Οι υγειονομικές πολιτικές, η νομοθεσία αλλά και οι αντιλήψεις της κοινωνίας απέναντι στα άτομα που πάσχουν από ψυχικά νοσήματα καθορίζουν τη στάση της κοινωνίας έναντι αυτών των περιπτώσεων. Στο πλαίσιο της αξιολόγησης του εγκλήματος και της ψυχικής κατάστασης του ατόμου, αρκετά συχνά, οι δικαστικοί και εμπειρογνώμονες της ψυχικής υγείας, καλούνται με σκοπό να εκτιμήσουν κατά πόσο ένα άτομο μπορεί να έχει πλήρη γνώση των πράξεών του, αλλά και κατ’ επέκταση κατά πόσο μπορεί να διαχειριστεί - ελέγξει τη συμπεριφορά του σε κρίσιμες περιπτώσεις.
Από την άλλη μεριά, το νομικό σύστημα πραγματεύεται την ψυχική πάθηση σε συνάρτηση με την εγκληματική συμπεριφορά, χρησιμοποιώντας θα λέγαμε συχνά δύο κύριες προσεγγίσεις: την ποινικοποίηση και τη θεραπεία. Με τον όρο ποινικοποίηση, εννοείται η καταδίκη του ατόμου - μέσω φυλάκισης ή άλλων ποινών που επιβάλλονται από το ποινικό σύστημα - για το έγκλημα το οποίο διέπραξε, ενώ με τον όρο θεραπεία υποστηρίζεται η αποκατάσταση του ατόμου μέσω ψυχικής φροντίδας και ειδικής θεραπευτικής παρέμβασης. Στις περιπτώσεις όπου τα άτομα διαγιγνώσκονται µε κάποιου είδους ψυχικής ασθένειας, ενδέχεται η ποινικοποίηση να αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού, δεδομένου ότι τα άτομα αυτά ενδέχεται να µην έχουν πλήρη κατανόηση ή έλεγχο των πράξεών τους λόγω της ψυχικής τους κατάστασης. Όταν υφίστανται τέτοιες καταστάσεις, η επιβολή της ποινής μπορεί να φαίνεται ακατάλληλη και άδικη, καθώς δεν λαμβάνεται υπόψη η τρέχουσα ικανότητά τους για απόδοση ευθυνών. Αντιθέτως, η θεραπεία εστιάζει στην αποκατάσταση του ατόμου, λαμβάνοντας υπόψη την ψυχική του και διανοητική του υγεία καθώς και την ανάγκη του για ψυχική υποστήριξη. Στην περίπτωση αυτήν, το άτομο δεν αντιμετωπίζεται ως εγκληματίας. Απεναντίας, αντιμετωπίζεται ως ένα άτομο το οποίο χρειάζεται εξειδικευμένη φροντίδα από ειδικούς επαγγελματικές ψυχικής υγείας. Η θεραπευτική αυτή προσέγγιση επικεντρώνεται στη διαχείριση της ψυχικής ασθένειας που ενδεχομένως οδήγησε το άτομο στη διάπραξη εγκληματικής συμπεριφοράς. Απώτερος στόχος είναι να αποκατασταθεί σταδιακά η ψυχική υγεία του ατόμου, αλλά και να αποτραπεί η επανάληψη της παραβατικότητας στο μέλλον.
Είναι γεγονός ότι σε χώρες οι οποίες προτιμούν τη θεραπευτική προσέγγιση, δημιουργούνται συνήθως ειδικές φυλακές ή θεραπευτικά κέντρα, στα οποία οι ψυχικά πάσχοντες ασθενείς μπορούν να λαμβάνουν την απαραίτητη αγωγή, αντί να φυλακίζονται σε παραδοσιακές φυλακές. Οι εν λόγω εγκαταστάσεις προσφέρουν όχι μόνο ιατρική και κλινική περίθαλψη, αλλά και την απαραίτητη κοινωνική υποστήριξη, έτσι ώστε να γίνει με πιο ομαλό τρόπο η επανένταξή τους στην κοινωνία μετέπειτα. Ωστόσο, μία από τις βασικές προκλήσεις αποτελεί το γεγονός ότι το νομικό καθεστώς και οι κοινότητες συχνά δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν την ψυχική ασθένεια ως παράγοντα που μπορεί να εξηγήσει το έγκλημα. Για αυτό το λόγο η συμβολή των εγκληματολογικών ψυχολόγων στο ποινικό σύστημα είναι άκρως σημαντική. Οι εγκληματολογικοί ψυχολόγοι εστιάζονται στην αξιολόγηση της ψυχικής κατάστασης του ατόμου, όπως επίσης και στην αξιολόγηση της επικινδυνότητάς του. Εκτός αυτού, είναι σε θέση να αναλύουν τα αίτια και τα χαρακτηριστικά της παραβατικής συμπεριφοράς, προσφέροντας πολύτιμη βοήθεια στο νομικό σύστημα, τόσο σε επίπεδο πρόληψης όσο και στην αντιμετώπιση των εγκληματικών πράξεων. Μια άλλη πρόκληση αποτελεί η θεραπευτική προσέγγιση. Συγκεκριμένα, η διαδικασία της θεραπευτικής προσέγγισης προϋποθέτει υποδομές, πόρους και συνεργασία ανάμεσα σε εξειδικευμένους επαγγελματίες, οι οποίοι φαίνεται να εκλείπουν από το δικαστικό σύστημα και σε πολλές περιπτώσεις από δομές ψυχικής υγείας. Επιπλέον, τα κονδύλια για την παροχή ψυχιατρικής φροντίδας είναι πολλές φορές περιορισμένα. Συχνά οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας λειτουργούν με περιορισμένους προϋπολογισμούς, με αποτέλεσμα να υπάρχει υποστελέχωση καθώς και περιορισμένη πρόσβαση για τα άτομα τα οποία έχουν ανάγκη. Τέλος, έχει παρατηρηθεί ότι τα προγράμματα κατάρτισης των δικαστικών συστημάτων αλλά και των επαγγελματιών ψυχικής υγείας - σε θέματα που αφορούν τις ψυχικές διαταραχές και τη σύνδεσή τους με την εγκληματικότητα - δεν είναι πάντα επαρκή.
Η σύγκρουση ανάμεσα στην ποινικοποίηση και τη θεραπεία τονίζει και αναδεικνύει τη σπουδαιότητα μιας πιο ολοκληρωμένης προσέγγισης για την αντιμετώπιση των εγκλημάτων που σχετίζονται µε την ψυχική διαταραχή. Η κοινωνία χρειάζεται να αναγνωρίσει ότι η ποινική κύρωση ίσως να μην αποτελεί την καταλληλότερη λύση για όλες τις κατηγορίες ατόμων καθώς και ότι η θεραπευτική προσέγγιση και η κοινωνική αρωγή θα πρέπει να αποτελούν πρωταρχικό μέλημα για την αποκατάσταση και κοινωνική επανένταξη των ατόμων που πάσχουν από ψυχικές διαταραχές.
* Η Χρύσα Καλτσώνη είναι κοινωνική
εγκληματολόγος - εγκληματολογική
ψυχολόγος, καθηγήτρια
στην Αστυνομική Ακαδημία της Ελλάδος.