Πέρασα τα ελληνοαλβανικά σύνορα, αφήνοντας πίσω την πατρίδα, μια χώρα σε βρασμό, Παρασκευή, 28 του μηνός Φεβρουαρίου, ημέρα των μεγάλων συλλαλητηρίων. Ταξίδευα όλο το βράδυ υπό βροχή, οδηγώντας στην Κατάρα. Αποβραδίς ο Χρήστος με είχε προειδοποιήσει. «Μέχρι τις οκτώ περνάς, μετά έχει απεργία και στα Τελωνεία».
Το κατάστημα «Ελλάς» κατέβαζε ρολά. Στην Κατάρα θυμήθηκα γιατί κατακλύζουμε ξανά τις πλατείες. Από απελπισία νομίζω. Τριάντα πέντε χρόνια οδηγός και στον... καταραμένο αυτόν δρόμο, στο καταραμένο κράτος πες καλύτερα, τίποτε λες δεν έχει αλλάξει. Στροφιλίκι, στενό κι ανώμαλο οδόστρωμα και το νταλικομάνι να σου ταράζει τα νεύρα. Ως πότε ορέ; Ως πότε; Γεράσαμε...
Ξημερώνει... Επιτέλους Κακαβιά. Η Κακαβιά των στεναγμών... Τα σύνορα που κάποτε διάβαιναν μυρμηγκιά οι εργάτες, νόμιμοι, ημινόμιμοι, παράνομοι, τα ορφανά του Χότζα, όλοι της αρβανιτιάς οι κολασμένοι, να ‘ρθουν στην Ελλάδα των καπιταλιστών να ρίξουν ιδρώτα, στέρηση και κόπο, και να φάνε ψωμί. Ατέλειωτες οι ουρές τότε, ταλαιπωρία για ώρες και ώρες, μαρτύριο. Σήμερα αρκεί η επίδειξη ταυτότητας ή διαβατηρίου. Σε σκανάρουν, έφυγες.
Τη βροχή διαδέχθηκε ένας λαμπρός ήλιος. Ένας κρύος αέρας, αναζωογονητικός, κατεβαίνει απ’ τα αλβανικά βουνά. Αγκαλιάζει την πεδιάδα της Δρόπολης και σε κάνει να ξεχνάς κούραση και ξενύχτι... Είναι σ’ αυτά τα βουνά που ο ελληνισμός, σε μια από τις σπάνιες φορές που ομονόησε, έδρεψε δάφνες. Ματωμένα χώματα, τιμημένα χώματα, μα στο τέλος ξανά προδοσία που κατέληξε σε εμφύλιο. Κι από τότε, από εμφύλιο σε εμφύλιο κι από πλατεία σε πλατεία, χάσαμε τον δρόμο. «Μοναχή τον δρόμο επήρες ....» - ήξερε τι έγραφε ο Σολωμός.
Πρωτοπήγα Αλβανία νεαρός ρεπόρτερ με Παπούλια και Μελίνα... Νοέμβρης του 1987 ήτανε, όταν ο Ραμίζ Αλία, διάδοχος του σκληρού Ενβέρ Χότζα, επιχείρησε την πρώτη προσέγγιση με την Ελλάδα. Γυρίζοντας, τιτλοφόρησα τις ταξιδιωτικές μου εντυπώσεις στην «Ε» ως «Ταξίδι στον... πλανήτη Αλβανία». Πραγματικά, η χώρα ήταν τότε εξώκοσμη. Σκοτάδι παντού και ζόφος. Άνθρωποι σιωπηλοί, βλέμματα τρομαγμένα, πολυβολεία προς απόκρουση του... φανταστικού εχθρού και ουρές για λίγο γάλα και ψωμί. Και οι ασφαλίτες της περιβόητης «Σιγκουρίμ», παντού στην πλάτη μας. Μας πήγαν και στα μειονοτικά ελληνικά χωριά. Όσο κι αν τα περιποιήθηκαν για τις ανάγκες της επίσκεψης ασβεστώνοντας τις πλατείες, η φτώχεια δεν κρυβόταν.
Σήμερα, στον δρόμο προς το Αργυρόκαστρο, με προσπερνούν συνέχεια... «Μερσεντές» κι άλλα πολυτελή αυτοκίνητα. Δεν είναι εκείνες οι παλιές «Μερσεντές», οι «αλβανικές» που λέγαμε κάποτε, οι σακαράκες από τις μάντρες της Γερμανίας. Είναι καλά αυτοκίνητα, πολλών κυβικών, που ασφυκτιούν στους στενούς, αλλά με πολύ καλό οδόστρωμα δρόμους. Πλούτισαν; Δε βγάζεις άκρη. Είναι το μαύρο χρήμα που μπαίνει στη χώρα; Είναι που το κράτος δε φορολογεί; – δεν είναι κορόιδο ο Ράμα, τα γιούρο να πέφτουν στη χώρα και ποιος νοιάστηκε για τα υπόλοιπα; Αλλά μυαλό πολύ δε θέλει, οι Αλβανοί δεν είναι πια τα μπατιράκια, οι φθηνοί εργάτες της δεκαετίας του ‘90. Δεν είναι οι φτωχοδιάβολοι που έχτισαν την Ελλάδα, που κοιμόντουσαν σε γιαπιά και παραπήγματα, τρώγοντας ψωμί τυρί κι από κανένα σκόρδο. Στα τριάντα τόσα χρόνια αλβανικής μετανάστευσης στην Ελλάδα δούλεψαν, σφίξαν το ζωνάρι, κάναν οικονομίες τρελές, καζάντισαν, πρόκοψαν. Κι όπως οι δικοί μας, γυρνώντας από Γερμανία, Αμερική, Καναδά, γύρισαν κι επένδυσαν. Ρίξανε το χρήμα στα ντουβάρια, να τα νοικιάσουν, να αποκτήσουν ένα πρόσθετο εισόδημα.
Στέκομαι στους Άγιους Σαράντα. Το Αργυρόκαστρο, χαμένο στην ομίχλη, δε μου έκανε εντύπωση. Βουνά - θεριά το περιβάλλουν - πώς πολεμήσανε κει πάνω τόσα παιδούλια μέσα στον άγριο χειμώνα; Όμορφη η παλιά-πόλη, πετρόχτιστη, με αυστηρή ηπειρώτικη αρχιτεκτονική, ιδανική για ρομαντζάδα και ωραίες φωτογραφίες, αλλά μέχρις εκεί. Η νέα πόλη, άλλη μια επαρχιακή βαλκανική κωμόπολη χωρίς ταυτότητα. Οι Άγιοι Σαράντα είναι που «φωνάζουν» τι συμβαίνει στη σημερινή Αλβανία... Αντικρίζεις την πόλη και μεμιάς γυρίζεις στη Ελλάδα του ‘70, όταν πόλεις σαν τη Λάρισα θύμιζαν ένα απέραντο γιαπί. Τα μάτια μου θα αντίκρισαν και πάνω από εκατό πολυκατοικίες που χτίζονται τώρα δα που μιλάμε. Μπετονιέρες πηγαινοέρχονται, γερανοί ανεβοκατεβάζουν υλικά, εργάτες κάνουν κουμάντο. Εκατοντάδες νέες πολυκατοικίες τα τελευταία χρόνια έχουν καταπιεί τις παλιές οικοδομές σοβιετικού τύπου που ανήκαν στο κράτος. Σκέψου, μου λέει ο Χρήστος, ότι μια πόλη σαράντα χιλιάδων κατοίκων διαθέτει πια πεντακόσια ξενοδοχεία. Οι συνήθεις στρεβλώσεις αναπτυσσόμενων κοινωνιών.
Τι όμορφος τόπος ωστόσο! Πόλη «χυμένη» επάνω στους λόφους, όρμοι και ορμίσκοι και στο βάθος, αρχόντισσα η Κέρκυρα, σου προκαλεί συνειρμούς. Όσο κι αν αγωνίζονται... φιλότιμα οι σημερινές γενιές Αλβανών να καταστρέψουν την πόλη τους, δε θα το πετύχουν. Η ομορφιά πάντα στο τέλος νικά... Ευτυχώς...
