Αυτή η στενή σχέση ευρωπαϊκών κρατών και ΗΠΑ άρχισε από τα πρώτα κιόλας χρόνια από την ανεξαρτητοποίηση των ΗΠΑ και σφυρηλατήθηκε δυναμικά στους δύο Παγκόσμιους πολέμους, καθότι υπήρξαν σύμμαχοι και νικητές.
Κάνοντας μία επισκόπηση των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, παρατηρούμε ότι από τις 22 προεδρίες κατά τη διάρκεια του εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνα (1901-2025), στις 13 προήδρευσε Ρεπουμπλικάνος και στις εννέα Δημοκρατικός.
Ασφαλώς και από τις δύο παρατάξεις υπήρξαν πρόεδροι οι οποίοι άφησαν ισχυρό θετικό στίγμα, αλλά και άλλοι των οποίων η προεδρία άφησε άκρως αρνητικές εντυπώσεις, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην παγκόσμια κοινότητα. Αξίζει να αναφερθούν ως σπουδαίοι πρόεδροι: ο Γούντροου Ουίλσον που αποφάσισε να μπουν οι ΗΠΑ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, συμβάλλοντας καταλυτικά για το νικηφόρο αποτέλεσμα των συμμαχικών δυνάμεων. Ο Φραγκίσκος Ρούσβελτ που αντιμετώπισε την οικονομική κρίση του 1929, αλλά και έβαλε τη χώρα του στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, συμβάλλοντας στην κατατρόπωση του Φασισμού και Ναζισμού. Ο Χάρι Τρούμαν που χαρακτηρίζεται από την εφαρμογή του Δόγματος Τρούμαν για την αποκατάσταση των ζημιών του πολέμου στην Ευρώπη, την ίδρυση του ΝΑΤΟ, αλλά και που του χρεώνεται ο πόλεμος στην Κορέα και οι ρίψεις των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Υπήρξαν, όμως, και πρόεδροι που δε χρίζουν ασφαλώς αναφοράς που ενέπλεξαν τη χώρα τους σε πολέμους, στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Γιουγκοσλαβία, συμπαρασύροντας σε αυτούς και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ.
Σήμερα, όμως, με την επανεκλογή του προέδρου Τραμπ πασιφανής είναι η εικόνα της διάχυτης ανησυχίας στο σύνολο των κρατών του πλανήτη που δείχνει να κινείται σε αχαρτογράφητα νερά. Αυτή η ανησυχία πηγάζει τόσο από το κυβερνητικό πρόγραμμα του νεοεκλεγέντος προέδρου, τις δηλώσεις, αλλά και από τα πρώτα διατάγματα που υπέγραψε την πρώτη ημέρα της διακυβέρνησής του. Η απόσυρση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τη συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή αποτελούν δείγματα μίας νέας τουλάχιστον περίεργης εξωτερικής πολιτικής.
Το διάταγμα για την απέλαση εκατομμυρίων μεταναστών, κυρίως Μεξικανών, που έρχεται ακόμη και σε αντίθεση με κάποιες προβλέψεις του Συντάγματος της χώρας, βρίσκει ισχυρές αντιστάσεις σε πολλές Πολιτείες των ΗΠΑ. Σε ότι αφορά τα γειτονικά κράτη του Καναδά και του Μεξικού για αύξηση των δασμών στο 25%, αλλά και της Κίνας κατά 10% προμηνύουν την έναρξη οικονομικού πολέμου. Παραβλέπει ασφαλώς το γεγονός πως στους οικονομικούς πολέμους υπάρχουν μόνο ηττημένοι. Αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και για την ώρα δεν ελήφθη καμία απόφαση, απειλείται με ανάλογα μέτρα επικαλούμενος ο κ. Τραμπ το τεράστιο, όπως αυτός ισχυρίζεται, έλλειμμα στο ισοζύγιο των εμπορικών συναλλαγών. Αλλά και η απαίτηση του νέου προέδρου για αύξηση των αμυντικών δαπανών των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ από το 2% στο 5% κάνει όλα τα μέλη να είναι αρνητικά σε αυτήν προοπτική. Λαμβάνοντας δε υπόψη τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει τόσο η Γερμανία όσο και η Γαλλία, κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό. Η άμεση συνάντηση των ηγετών αυτών των δύο κρατών καταδεικνύει το επείγον της κατάστασης και την ανάγκη λήψης μέτρων για την αντιμετώπισή της.
Αυτή, όμως, ακριβώς η κατάσταση πρέπει να αποτελέσει το έναυσμα ώστε όλοι οι ηγέτες της Ε.Ε. να αντιληφθούν ότι η Ένωση δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι αδρανής στις μικρές ή μεγάλες κρίσεις που συμβαίνουν στον κόσμο. Για να αποκτήσει, όμως, η Ένωση παρεμβατική ικανότητα, θα πρέπει να έχει κοινή εξωτερική πολιτική, κοινή πολιτική άμυνας και φυσικά σύγκληση των οικονομιών των κρατών-μελών. Θα πρέπει όλοι να αντιληφθούν πως η άμυνά της δεν μπορεί να επαφίεται στις διαθέσεις κάθε Αμερικανού προέδρου, αλλά να αποκτήσει η Ένωση αυτοτέλεια. Έχει την τεχνογνωσία, τα μέσα, αλλά και τους πόρους, για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα αμυντικά συστήματα. Με αυτά ως δεδομένα, οι απειλές απ’ όπου κι αν προέρχονται, θα είναι έωλες.