέσα (οι επιδρομείς) είναι τούτο. Αρμπούρισαν παντιέρα άσπρη και ήρθαν οι Καπετανέοι έξω με δόλο, με το καλό εμπήκαν μέσα στο Μοναστήρι και έπιασαν την πόρτα, και έτζι εγελάστηκαν (οι μοναχοί)». Όταν έφυγε η τουρκική μοίρα από τα Στροφάδια, ο Μοστρίνος σκέφτηκε να πουλήσει τα τεμάχια των χεριών του Αγίου Διονυσίου. Έτσι, τα πήρε από τους Αγαρηνούς και, περνώντας από τη Χίο, τα πούλησε στον εκεί Μητροπολίτη Αγαθάγγελο και έναν μοναχό, οι οποίοι με την πρέπουσα ευλάβεια τα έστειλαν στο μοναστήρι των Στροφάδων. Την εικόνα της Παρθένου την πούλησε στην Πάτμο σε δύο αδελφούς Πατμιώτες, Ηλία και Θεόδωρο, που κι αυτοί την έστειλαν στα Στροφάδια. Την επομένη της λεηλασίας, οι πατέρες που γλίτωσαν, είδαν να περνά έξω από τα Στροφάδια μια βενετσιάνικη κορβέτα. Οι μοναχοί έκαμαν σινιάλα, ζητώντας βοήθεια. Ο πλοίαρχος, Ιωάννης Μπάλοβιτς, ευσεβής χριστιανός, άλλαξε πορεία κι άραξε στο λιμάνι των Στροφάδων. Όταν έμαθε τα συμβάντα και είδε το τρομακτικό θέαμα της λεηλασίας και καταστροφής, μετέφερε, με ευλάβεια και ταπείνωση, το ιερό Λείψανο στην ιδιαίτερη καμπίνα του. Ύστερα, πήρε στο πλοίο τους πατέρες του Μοναστηριού. Αμέσως, σήκωσε άγκυρα κι έβαλε πλώρη για τη Ζάκυνθο. Λίγες ώρες αργότερα το πλοίο έδεσε στο μώλο του Αγίου Νικολάου, στη Ζάκυνθο, φέρνοντας για πάντα στη Ζάκυνθο το μεγαλύτερο θησαυρό της.
Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου είναι δάσκαλος στο 32ο Σχ. Λάρισας