Ξαναβγήκε ο ήλιος... Λαμπυρίζει η θάλασσα… Σε ένα από τα λιγοστά ανοιχτά καφέ απολαμβάνουμε μπίρες. Με λίγη φαντασία μπορείς να πεις ότι είσαι στις Κάννες. Παραλία στρωμένη από υπέροχη λευκή πέτρα, πάρκα υψηλής αισθητικής, αλέες, φοίνικες, ένας κόσμος πολύχρωμος, οικογένειες με μικρά παιδιά, η χαρά της ζωής. Μια ηρεμία νιώθω, μια χαλαρότητα που δεν υπάρχει πια στην Ελλάδα των εντάσεων. Ήρθαμε και σε καλή εποχή, αυτό μας το λένε όλοι. Το καλοκαίρι; Άσε... Κόλαση! Με τριάντα και σαράντα ευρώ το δωμάτιο σε ξενοδοχείο πολυτελείας, με δυο ευρώ τον καφέ και την μπίρα, και γενικά τιμές πολύ χαμηλότερες της Ελλάδας, χρυσή ευκαιρία για τους φτωχότερους της Ευρώπης να κάνουν ανέλπιστα διακοπές μέσα στη χλίδα. Κάπως έτσι χάσαμε από τα λαρισαϊκά παράλια κάμποσους Πολωνούς.
- Ρε πατριώτες, καλά πάω για τη Χειμάρρα; Ρωτάω κάτι αργόσχολους στον δρόμο. Ξαφνιάζονται, αλλά μου απαντούν ελληνικά.
- Ναι, καλά, καλά... Πιο κάτω στρίψε δεξιά...
Αν δε μιλάνε όλοι, οι περισσότεροι καταλαβαίνουν ελληνικά, η γλώσσα μας έχει ρίζες εκεί από τα χρόνια του Όμηρου και αποδεικνύεται «πολύ σκληρή για να πεθάνει». Στη Χειμάρρα, που μας απασχόλησε ιδιαίτερα λόγω της υπόθεσης Μπελέρη, τα ελληνικά μοιάζουν να είναι η αποκλειστική γλώσσα. Είναι απολύτως ενήμεροι για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα – έτσι κι αλλιώς μπαινοβγαίνουν στη χώρα για δουλειές, βλέπουν όλα τα ελληνικά κανάλια, ενώ και τα αλβανικά κάνουν εκτενείς αναφορές στα μεγάλα συλλαλητήρια για τα Τέμπη. Ο άνθρωπος που μας μιλά, Έλληνας της Χειμάρρας, φαίνεται μπασμένος στα πράματα. Τζάμπα κλαίγεστε ρε σεις... Παντού είναι δύσκολα.. Τι να πει εδώ ο κόσμος; Σούπερ μάρκετ πιο ακριβά από Ελλάδα, μισθοί τέσσερα - πέντε κατοστάρικα, βενζίνη ίδιες τιμές, αλλά κάνουμε υπομονή. Άμα δεν πάει καλά η Ελλάδα, εμείς λυπόμαστε περισσότερο. Άμα είναι δυνατή η Ελλάδα, νιώθουμε κι εμείς δυνατοί. Να, αλήθεια σου λέω, πρόπερσι, όταν είδα τα «Σινούκ» να φέρνουν εδώ τον Μητσοτάκη με πιάσανε κλάματα ...».
Επιστροφή από το Τελωνείο της Κονίσπολης αυτήν τη φορά. Βρέχει δυνατά κι αλύπητα στα θεσπρωτικά βουνά και οι κωλόδρομοι που αναγκαζόμαστε να διασχίσουμε κάνουν το ταξίδι εφιαλτικό... Δε μου αρέσει ο μηδενισμός γαμώτη μου, αλλά θα το πω, πιο ασφαλής αισθάνθηκα ακόμη και στη «φτωχή» Αλβανία. Επιστροφή. Όχι από τον «πλανήτη» Αλβανία αυτήν τη φορά, αλλά από μια χώρα που έχει πολλά θέματα, αλλά φαίνεται ότι προσπαθεί, είναι αισιόδοξη και χαμογελάει. Επιστροφή στην Ελλάδα. Στη χώρα της θλίψης, όπου όλοι μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε, αναζητώντας παντού ευθύνες, παντού ενόχους, παντού θαμμένα μυστικά και απαντήσεις που δεν έρχονται ποτέ. Και ξανάπεσα έτσι στη μελαγχολία.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr