«Η λέξη καρκίνος είναι αλήθεια ότι στο άκουσμα της σοκάρει τους περισσότερους από εμάς. Η Ελλάδα θα πρέπει ίσως να είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη τουλάχιστον όπου ακόμη επικρατούν μύθοι για πολλά πράγματα μεταξύ των οποίων και ο καρκίνος. Είχε δίκιο ο αείμνηστος καθηγητής Α. Συμεωνίδης που έλεγε ότι «κακοήθης δεν είναι ο καρκίνος, αλλά η άγνοιά μας».
Ένα φυσιολογικό κύτταρο στον οργανισμό ζει για κάποιο χρονικό διάστημα και μετά πεθαίνει. Τη θέση του την παίρνει άλλο κύτταρο το οποίο όταν και αυτό γεράσει οδηγείται στον θάνατο. Η αναπλήρωση των κυττάρων που πεθαίνουν είναι πεπερασμένη με αποτέλεσμα μετά από κάποια χρόνια που έχουν να κάνουν και με την κληρονομικότητα αλλά και με τις συνθήκες ζωής, πεθαίνει και ο άνθρωπος μη μπορώντας να αναπληρώσει τα κύτταρα του. Ένα ανθρώπινο κύτταρο πριν πεθάνει, υπάρχει το ενδεχόμενο να συναντήσει στο διάβα της ζωής του διάφορα χημικά, τα οποία ονομάζονται καρκινογόνα, και τα οποία μπορούν να του κάνουν μεγάλη ζημιά. Αυτό που στην ουσία κάνουν είναι ότι αυξάνουν τη διάρκεια ζωής των κυττάρων που θα πλήξουν. Έτσι τα κύτταρα αυτά, αντί να ζήσουν για κάποιο χρονικό διάστημα μπορούν να ζήσουν παραπάνω χρόνο. Σε αυτό τον παραπάνω χρόνο επειδή δεν είναι μαθημένα να ζουν τόσο, κάνουν πολλά λάθη στις λειτουργίες τους και υφίστανται αλλαγές στη δομή του γενετικού τους υλικού, με αποτέλεσμα τα λάθη αυτά μετά από πολλά χρόνια συνήθως να οδηγούν σε καρκίνο. Την ίδια ζημιά κάνει και ορισμένης μορφής ακτινοβολία αλλά και ογκογόνοι ιοί. Στις περισσότερες περιπτώσεις για να δημιουργηθεί ένας καρκίνος σε μέγεθος μπιζελιού χρειάζεται χρόνος περίπου 15 χρόνια. Έτσι λοιπόν με μελέτες που έγιναν, αποδείχθηκε ότι οι καρκίνοι στον άνθρωπο σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο από 5% είναι κληρονομικοί, ενώ το υπόλοιπο 95% σχετίζεται με διάφορους τρόπους με τον τρόπο ζωής μας και φυσικά με το περιβάλλον που ζούμε. Η πρώτη απόδειξη για τη σχέση καρκίνου και τρόπου ζωής έρχεται από μελέτες στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στην Βρετανία όπου οι καθαριστές καμινάδων ανέπτυξαν καρκίνο των όρχεων, επειδή έρχονταν σε επαφή σε εκείνο το σημείο με τις μαυρισμένες καμινάδες καθώς τις καθάριζαν. Μελέτες επί μελετών κατέδειξαν ότι η επιβάρυνση των κατοίκων για καρκινογένεση από περιβαλλοντικούς ρύπους στο περιβάλλον εργασίας, στα μέρη όπου ζουν, στο νερό και αλλού είναι σημαντική. Χώρες όπου γίνονται σοβαρές μελέτες για την επίπτωση διαφόρων ρύπων του περιβάλλοντος στους ανθρώπινους καρκίνους και μετρήσεις είναι οι Σκανδιναβικές. Ουσιαστικά αυτό που γίνεται εκεί είναι να μετρώνται ουσίες και παράμετροι στο αίμα των ανθρώπων οι οποίοι διαβιούν σε ρυπασμένες περιοχές, με σκοπό είτε να προειδοποιήσουν τους κατοίκους ότι σε κάποια περιοχή υπάρχει κίνδυνος, είτε να παρακολουθούν ανθρώπους που ζουν σε τέτοιες περιοχές, οι οποίοι κινδυνεύουν να νοσήσουν από καρκίνο. Στην πλειοψηφία τους οι δυτικές κοινωνίες φροντίζουν να περνούν τα μηνύματα στους πολίτες τους, ότι η πρόοδος της επιστήμης θα λύσει κάποια στιγμή το πρόβλημα του καρκίνου, κάτι που για όσους από εμάς γνωρίζουμε αυτή η άποψη είναι τουλάχιστον αφελής. Αντίθετα η πρόοδος της γενετικής και της βιοτεχνολογίας σήμερα δεν χρησιμοποιείται καθόλου για την ανάπτυξη δημόσιων διαγνωστικών κέντρων με σύγχρονες μοριακές μεθόδους οι οποίες θα μπορούσαν να προσφέρουν εξαιρετικές υπηρεσίες στον τομέα της πρόληψης από τον καρκίνο σε πολλές περιοχές της χώρας μας, με προφανή ευεργετικά αποτελέσματα στην οικονομία της χώρας (ας πάρουμε το παράδειγμα της Σουηδίας). Σε αυτό τον τομέα δεν πρωτοτυπούμε. Στις ΗΠΑ που υπάρχει η μεγαλύτερη συσσώρευση πληροφορίας για τη μελέτη και θεραπεία του καρκίνου, αυτή πρακτικά διοχετεύεται σαν υπεραξία στα χέρια λίγων εταιρειών βιοτεχνολογίας και δυστυχώς σύμφωνα με στοιχεία του ΠΟΥ, οι δείκτες υγείας στην Μητροπολιτική περιοχή της Νέας Υόρκης δεν διαφέρουν από αυτούς της Αβάνας(τα συμπεράσματα δικά σας). Νομίζω πως είναι καιρός να αρχίσουμε να συζητάμε τέτοια θέματα και στην Ελλάδα. Ίσως η κρίση που βιώνουμε μας κάνει να επενδύσουμε σωστά κατά του καρκίνου. Να συζητάμε και να διεκδικούμε».
Το κείμενο αυτό τελείωσε ενώ ο καθηγητής Τριχόπουλος ήταν εν ζωή. Τον είχα συναντήσει μία φορά και μιλήσαμε αρκετά θυμάμαι, νεαρός τότε ερευνητής εγώ μόλις είχα γυρίσει από τις ΗΠΑ. Γνωρίζω το έργο του. Δεν ήμουν μαθητής του. Από την παρακαταθήκη όμως που άφησε το έργο του στους νεώτερους μπορώ να πω ότι νιώθω μαθητής του, και ότι η προσωπικότητα του δεν είναι εύκολα αντικαταστάσιμη. Θα λείψει.
-----------------------------
Δημήτρης Κουρέτας
καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας